H νουβέλ βαγκ δεν εμφανίστηκε στο κινηματογραφικό στερέωμα με μια έκρηξη, αλλά με έναν ψίθυρο. Κι αν στη συνείδηση των περισσότερων είναι τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουα Τριφό (το 1959) και το «Με Κομμένη την Ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (το 1960) οι ταινίες με τις οποίες η σινεφίλ παρέα των Cahiers du Cinema κήρυξε την επανάσταση, η αλήθεια είναι ότι η αρχή έγινε το 1958 με τον «Ωραιο Σέργιο», την πρώτη ταινία του (γεννημένου σαν σήμερα το 1930) Κλοντ Σαμπρόλ, η οποία θεωρείται η απαρχή του κινήματος που έμελλε να αλλάξει ριζικά τον γαλλικο κι όχι μόνο κινηματογράφο.
Ο Σαμπρόλ ήταν ήδη φανατικός θαμώνας της θρυλικής Ταινιοθήκης του Παρισιού του Ανρί Λανγκλουά και μέλος της συντακτικής ομάδας των Cahiers, όταν αποφάσισε σε ηλικία 27 ετών να περάσει πίσω από την κάμερα και να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία, για τη χρηματοδότηση της οποίας βασίστηκε στην κληρονομιά από την οικογένεια της πρώτης του συζύγου. Hταν μάλιστα ο πρώτος από την παρέα των Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Ζακ Ριβέτ και Ερίκ Ρομέρ που κατάφερε να μετουσιώσει έμπρακτα τις απόψεις και το συλλογικό αίτημα των συντακτών του περιοδικού για ένα νέο, ζωντανό κι απαλλαγμένο από τον ακαδημαϊσμό γαλλικό σινεμά.
Με τη νεοσύστατη, ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής του AJYM Films (η οποία είχε χρηματοδοτήσει προηγουμένως το μικρού μήκους «Le Coup de Berger» του Ζακ Ριβέτ το 1956), ο Σαμπρόλ σκόπευε αρχικά να πραγματοποιήσει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Les Cousins» (Τα Ξαδέρφια), το οποίο διαδραματιζόταν στο Παρίσι και το οποίο τελικά θα γινόταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, προτίμησε όμως για αρχή τον «Ωραίο Σέργιο», επειδή τα γυρίσματα στη γενέτειρά του Σαρντέν, ένα χωριό στην κεντρική Γαλλία, συνεπάγονταν χαμηλότερο κόστος κι επειδή ο σκηνοθέτης είχε περισσότερη οικειότητα με το χώρο και τους κατοίκους. Το τελικό αποτέλεσμα, ιδωμένο σήμερα, με χρονική απόσταση εξήντα ετών και γνώση όσων θαυμαστών ή μη ακολούθησαν, εντυπωσιάζει ποικιλοτρόπως, τόσο λόγω της ωριμότητας με την οποία προσέγγισε ο νεότατος σκηνοθέτης το θέμα του, αλλά κυρίως με την υποδόρια, σε αντίθεση με τα πρωτόλεια των άλλων μελών της νουβέλ βαγκ, ριζοσπαστικότητά του.
Ο τίτλος της ταινίας είναι προπομπός αυτής της επαναστατικότητας. Κεντρικός ήρωας δεν είναι ο ωραίος Σέργιος (όπως εξελληνίστηκε το πρωτότυπο Σερζ) του ειρωνικού τίτλου, αν και όλη η ταινία περιστρέφεται ουσιαστικά γυρω από αυτόν, αλλά ο Φρανσουά, ένας νεαρός και φυματικός αστός που επιστρέφει από το Παρίσι στο Σαρντέν, όπου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια, μετά από μια μακρινή απουσία δέκα χρόνων. Στο ερημικό και παρηκμασμένο χωριό ο Φρανσουά θα συναντήσει παλιούς γνώριμους και συμμαθητές, το ενδιαφέρον του όμως θα επικεντρωθεί στον παιδικό του φίλο Σέργιο, ο οποίος παρά την πολλά υποσχόμενη καριέρα του αρχιτέκτονα για την οποία προοριζόταν, έχει γίνει τελικά ένας πικρόχολος και μέθυσος οδηγός φορτηγού. Ο Φρανσουά θα πληροφορηθεί ότι ο Σέργιος αναγκάστηκε να μείνει στο Σαρντέν λόγω της εγκυμοσύνης της φίλης του Ιβόν, την οποία τελικά παντρεύτηκε, ενώ ο θάνατος του νεογέννητου παιδιού τους τον ώθησε ακόμη περισσότερο στην απελπισία και στον αλκοολισμό. Τώρα που η Ιβόν είναι για δεύτερη φορά έγκυος και ο Σέργιος είναι παραλυμένος μπροστά στον φόβο μιας ακόμα τραγωδίας, ο Φρανσούα θα προσπαθήσει εμμονικά και με πείσμα οσιομάρτυρα να βοηθήσει τον παιδικό του φίλο να ορθοποδήσει, η κατάσταση όμως θα δυναμιστιστεί περισσότερο από την παρουσία της Μαρί, μικρότερης αδερφής της Ιβόν, και του επίσης μέθυσου πατέρα τους και πεθερού του Σέργιου, Γκλομό, αλλά και από την άρνηση του ίδιου του Σέργιου να σωθεί.
Αυτό που στα χέρια ενός εκπροσώπου της Παράδοσης της Ποιότητας, όπως είχαν βαφτίσει σκωπτικά οι συντάκτες των Cahiers όλους τους Γάλλους ακαδημαϊκούς σκηνοθέτες της εποχής τους, θα ήταν μια μελοδραματική, αγροτική ηθογραφία, μετατρέπεται από τον Σαμπρόλ σε κάτι αναζωογονητικά πιο νατουραλιστικό και άμεσο, ελλειπτικό κι ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις κι ερμηνείες ταυτόχρονα.
Ο Σαμπρόλ δεν είχε την φιλοδοξία να διαρρήξει τους δεσμούς με το παραδοσιακό σινεμά της εποχής του, αλλά ήθελε περισσότερο να το υπονομεύσει εκ των έσω, επαναδιατυπώνοντας τις σημειολογικές κι αφηγηματικές δομές του κι αναδεικνύοντας την “κινηματογραφικότητά” του, μακριά από τις θεατρικές και λογοτεχνικές επιρροές της παλαιάς σχολής.
Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον φυσικό φωτισμό στον οποίο επιμένει ο Σαμπρόλ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα κι (ειδικά) όταν το σκοτάδι κάνει ελάχιστα ορατό το κάδρο. Με τη βοήθεια του Ανρί Ντεκέ, διευθυντή φωτογραφίας σε μερικές από τις πιο εμβληματικές γαλλικές ταινίες του προηγούμενου αιώνα (μεταξύ αυτών και στα «400 Χυπήματα»), ο Σαμπρόλ έδωσε μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής φυσικότητα κι αμεσότητα στο τοπίο της γαλλικής επαρχίας, το οποίο απογύμνωσε από την μέχρι τότε ειδυλλιακή κινηματογραφική του απεικόνιση. Το Σαρντέν του Σαμπρόλ μοιάζει ερημικό, αφιλόξενο και άγριο, στοιχειωμένο από τα νεκρά όνειρα των κατοίκων του. Αυτή η αίσθηση της ερημιάς κορυφώνεται οργανικά με τα αντιστικτικά πλάνα των ηλικιωμένων κατοίκων και της ομάδας των λιγοστών παιδιών που παίζουν ανέμελα στο δρόμο.
Μέσα σ’ αυτό το απομονωμένο από τον έξω κόσμο περιβάλλον, η άφιξη του Φρανσουά και η πεισματική του προσπάθεια να αλλάξει τη ζωή του φίλου του αποκτά μεσσιανικές διαστάσεις και προσδίδει στην ταινία ένα έντονο θρησκευτικό υπόβαθρο, το οποίο υπογραμμίζεται διαρκώς, τόσο από την άδεια εκκλησία της περιοχής και την παραίτηση του καθολικού ιερέα από την προσπάθεια να βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων του χωριού, όσο και από την παλαιότερη φιλοδοξία του Φρανσουά να γίνει ιερέας, και κορυφώνεται στην ανοιχτή τελική σκηνή της ταινίας, στην οποία ο Φρανσουά, ως άλλως σύγχρονος άγιος καταρρέει και θυσιάζεται (:) για τη σωτηρία του φίλου του. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε αργότερα πως η ταινία αυτή ήταν ο αποχαιρετισμός του στον καθολικισμό, με τον οποίο μεγάλωσε, αν και η μεταβίβαση της ενοχής και οι εγκληματικές της παρενέργειες τον ακολούθησαν ως θεματικές και στο υπόλοιπο έργο του.
Χωρίς την αφηγηματική αυστηρότητα των αριστοτελικών προτύπων της ακαδημαϊκής κινηματογράφησης, η ρευστότητα του «Ωραίου Σέργιου» ανοίγει διαστάσεις για ποικίλες ερμηνείες. Η αμφισημία της σχέσης του Φρανσουά με τον Σέργιο (το παρελθόν της σχέσης τους παραμένει αδιευκρίνιστα ομιχλώδες σε όλη τη διάρκεια της ταινίας) θα μπορούσε άνετα να ερμηνευτεί ψυχαναλυτικά κι ως καταπιεσμένος ομοερωτισμός, ενώ οι ερμηνείες των Ζαν Κλοντ Μπριαλί και Ζεράρ Μπλεν στους ρόλους του Φρανσουα και του Σέργιου αντίστοιχα, διαθέτουν μια μεταειρωνική σοβαρότητα που μπορεί να αναγνωστεί κι ως ένα σατιρικό κλείσιμο του ματιού από τον σκηνοθέτη. Το θέμα της ταινίας, εξάλλου, λειτουργεί αναστοχαστικά κι ως σχόλιο για την ίδια την απόπειρα της νουβέλ βαγκ να σώσει και να δώσει ζωή στο βαλτωμένο και νεκρό τοπίο της γαλλικής κινηματογραφίας. Το μωρό που σαν από θαύμα γεννιέται στο τέλος ίσως είναι η ίδια η ανάσταση του κινηματογραφικού μέσου.
Ο «Ωραίος Σέργιος» αντιμετωπίζεται σήμερα ως μια ιστορικής σημασίας ταινία, αλλά μάλλον αναμενόμενα δεν είχε μεγάλη εμπορική απήχηση στην εποχή του, αν και χαιρετίστηκε - από τους υπόλοιπους κριτικούς των Cahiers du Cinema κυρίως - ως ένα ώριμο σκηνοθετικό ντεμπούτο. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες ο Σαμπρόλ θα γύριζε και το «Les Cousins», το οποίο έκανε σαφώς μεγαλύτερη αίσθηση και το οποίο λειτουργεί ως ιδανικό double bill με τον «Ωραίο Σέργιο», κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίο το ένα έργο αποτελεί a contrario ανάγνωση του άλλου. Στα επόμενα χρόνια, η υπόλοιπη παρέα των Cahiers θα ανέτρεπε τα πάντα με το σαρωτικό Νέο Κύμα κι ο Κλοντ Σαμπρόλ θα έγραφε τη δική του πολυσχιδή κι άνιση ιστορία με τη σαρδόνια μελέτη των εγκληματικών ηθών της μπουρζουαζίας.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς