Το 1929 τα πρώτα βραβεία Οσκαρ ήταν διαφορετικά από πολλές απόψεις. Καταρχάς, δεν λέγονταν καν Οσκαρ (αυτό έγινε επίσημα το 1939). Δεν μεταδόθηκαν ζωντανά από κανένα μέσο (αυτό έγινε την επόμενη χρονιά από το ραδιόφωνο), διήρκεσαν μόλις 15 λεπτά, οι νικητές ήταν ήδη γνωστοί τρεις μήνες πριν, ενώ οι υποψήφιες ταινίες κάλυπταν τη χρονική περίοδο των δύο προηγούμενων ετών από την απονομή κι όχι το ένα (αυστηρά) ημερολογιακό έτος που θεσμοθετήθηκε το 1935 και ισχύει μέχρι σήμερα.
Η μεγαλύτερη, διαφορά, όμως, ήταν ότι για πρώτη (και τελευταία) φορά υπήρξαν δύο βραβεία καλύτερης ταινίας σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, ένα για την καλύτερη παραγωγή με ονομασία Εξαιρετική Ταινία και ένα που επιβράβευε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με το ακόμα καλύτερο όνομα Μοναδική και Καλλιτεχνική Ταινία. Το δεύτερο δόθηκε στην αριστουργηματική «Αυγή» του Φρίντριχ Μουρνάου, που θεωρείται ακόμα και σήμερα μία από τις κορυφαίες ταινίες του βωβού κινηματογράφου, ενώ το πρώτο, που μετονομάστηκε από την επόμενη χρονιά σε βραβείο Καλύτερης Ταινίας, απονεμήθηκε στο «Wings», μια υπερπαραγωγή για τα δεδομένα της εποχής και μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Αυτή η διχοτόμηση της πρώτης χρονιάς ήταν ενδεικτική της σχιζοειδούς τάσης που ακολούθησε η Ακαδημία όλα τα επόμενα χρόνια να εγκολπώνει ή μάλλον να προσπαθεί να συμβιβάσει το καλλιτεχνικό εκτόπισμα μιας ταινίας με το επίπεδο παραγωγής της, γέρνοντας πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Σημασία, πάντως, έχει ότι από την επόμενη κιόλας χρονιά οι δύο κατηγορίες συνενώθηκαν και κρίθηκε αναδρομικά ότι το «Wings» ήταν η καλύτερη ταινία της πρώτης απονομής.
Oσο κι αν για τον σημερινό θεατή η παρακολούθηση μιας βωβής ταινίας διάρκειας 144 λεπτών είναι ένα μάλλον δύσκολο εγχείρημα, το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση στο «Wings» είναι η σκηνοθετική του ταχύτητα και η αφηγηματική του πυκνότητα, που θυμίζουν (αναλογικά πάντα) ένα μπλοκμπάστερ της σύγχρονης εποχής. Η συνταγή της επιτυχίας φαίνεται πως ήταν ήδη γνωστή από τότε στο Χόλιγουντ: δράση, ηρωισμός, ομορφιά και πολύ (ΠΟΛΥ) δράμα και το «Wings» ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που έθεσαν τον κανόνα και τους σημειολογικούς κώδικες για όλες τις πολεμικές υπερπαραγωγές που ακολούθησαν, αυτές που μόνο το mainstream Αμερικανικό σινεμά ξέρει να προσφέρει.
Η ιστορία είναι απλή και πλέον αρχετυπική: δύο νεαροί, ο Τζακ και ο Ντέιβιντ, διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και αντίζηλοι για την καρδιά της ίδιας γυναίκας, κατατάσσονται στην Πολεμική Αεροπορία, λίγο πριν τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αρχική αντιπαλότητα θα μετατραπεί στα χαρακώματα της Ευρώπης σε μια δυνατή φιλία, η οποία όμως θα δοκιμαστεί σε γη και ουρανό και θα έχει τραγική κατάληξη, παρά τον θρίαμβο της χώρας στους αιθέρες.
Γυρισμένο στο μεσοδιάστημα δύο Παγκόσμιων Πολέμων και χρηματοδοτημένο εν μέρει από τον ίδιο το αμερικανικό στρατό, το «Wings» δεν μπορεί να κρύψει τον ιδεολογικό μηχανισμό που κρύβεται από πίσω του. Σκοπός της ταινίας ήταν, άλλωστε, να τιμήσει «τους νεαρούς ήρωες των οποίων τα φτερά θα μείνουν για πάντα διπλωμένα στο σώμα τους», όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης. Ο Γουίλιαμ Γουέλμαν επιλέχθηκε μάλιστα από την Paramount, παρά το νεαρό της ηλικίας του, επειδή είχε υπηρετήσει στην Πολεμική Αεροπορία και γνώριζε από πρώτο χέρι την αίσθηση της μάχης στον αέρα. Η επιλογή αυτή ήταν απόλυτα επιτυχημένη, καθώς οι σκηνές των αερομαχιών παραμένουν ακόμα και σήμερα ένα (καλλι)τεχνικό επίτευγμα. Τοποθετώντας την κάμερα μπροστά από το πιλοτήριο κι εστιάζοντας στο πρόσωπο του πιλότου, ο Γουέλμαν κατάφερε να μεταδώσει μια πρωτοφανή αίσθηση αμεσότητας, ενώ όλες οι σκηνές των εναέριων μαχών αντιγράφτηκαν κατά κόρον από όλες τις παρεμφερούς θεματολογίας ταινίες, από το «Hell’s Angels» του Χάουαρντ Χιουζ τρία χρόνια μετά μέχρι το «Top Gun» και το «The Aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Αναζωογονητικά παλιομοδίτικο κι απρόσμενα χορταστικό ως (υπερ)θέαμα ακόμα κι ενενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το «Wings» σίγουρα δεν δρέπει δάφνες ως ένα από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, αξίζει όμως κάτι παραπάνω από μια σωστή απάντηση σε παιχνίδι κινηματογραφικών γνώσεων ως η πρώτη ταινία που κέρδισε ποτέ το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Αντίβαρο σ’ αυτή την αιθεροβασία του αφελούς πατριωτισμού, το καθηλωτικό δράμα στη γη, χωρίς το οποίο το Wings θα περιοριζόταν σε μία στείρα παράθεση στρατιωτικών επιδείξεων. Κι επειδή ένα απλό ερωτικό τρίγωνο δεν ήταν προφανώς αρκετό να αναμοχλεύσει τα πάθη, επιστρατεύτηκε η μεγαλύτερη σταρ του στούντιο της Paramount την εποχή εκείνη, η μυθική Κλάρα Μπόου, γνωστή κι ως το πρώτο it girl της ιστορίας. Με μπρίο, τσαχπινιά κι ένα μονίμως υγρό βλέμμα προσμονής, η Μπόου ενσαρκώνει μοναδικά και ανεξίτηλα στη μνήμη την κρυφά ερωτευμένη με τον έναν εκ των δύο πρωταγωνιστών και μόνιμα friendzoned Μέρι Πρέστον, η οποία θα φτάσει μέχρι τη Γαλλία για να είναι κοντά σ’ αυτόν που αγαπά.
Τρεις είναι, όμως, κυρίως οι λόγοι για τους οποίους το Wings μνημονεύεται ακόμα και σήμερα: ο πρώτος είναι η σύντομη κι ολιγόλεπτη παρουσία του Γκάρι Κούπερ, που ήταν ωστόσο αρκετή για να στρέψει το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ πάνω του και να τον μετατρέψει στον super star των επόμενων τριών δεκαετιών, ο δεύτερος είναι η πρώτη κινηματογραφική αποτύπωση φιλιού ανάμεσα σε δύο άντρες, και μάλιστα ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, η οποία έχει προσθέσει ένα (μάλλον παρατραβηγμένο) επίπεδο ανάγνωσης στην ταινία, και ο τρίτος είναι η κλασική κι εμβληματική πλέον σκηνή του τράβελινγκ της κάμερας πάνω από τα τραπέζια του Φολί Μπερζέρ του Παρισιού για να καταλήξει σε ένα γεμάτο ποτήρι σαμπάνιας και τον μεθυσμένο πρωταγωνιστή. Ένα τουίτ του Ράιαν Τζόνσον με το οποίο παραδέχτηκε ότι δανείστηκε/έκλεψε/απέτισε φόρο τιμής στη συγκεκριμένη σκηνή στους Τελευταίους Τζεντάι ήταν αρκετό για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για την ταινία του Γουέλμαν.
Αναζωογονητικά παλιομοδίτικο κι απρόσμενα χορταστικό ως (υπερ)θέαμα ακόμα κι ενενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του (μια δημιουργία που λίγοι θυμούνται κι ακόμα λιγότεροι έχουν δει, αν και κυκλοφορεί πλήρως αποκατεστημένη και σε εντυπωσιακή για την ηλικία της ποιότητα), το «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν σίγουρα δεν δρέπει δάφνες ως ένα από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, αξίζει όμως κάτι παραπάνω από μια σωστή απάντηση σε παιχνίδι κινηματογραφικών γνώσεων, και είναι ίσως το πρώτο pop corn movie πριν ακόμα καθιερωθεί ο όρος (πριν καν αρχίσει να πωλείται ποπ κορν στα σινεμά!), η ταινία που ο Μάικλ Μπέι θα σκότωνε να γυρίσει σήμερα και μια από τις πρώτες αποδείξεις ότι το Χόλιγουντ ήξερε από τα γεννοφάσκια του πώς να κατασκευάζει το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα.
Η 90ή Απονομή των Βραβείων Οσκαρ μεταδίδεται ζωντανά και αποκλειστικά στις 4 (προς ξημερώματα 5) Μαρτίου από το COSMOTE CINEMA 1HD με τον πρωτότυπο ήχο και από το COSMOTE CINEMA 2HD, με σχολιασμό από τους Γιώργο Σατσίδη και Χριστίνα Μπίθα. Η τελετή θα προβληθεί με υπότιτλους τη Δευτέρα το βράδυ στις 22.00, στο COSMOTE CINEMA 2HD. Ως τότε, μη χάσεις 85 οσκαρικά αριστουργήματα που σε περιμένουν στο αποκλειστικό κανάλι COSMOTE CINEMA OSCARS HD, για να απολαμβάνεις όλο το μήνα τη μαγεία των OSCAR.