Πολλά χρόνια πριν από το «Pose» και το «RuPaul’s Drag Race», υπήρξε ένας κόσμος μαγικός και άγριος, γεμάτος από μυθικά πλάσματα κι έκπτωτους αγγέλους, που μεταμόρφωναν τα βράδια την απόρριψη και τον εξοστρακισμό από την κυρίαρχη λευκή κουλτούρα στο δικό τους λαμπερό παραμύθι. Ηταν ο κόσμος των μαύρων και των λατινοαμερικάνων μελών της LGBTQ κοινότητας της Νέας Υόρκης και των χορών που διοργάνωναν στα τέλη της δεκαετίας του 80 για να ζήσουν το δικό τους όνειρο της αποδοχής και της καταξίωσης. Ηταν ο θρυλικός κόσμος που αποτύπωσε η Τζένι Λίβινγκστον το 1991 στο «Paris Is Burning», ένα ντοκιμαντέρ που έγινε με τη σειρά του κι αυτό θρυλικό, ένα ορόσημο της queer και της ποπ κουλτούρας, διαθέσιμο πλέον στο Netflix.
H Λίβινγκστον σπούδαζε κινηματογράφο στις αρχές της δεκαετίας του 80 στη Νέα Υόρκη, όταν έπεσε τυχαία πάνω σε μια ομάδα νεαρών, οι οποίοι χόρευαν στην πλατεία Γουάσινγκτον. Παραξενεμένη από τις περίεργες χορευτικές κινήσεις και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους, τους ρώτησε τι έκαναν. Η απάντηση ήταν πως έκαναν voguing. Κι όταν η νεαρή σπουδάστρια θέλησε να μάθει περισσότερα γιατί θεώρησε πως αυτό θα ήταν ένα ενδιαφέρον θέμα για την πτυχιακή της, ανακάλυψε στις γειτονιές του Χάρλεμ μια ολόκληρη υποκουλτούρα με τη δική της γλώσσα και τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς κι ένα υλικό που θα γινόταν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή εργασία για τη σχολή της.
Το «Paris Is Burning» ξεναγεί τον θεατή στις χοροεσπερίδες που διοργάνωναν τα μέλη της LGBTQ κοινότητας των υποβαθμισμένων περιοχών της Νέας Υόρκης, οι οποίες δεν ήταν μια απλή κοινωνική εκδήλωση, αλλά ένας χώρος αποδοχής, ελεύθερης έκφρασης και ακτιβισμού. Γιατί εκεί διεξάγονταν θεματικοί διαγωνισμοί σε διαφορετική κάθε φορά κατηγορία, στους οποίους οι συμμετέχοντες μπορούσαν να ζήσουν το όνειρό τους και να μεταμορφωθούν. Γιατί εκεί μπορούσαν να κερδίσουν έπαθλα και να νιώσουν νικητές, όταν η υπόλοιπη κοινωνία τους είχε καταδικάσει στην πλευρά των χαμένων. Γιατί εκεί μπορούσαν να είναι απλά ο εαυτός τους, χωρίς να φοβούνται για τη ζωή τους.
Ταυτόχρονα, η ταινία συστήνει τις πιο εμβληματικές μορφές αυτού του μικρόκοσμου και τους «οίκους» που αυτές είχαν ιδρύσει, οικογένειες όχι εξ αίματος, αλλά από επιλογή και κυρίως από ανάγκη. Με υπέροχα εξωφρενικά και φανταχτερά ονόματα που συναγωνίζονταν σε λάμψη τα φορέματα και τις αμφιέσεις κάθε βραδιάς, οι οίκοι Xtravaganza, LaBeija, Ninja, Saint Laurent (μεταξύ πολλών άλλων) ήταν μορφώματα που δημιουργήθηκαν ως συλλογικός μηχανισμός επιβίωσης ενάντια στην ομοφοβία. Κάθε οίκος ήταν ένα άσυλο στο οποίο μπορούσε να βρει καταφύγιο και ρόλο ένας άστεγος και άνεργος gay ή τρανσέξουαλ, πολύ περισσότερο όμως εκεί μπορούσε να αποκτήσει μια ταυτότητα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, με την είσοδο στον οίκο τα μέλη αποκτούσαν το όνομά του ως επώνυμο.
To «Paris is Burning» φλέγεται ακόμα και σήμερα από τις εμβληματικές μορφές μιας ομάδας ανθρώπων που τόλμησαν να προσδιορίσουν, ακόμα και με τίμημα τη ζωή τους, το φύλο τους και να μεταμορφώσουν, έστω και πρόσκαιρα, την πραγματικότητά τους. Κι όσο η τρανς κοινότητα διεκδικεί τα δικαιώματά της και οι ομοφοβικές επιθέσεις υπενθυμίζουν ότι τίποτα δεν είναι ακόμα αυτονόητο, αυτό το Παρίσι θα καίγεται για καιρό.»
Η Λίβινγκστον αποκαλύπτει αυτόν τον ελάχιστα γνωστό μέχρι τότε κόσμο με την περιέργεια ενός εξωτερικού παρατηρητή κι ανακαλύπτει με την κάμερά της ταυτόχρονα με τον θεατή τους γλωσσικούς και σημειολογικούς κώδικες συμπεριφοράς των μελών της, δίνοντας έμφαση τόσο στο απόκοσμο μέσα στην απελπισμένη του ομορφιά κλίμα των χορών, όσο και στο ιδιόμορφο λεξιλόγιο και στις χορευτικές φιγούρες του voguing, που αντικατοπτρίζουν τη βαθύτερη ανάγκη της κοινότητας για συλλογικότητα και αυτοπροσδιορισμό.
Γιατί το voguing, το οποίο ως γνωστό εισήγαγε η Madonna στο mainstream (όχι με την ομόφωνη συγκαταθεση της κοινότητας που το εφηύρε), δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συμβολική αναπαράσταση της οριοθέτησης και της μάχης όχι μόνο ενάντια στην εχθρική και κυρίαρχη κουλτούρα, αλλά και της «αναίμακτης» επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στους οίκους, ενώ λέξεις κι εκφράσεις όπως (ενδεικτικά) shade, read, work, fierce, legendary, realness, τις οποίες υιοθέτησε η RuPaul στο Drag Race καθιστώντας τες κοινό κτήμα ολόκληρης της LGBTQ κοινότητας σήμερα, απέκτησαν νέο νoήμα και σημασία για να εκφράσουν τις πρακτικές, τις φιλοδοξίες και τους πόθους μιας κοινότητας που διαμόρφωνε τη δική της φωνή (και) μέσα από τη γλώσσα.
Τι μένει, όμως, σήμερα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την προβολή τoυ «Paris Is Burning», πέρα από ένα νοσταλγικό, πολύτιμο κι απαραίτητο μάθημα LGBTQ ιστορίας για μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί;
Η ταινία της Λίβινγκστον δίνει αβίαστα την απάντηση, καθώς φλέγεται ακόμα από τις εμβληματικές μορφές μιας ομάδας ανθρώπων που τόλμησαν να προσδιορίσουν, ακόμα και με τίμημα τη ζωή τους, το φύλο τους και να μεταμορφώσουν, έστω και πρόσκαιρα, την πραγματικότητά τους. Κι όσο η τρανς κοινότητα διεκδικεί τα δικαιώματά της και οι ομοφοβικές επιθέσεις υπενθυμίζουν ότι τίποτα δεν είναι ακόμα αυτονόητο, αυτό το Παρίσι θα καίγεται για καιρό.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας
- «Love Streams» του Τζον Κασσαβέτη
- «Sólo con Tu Pareja» του Αλφόνσο Κουαρόν
- «Μαχαίρι στο Κεφάλι» του Ράινχαρτ Χάουφ
- «How Green Was My Valley» του Τζον Φορντ
Δείτε εδώ το καστ του «Paris is Burning» στο σόου της Τζόαν Ρίβερς: