Ο θάνατος του Μίλος Φόρμαν χθες σε ηλικία 86 ετών επιβάλλει αυτή την Κυριακή την επίσκεψη σε μία από τις σημαντικότερες στιγμές της σπουδαίας φιλμογραφίας του και μία εμβληματική δημιουργία του Τσεχοσλοβακικού Νέου Κύματος, η οποία αντικατοπτρίζει πλήρως και στηλιτεύει διακριτικά μεν, ανελέητα δε, το ιδεολογικοπολιτικό συγκείμενο μέσα από το οποίο ξεπήδησε, κι αυτή δεν είναι άλλη από το Φωτιά...Πυροσβέστες του 1967.
Το Τσεχοσλοβακικό Νέο Κύμα, όπως έχει μείνει στην κινηματογραφική και όχι μόνο ιστορία, ήταν αποκύημα της Άνοιγης της Πράγας κι έμελλε μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς στη χώρα το 1968 να αποτελέσει την πολιτιστική παρακαταθήκη της. Μια ομάδα νεαρών κινηματογραφιστών, μεταξύ των οποίων ο Φόρμαν, κατάφερε για πέντε περίπου χρόνια, από το 1962 έως το 1967, να αποτυπώσει το κλίμα της αισοδοξίας που πρόσκαιρα επικράτησε στη χώρα και τον αγώνα για εκδημοκρατισμό και φιλελευθεροποίηση, κριτικάροντας ταυτόχρονα την αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατική δομή του κομμουνιστικού καθεστώτος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μετά το 1968 οι περισσότερες ταινίες του Νέου Κύματος, μεταξύ των οποίων και το Φωτια... Πυροσβέστες, απαγορεύτηκαν από το καθεστώς, ενώ ο Φόρμαν ήταν ένας από τους πολλούς διανοούμενους της χώρας που την εγκατέλειψαν, και βρήκε καταφύγιο και άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μία νέα, λαμπρή καριέρα τον περίμενε.
Το «Φωτιά...Πυροσβέστες» («The Firemen's Ball» στα αγγλικά, «Hori ma Panenko» στα τσέχικα) ήταν η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Φόρμαν, η πρώτη έγχρωμη και η τελευταία που θα γύριζε στη χώρα του. Κι όσο κι αν ο ίδιος αρνήθηκε αρχικά ότι είναι μια σάτιρα του κομμουνιστικού καθεστώτος (το παραδέχτηκε πολλά χρόνια αργότερα), σήμερα η ταινία αντιμετωπίζεται κυρίως ως τέτοια, χωρίς όμως αυτό να στερεί την ευρύτερη αξία της.
Σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Τσεχοσλοβακίας το (εθελοντικό) Πυροσβεστικό Σώμα ετοιμάζεται πυρετωδώς για τον ετήσιο χορό του, ο οποίος αποτελεί κι ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της τοπικής κοινωνίας. Τα ως επί το πλέιστον μεσήλικα μέλη του θέλουν αυτή τη χρονιά να τιμήσουν τον 86χρονο επίτιμο πρόεδρό τους, επειδή γνωρίζουν ότι έχει καρκίνο (ενώ εκείνος το αγνοεί) κι είναι ίσως η τελευταία τους ευκαιρία να το κάνουν, χαρίζοντάς του ένα συμβολικό δώρο, ένα πυροσβεστικό τσεκούρι μινιατούρα μέσα σε μια βελούδινη θήκη. Την απονομή θα κάνει η Μις Πυροσβεστική, η οποία θα επιλεγεί ανάμεσα στις νεαρές κοπέλες που θα έρθουν στο χορό, ενώ θα διενεργηθεί και λαχειοφόρος με πλούσια (για τα δεδομένα της οικονομικής ύφεσης της χώρας) δώρα, μεταξύ των οποίων τυριά, κέικ και λούτρινα αρκουδάκια.
Από την εναρκτήρια σκηνή κιόλας, όμως, και πριν καν ξεκινήσει ο χορός, όλα πηγαίνουν στραβά. Ένα από τα δώρα εξαφανίζεται, το πανό της εκδήλωσης παίρνει φωτιά κι όλα προμηνύουν την ολοκληρωτική αποτυχία της βραδιάς, η οποία τελικά θα επέλθει σαρωτικά, καθώς τα δώρα της λαχειοφόρου αρχίζουν να εξαφανιζονται σταδιακά, η απόπειρα ανεύρεσης της Μις Πυροσβεστική αποδεικνύεται τραγελαφική και μάταιη, ενώ μια πραγματική φωτιά σε ένα παρακείμενο αγρόκτημα έρχεται ως επιστέγασμα για να καταδείξει την ολιγωρία του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ο Φόρμαν εμπνεύστηκε την ταινία από έναν πραγματικό χορό πυροσβεστών στην επαρχιακή πόλη Βρχλάμπι, όπου είχε καταφύγει μαζί με τους συνεργάτες και σεναριογράφους του Ίβαν Πάσερ (ο οποίος εκτός από σκηνοθέτης ήταν μια ακόμα σημαντική μορφή του Νέου Κύματος που έφυγε στο εξωτερικό το 1969) και Γιάροσλαβ Πάπουσεκ, προσπαθώντας να βρει το επόμενο project μετά τη μεγάλη επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του, τους Έρωτας μιας Ξανθιάς, η οποία τον έφερε μάλιστα στις υποψηφιότητες για το Ξενόγλωσσο Όσκαρ. Η εμπειρία πρέπει να ήταν τόσο αποκαλυπτική για την τριάδα, που αποφάσισαν να παρατήσουν το σενάριο που έγραφαν και να αφηγηθούν μια παραπλήσια ιστορία.
Με την υστεροφημία της απαγόρευσης “για πάντα” της ταινίας στη χώρα προελευσής της, θα περίμενε κανείς σήμερα μια πιο καυστική σάτιρα του κομμουνιστικού κοινωνικού μορφώματος, αντ’ αυτής, όμως, ο θεατής σήμερα βλέπει περισσότερο μια αλληγορία για την εντροπία κάθε συλλογικότητας και την έμφυτη ροπή της προς την αναρχία και το χάος, ειδικά όταν προσπαθεί να βασιστεί σε σαθρά θεμέλια. Η υποδόρια κριτική του Φόρμαν και η αναγωγή σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του μικρόκοσμου του συλλόγου των πυροσβεστών, όσο ασήμαντος κι αν είναι αυτός, στο πολιτικό status quo της χώρας του κάνουν πιο οξυδερκή και σαφώς πιο διαπεραστική την ειρωνεία της κατ’ επίφαση απλής ιστορίας των 73 μόλις λεπτών.
Με την υστεροφημία της απαγόρευσης “για πάντα” της ταινίας στη χώρα προελευσής της, θα περίμενε κανείς σήμερα μια πιο καυστική σάτιρα του κομμουνιστικού κοινωνικού μορφώματος, αντ’ αυτής, όμως, ο θεατής σήμερα βλέπει περισσότερο μια αλληγορία για την εντροπία κάθε συλλογικότητας και την έμφυτη ροπή της προς την αναρχία και το χάος, ειδικά όταν προσπαθεί να βασιστεί σε σαθρά θεμέλια.
Η ανέμελη ραθυμία της δραματουργίας σε συνδυασμό με τον σε πραγματικό χρόνο κι άψογα ενορχηστρωμένο (ειδικά στις σκηνές του πλήθους) νατουραλιστικά αυθόρμητο χειρισμό της κάμερας και τις αβίαστες (μη) ερμηνείες από το σύνολο των (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ερασιτεχνών ηθοποιών προσδίδουν στην ταινία μια σχεδόν αβάσταχτη (για να θυμηθούμε τον έτερο πιο διάσημο “δραπέτη” του καθεστώτος) ελαφρότητα, η οποία όμως κουβαλά όλο το βάρος της αντίστασης και της ορμητικής δύναμης της τέχνης να αναδεικνύει μέσα από το φαινομενικά ασήμαντο την ουσία του πολιτικού προβληματισμού.
Η κομματική ρητορική που χρησιμοποιούν οι αφελείς πυροσβέστες και η παρανοϊκή καχυποψία τους δε θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες και να μη φανούν επώδυνα οικείες στη θεσμική λογοκρισία της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας, με αποτέλεσμα η ταινία να προκαλέσει τις (μάλλον) αναμενόμενες αντιδράσεις σε μία θνησιγενή Άνοιξη της Πράγας που έπνεε πλέον τα λοίσθια. Αν και γυρισμένο το 1967, το Φωτια...Πυροσβέστες προβλήθηκε έναν χρόνο αργότερα λόγω της άρσης της έγκρισης από το καθεστώς και της απόσυρσης της συγχρηματοδότησης από τον διάσημο Ιταλό παραγωγό Κάρλο Πόντι.
Χρειάστηκε η παρέμβαση ενός άλλου Νέου Κύματος και μάλιστα του κυριότερου εκπροσώπου του, του Φρανσουά Τριφό, για να μπορέσει τελικά η ταινία να προβληθεί διεθνώς, έφτασε μάλιστα μέχρι το Διαγωνιστικό των Καννών του 1968, τη χρονιά που το φεστιβάλ διακόπηκε άδοξα (ή μάλλον ένδοξα) λόγω των γεγονότων του Μάη του 68, αλλά και τα Όσκαρ, για δεύτερη φορά μετά τους Έρωτες Μιας Ξανθιάς. Εκεί, η ταινία έχασε εντελώς ειρωνικά από το μνημειώδους διάρκειας 431 λεπτών Πόλεμος και Ειρήνη του Σεργκέι Μπόνταρτσουκ, την πρόταση της Σοβιετικής Ένωσης.
Σ’ αυτή τη σημειολογική, αλλά και παντός επιπέδου μονομαχία του Δαβίδ με τον Γολιάθ, ο δεύτερος νίκησε πρόσκαιρα κι όχι μόνο στα βραβεία, αφού το Φωτιά...Πυροσβεστες προβαλλόταν στις αίθουσες της Πράγας την ώρα που εισέβαλαν τα σοβιετικά τανκς, λίγο πριν την ολοκληρωτική απαγόρευσή του, όμως η ιστορία κι η (σ’ αυτή την περίπτωση) αδέκαστη υστεροφημία είχαν άλλη άποψη τελικά κι είναι η ταινία του Φόρμαν αυτή που μνημονεύεται σήμερα.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον