Η χιμαιρική φύση της ταυτότητας σ’ έναν μετέωρο, νέο κόσμο συνεχών αλλαγών και μετακινήσεων ήταν πάντα το επίκεντρο του προβληματισμού της Κλερ Ντενί κι αν με τη «Μαύρη Τρύπα» η θεματική αυτή ταξίδεψε στα όρια του σύμπαντος, η φιλμογραφία της Γαλλίδας σκηνοθέτη που κλείνει σήμερα τα 73 της χρόνια, είναι διάστικτη από γνωστά ή άγνωστα αριστουργήματα στα οποία εξερεύνησε με τον δικό της, ξεχωριστό και πάντα αταξινόμητο τρόπο, όχι μόνο τον καθοριστικό ρόλο του περιβάλλοντος και του χώρου στη διαμόρφωση του εαυτού, αλλά και την ίδια τη φύση του κινηματογραφικού μέσου ως μηχανισμού αποτύπωσης μιας απατηλής και άπιαστης πραγματικότητας.
Πουθενά, όμως, στο έργο της Ντενί η έννοια της ετερότητας δεν έλαβε τόσο απειλητικές διαστάσεις, όσο στο «L’ intrus» του 2004, μια ταινία που προκάλεσε αμηχανία από την πρώτη κιόλας προβολή της στο Φεστιβάλ της Βενετίας κι έκτοτε παραμένει ασαφής κι αντιφατική, αφενός κλειστή μέσα σε μια (κακά τα ψέματα) ελιτίστικη κι δυσπρόσιτη εσωστρέφεια, αφετέρου ανοιχτή σε ποικιλότροπες κι ετερόκλιτες ερμηνείες, οι οποίες προσπαθούν (μάλλον ανεπιτυχώς) να αιχμαλωτίσουν κάτι από την υπερβατική και υπνωτική γοητεία της.
Βασισμένο στο ομότιτλο 40σέλιδο δοκίμιο του Γάλλου φιλόσοφου Ζαν Λικ Νανσί, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το πιο πρόσφατο «Η Λιακάδα Μέσα Μου» άντλησε έμπνευση από τα «Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου» του Ρολάν Μπαρτ, το «L’ Intrus» πραγματεύεται (όπως εύγλωττα δηλώνει ο τίτλος του) την έννοια της εισβολής. Για τον Γάλλο στοχαστή ο εισβολέας ήταν η νέα καρδιά που μπήκε μέσα στο σώμα του μετά από μια επιτυχή μεταμόσχευση και το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν αλυσιδωτό προβληματισμό, που ανέμειξε τον φιλοσοφικό στοχασμό, την αυτοβιογραφική μαρτυρία και το υπαρξιακό stream of consciousness, για να θίξει το ζήτημα της διαμόρφωσης της ταυτότητας από ενδογενείς κι εξωτερικούς παράγοντες, που απειλούν, επαναπροσδιορίζουν κι εν τέλει καθορίζουν όχι μόνο την ίδια την αντίληψη για τον εαυτό μας και την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, αλλά και το ίδιο μας το σώμα.
Η Ντενί μετουσιώνει αυτόν τον προβληματισμό σε κινηματογραφική ποίηση, με μια ελλειπτική, όσο και καλειδοσκοπική αφήγηση που εκτείνεται φιλόδοξα σε τρεις ηπείρους και «εισβάλλει» υπαινικτικά στο μυαλό και στις αισθήσεις του θεατή που πρέπει να αποκωδικοποιήσει πώς συνδέονται τα πρόσωπα και οι χρόνοι του έργου. Κι ενώ μια απόπειρα σύνοψης της ταινίας είναι a priori καταδικασμένη στην αποτυχία, κεντρική μορφή είναι ο Λουίς Τρεμπόρ, ένας ηλικιωμένος πρώην στρατιωτικός και νυν επιχειρηματίας, ο οποίος ζει απομονωμένος στα σύνορα μεταξύ Ελβετίας και Γαλλίας μαζί με τα σκυλιά του.
Σε έναν κόσμο γεμάτο τεχνητά και διχαστικά σύνορα, τα οποία προσπαθούν να περιορίσουν την κίνηση και το πνεύμα, το ανθρώπινο σώμα αποτελεί το έσχατο όριο της πραγματικότητας, έναν εκ των πραγμάτων εισοβολέα μέσα σε έναν άγνωστο περιβάλλοντα χώρο, το οποίο η Ντενί κινηματογραφεί μέσα σε όλη του την αχανή κι εντροπική πολυσημία.»
Κανείς δεν γνωρίζει περισσότερα στοιχεία γι’ αυτόν: ούτε η φαρμακοποιός του κοντινού χωριού με την οποία έχει σεξουαλικές σχέσεις, ούτε καν ο ίδιος του ο γιος, ο οποίος είναι παντρεμένος με μια συνοριοφύλακα. Το ίδιο ειδυλλιακό περιβάλλον, στο οποίο ο Τρεμπόρ επιδίδεται σε φυσιολατρικές δραστηριότητες, είναι και το πεδίο μετάβασης δεκάδων λαθρομεταναστών και προσφύγων, ένα επικίνδυνο έδαφος στο οποίο η γεμάτη από ένοχα μυστικά καρδιά του Τρεμπόρ θα αρχίσει να τον προδίδει και τότε εκείνος θα αναζητήσει το μόσχευμα από ένα παράνομο δίκτυο εμπορίου οργάνων, που εκπροσωπείται από μια μυστηριώδη Ρωσίδα. Η εγχείρηση θα οδηγήσει τον Τρεμπόρ στην Κορέα και μετά στην Ταϊτή, όπου αντιμέτωπος με τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος και του σώματός του, ο Τρεμπόρ θα αναζητήσει ανεπιτυχώς τον χαμένο (δεύτερο;) γιο του και η νέα του καρδιά, ένα ξένο σώμα μέσα στο σώμα του, θα τον προδώσει ξανά.
Η Ντενί έζησε από μικρή το τέλος της αποικιοκρατίας, ως κόρη ενός δημοσίου υπαλλήλου με συνεχείς μεταθέσεις σε όλη σχεδόν την αφρικανική ήπειρο, κι η επιστροφή της στη μητρόπολη σηματοδότησε μια διπλή, ανέστια μοναξιά, ένα αίσθημα αλλοτρίωσης μέσα στην ίδια της τη χώρα, το οποίο προσπάθησε να ξορκίσει με το έργο της. Στο L’ Intrus αυτή η αίσθηση είναι διάχυτη παντού κι όχι μόνο λόγω του αποικιοκρατικού παρελθόντος του κεντρικού ήρωα. Σε έναν κόσμο γεμάτο τεχνητά και διχαστικά σύνορα, τα οποία προσπαθούν να περιορίσουν την κίνηση και το πνεύμα, το ανθρώπινο σώμα αποτελεί το έσχατο όριο της πραγματικότητας, έναν εκ των πραγμάτων εισβολέα μέσα σε έναν άγνωστο περιβάλλοντα χώρο, το οποίο η Ντενί κινηματογραφεί μέσα σε όλη του την αχανή κι εντροπική πολυσημία.
Τα κεντρικά σημεία της αφήγησης, όπως η μεταμόσχευση καρδιάς, παραλείπονται, οι εποχές και οι χώρες εναλλάσσονται με μια ονειρική ροή και μια ποιητική αλληλουχία που τις περισσότερες φορές εξαντλούν τη λογική ερμηνεία, η δύναμη των εικόνων, όμως, και η δημιουργία ενός κινηματογραφικού χρόνου πέρα από τις δραματουργικές συμβάσεις μιας αριστοτελικής τελεολογίας αφήνουν το θεατή να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα και να δώσει τη δική του ερμηνεία στα όσα, υπέροχα φωτογραφημένα από την Ανιές Γκοντάρ και στον υπερβατικό ρυθμό της μινιμαλιστικής υπόκρουσης του Στιούαρτ Στέιπλς των Tindersticks, παρελαύνουν στην οθόνη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται σίγουρα και οι απόκοσμες παρουσίες της Γεκατερίνα Γκολούμπεβα και της Μπεατρίς Νταλ, σε δύο ρόλους-κλειδιά (το τι ακριβώς ανοίγουν ας το αποφασίσει ο καθένας μόνος του).
Κι αν «Οι χειρότεροι φόβοι σου βρίσκονται μέσα σου, στις σκιές, στην καρδιά σου», όπως ακούγεται χαρακτηριστικά στον πρόλογο της ταινίας, πριν καν πέσουν οι ημιφωτισμένοι τίτλοι έναρξης, η Κλερ Ντενί απέδειξε (και) με το «L’ Intrus» ότι είναι μια ατρόμητη σκηνοθέτης, η οποία σε κάθε της δημιουργία προκαλεί και υπερβαίνει τα όρια, οπτικοποιώντας το άφατο και κινηματογραφώντας το αδύνατο, γκρεμίζοντας ένα σύνορο τη φορά.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας
- «Love Streams» του Τζον Κασσαβέτη
- «Sólo con Tu Pareja» του Αλφόνσο Κουαρόν
- «Μαχαίρι στο Κεφάλι» του Ράινχαρτ Χάουφ
- «How Green Was My Valley» του Τζον Φορντ
- «Paris is Burning» της Τζένι Λίβινγκστον
- «Ο Ξένος» του Λουκίνο Βισκόντι
- «Sisters» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1972)
- «Le Bonheur» της Ανιές Βαρντά (1965)
- «Σημάδια Ζωής» του Βέρνερ Χέρτσογκ (1968)