Με το «Δεν Ησουν Ποτέ Εδώ» να παίζεται στις αίθουσες της χώρας μας, η σημερινή ταινία της Κυριακής δε θα μπορούσε να μην είναι αφιερωμένη σε μία από τις πρώτες μεγάλου μήκους δημιουργίες της Λιν Ράμσεϊ, το «Morvern Callar», μία ταινία, που μπορεί να πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στη χώρα μας το 2001, παραμένει, ωστόσο, ακόμα και σήμερα, μαγευτική, απόκοσμη κι αταξινόμητη, κι η οποία μαζί με το το «Ratcatcher», το μεγάλο μήκους σκηνοθετικό της ντεμπούτο και τις τρεις μικρού μήκους ταινίες της, καθιέρωσε την Σκοτσέζα σκηνοθέτη σε μία από τις πιο σημαντικές δημιουργούς παγκοσμίως.
Η Μόρβερν Κάλαρ, μια νεαρή υπάλληλος σούπερ μάρκετ σε μια επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη της Σκοτίας, ξυπνάει το πρωί των Χριστουγέννων στο πάτωμα του διαμερίσματός της και ανακαλύπτει δίπλα της το άψυχο κορμί του συντρόφου της. Ψηλαφεί τις ματωμένες ουλές στους καρπούς των χεριών του και βλέπει στην οθόνη του υπολογιστή να την περιμένει ένα μήνυμα. Ο νεκρός της φίλος δεν της δίνει εξηγήσεις για την αυτοχειρία του, αλλά της ζητάει να στείλει το μυθιστόρημα που έχει γράψει και βρίσκεται αποθηκευμένο σε μια δισκέτα σε μια σειρά από εκδοτικούς οίκους, να σηκώσει τα λεφτά που έχει στο λογαριασμό του στην τράπεζα για την κηδεία του και πάνω απ’ όλα να είναι γενναία.
Στο σκοτεινό διαμέρισμα που φωτίζεται μόνο περιοδικά κι ανελέητα από τα εορταστικά χριστουγεννιάτικα φωτάκια, η Μόρβερν θα μείνει βασανιστικά μετέωρη, ανέκφραστη, παγωμένη. Θα αφήσει το πτώμα να κείται άψυχο και θα βγει να τηλεφωνήσει, αντ’ αυτού, όμως, θα επιστρέψει, θα ανοίξει τα δωρα του φίλου της, μεταξύ των οποίων ένα δερμάτινο μπουφάν κι ένα mixtape με τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτή και θα βγει έξω για να συναντήσει την καλύτερή της φίλη, φορώντας το πρώτο κι έχοντας στ’ ακουστικά το δεύτερο. Μετά από μια ξέφρενη νύχτα, θα επιστρέψει το επόμενο πρωί στο διαμέρισμα, έχοντας πάρει την απόφασή της.
Αλλάζει στο αρχείο με το μυθιστόρημα το όνομα του συγγραφέα και το αντικαθιστά με το δικό της και σηκώνει τα λεφτά από την τράπεζα. Αφού τεμαχίσει το πτώμα και το θάψει, θα στείλει το μυθιστόρημα στον πρώτο εκδοτικό οίκο της λίστας και θα ταξιδέψει με την καλύτερη της φίλη στην Ισπανία. Μακριά από τη μουντή ατμόσφαιρα της Σκοτίας και κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Μεσογείου, το βλέμμα της Μόρβερν θα παραμείνει το ίδιο κενό, το ίδιο παγωμένο και το ίδιο αδιαπέραστο, ακόμα κι όταν λάβει ένα υπέρογκο ποσό για την έκδοση του βιβλίου και ξεκινήσει μόνη της πλέον μια νέα πορεία.
Βγαλμένο από τις σελίδες του ομότιτλου μυθιστορήματος του Αλαν Γουόρνερ, το «Morvern Callar» δεν εξηγεί ποτέ τα κίνητρα της κεντρικής του ηρωίδας, παρά παραδίδεται στην παράλογη γοητεία της. Είναι η συμπεριφορά της Μόρβερν συνέπεια του σοκ της αυτοκτονίας, η εκδίκησή της για την απονενοημένη (αλλά και τόσο εγωιστική) πράξη του φίλου της, μια ιδιόμορφη εκδήλωση του πένθους της ή απλά η στυγνή κι αμοραλιστική εκμετάλλευση της ευκαιρίας που ανοίγεται μπροστά της να αλλάξει ζωή; Ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία, χωρίς όμως να είναι ποτέ σίγουρος για τη βεβαιότητα της απάντησής του, καθώς η ταινία της Ράμσεϊ αψηφά οποιοδήποτε ρασιοναλισμό και ακολουθεί, υπνωτισμένη θαρρείς, μαζι με το θεατή, την πορεία της πρωταγωνίστριάς της.
Η διαδρομή της από το πρώτο κοντινό πλάνο, ξαπλωμένη δίπλα στο νεκρό της σύντροφο, μέχρι το τελευταίο, χαμένη μέσα στους παραμορφωτικούς φωτισμούς ενός κλαμπ, δεν έχει καμία δραματουργική τελεολογία. Αυτό που ενδιαφέρει την Ράμσεϊ είναι η καταγραφή της πορείας της χωρίς συναισθηματική εμπλοκή και ηθικές κρίσεις για τις πράξεις της. Κινηματογραφεί τους νεκρούς χρόνους και τα λιγοστά της λόγια και προσεγγίζει με μια αντονιονική αποστασιοποίηση την αποξένωσή της όχι μόνο από τους άλλους, μεταξύ των οποίων την καλύτερή της φίλη, αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό.
Το βλέμμα της Μόρβερν Κάλαρ αντικατοπτρίζει ένα αβυσσαλέο κενό, μια υπαρξιακή απάθεια τρομακτική κι ελκυστική ταυτόχρονα. Η διαδρομή της από το πρώτο κοντινό πλάνο, ξαπλωμένη δίπλα στο νεκρό της σύντροφο, μέχρι το τελευταίο, χαμένη μέσα στους παραμορφωτικούς φωτισμούς ενός κλαμπ, δεν έχει καμία δραματουργική τελεολογία. Αυτό που ενδιαφέρει την Ράμσεϊ είναι η καταγραφή της πορείας της χωρίς συναισθηματική εμπλοκή και ηθικές κρίσεις για τις πράξεις της. Κινηματογραφεί τους νεκρούς χρόνους και τα λιγοστά της λόγια και προσεγγίζει με μια αντονιονική αποστασιοποίηση την αποξένωσή της όχι μόνο από τους άλλους, μεταξύ των οποίων την καλύτερή της φίλη, αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Παραφράζοντας τον τίτλο της τελευταίας ταινίας της σκηνοθέτη, η Μόρβερν δεν είναι πραγματικά πότε εκεί, αλλά μοιάζει να προσγειώνεται in medias res στις ίδιες της τις πράξεις.
Tο σκότος της Σκοτίας και το φως της Ισπανίας, σε πλήρη αντίστιξη μεταξύ τους, αναδεικνύουν μέσα από τα καδραρίσματα του διευθυντή φωτογραφίας Άλγουιν Κίχλερ έναν κόσμο ρεαλιστικά απτό και ταυτόχρονα απροσπέλαστο, ειναι, όμως, στη χρήση της μουσικής, του ήχου και κυρίως των σιωπών που η Ράμσεϊ καταφέρνει να αντηχήσει την κατακερματισμένη κι αλλοτριωμένη απόπειρα συντονισμού της Μόρβερν Κάλλαρ με μια πραγματικότητα που μοιάζει να της διαφεύγει. Το mixtape του νεκρού συντρόφου μέσα από τα ακουστικά του walkman της, όχι μόνο τη στοιχειώνει σε όλη τη διαδρομή της, αλλά μέσα από τον ηχητικό παροξυσμό του Aphex Twin, την ambient υπερβατικότητα των Boards of Canada και τη μελωδική νοσταλγία των The Mamas and the Papas αναδεικνύεται σε εργαλείο προσέγγισης της αινιγματικής ψυχοσύνθεσης της.
Oλα, όμως, τα παραπάνω δε θα είχαν κανένα απολύτως νόημα χωρίς την παρουσία της σαρωτικής Σαμάνθα Μόρτον, η οποία στον ομώνυμο ρόλο και πίσω από ένα φαινομενικά ανέκφραστο πρόσωπο κι ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα, υπονοεί και προσθέτει επίπεδα ανάγνωσης, που μετατρέπουν την ερμηνεία της στο παλίμψηστο του νιχιλισμού μιας ανερμάτιστης γενιάς στην αυγή μιας νέας χιλιετίας. Η Μόρτον ξεπερνά αριστοτεχνικά την ηθική ασυδοσία του χαρακτήρα που υποδύεται και τη μεταμορφώνει σε κάτι βαθύτερο, εφιαλτικά σκοτεινό κι αφοπλιστικά ανθρώπινο, μια πρωτεϊκή ανάγκη για επιβίωση. Η Μόρβερν Κάλαρ θέλει να ζει. Και τίποτε άλλο.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν