Τον έχουν αποκαλέσει Πάπα του Τρας, Πρίγκιπα του Εμετού, Βασιλιά του Κακού Γούστου. Του έχουν κάνει αφιερώματα οι ταινιοθήκες και τα κινηματογραφικά φεστιβάλ που (δεν) σέβονται τον εαυτό τους και παραμένει ακόμα και σήμερα ο αγαπημένος των μεταμεσονύχτιων προβολών σε όλο τον κόσμο. Η ετήσια λίστα του με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς στο (βαρυσήμαντο) art forum κάνει όλες τις υπόλοιπες να ωχριούν. Eχει διατελέσει μέλος της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ του Σάντανς και στο RuPaul’s Drag Race. Κι αυτά είναι μόλις ελάχιστα από τα κατορθώματα του θρυλικού πλέον Τζον Γουότερς, που κλείνει σήμερα τα 72 του χρόνια.
Το «Multiple Maniacs» ήταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γουότερς και συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του μύθου του. Γυρισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 70 και απαγορευμένο, λογοκριμένο, δυσεύρετο ή απλώς απρόβλητο στην ολοκληρωμένη του μορφή σε πολλές χώρες για δεκαετίες, είναι πλέον διαθέσιμο σε πλήρη δόξα κι ακριβώς όπως το οραματίστηκε ο δημιουργός του στην οριστική έκδοση της περισπούδαστης Criterion Collection, η οποία τολμηρά αλλά κι απολύτως δικαιολογημένα ενέταξε αυτό το αριστουργηματικό ανοσιούργημα στον κανόνα της.
Στην αγαπημένη του γενέτειρα Βαλτιμόρη, την πόλη που ο ίδιος απαθανάτισε στον κινηματογραφικό χάρτη κι ανέδειξε ως πεδίο δράσης όλως των δημιουργιών του, ο Γουότερς δανείστηκε 5000 δολάρια από τον πατέρα του και μια κάμερα από έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό και με τη βοήθεια της ατρόμητης παρέας του, όλοι μέλη και γνωστές ή ακόμα και διαβόητες φιγούρες της underground gay σκηνής της περιοχής, έστησε την Dreamland Productions, την εταιρεία παραγωγής του στην οποία είχε φυσικά τον απόλυτο δημιουργικό έλεγχο και με την οποία έκανε το μοναδικό του όραμα πραγματικότητα.
Ο,τι κι αν γράψει κανείς για το «Multiple Maniacs» είναι λίγο μπροστά στην εμπειρία της θέασης του για πρώτη (ή ακόμα και για πολλοστή) φορά, αφού από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή ο Γουότερς στήνει μια άνευ προηγουμένου (ειδικά για τα δεδομένα του 1970) επίθεση σε κάθε έννοια κοσμιότητας, ηθικής, αισθητικής και καλού γούστου και σε όλα τα ταμπού της αμερικανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, η οποία βρίσκει τον θεατή κυριολεκτικά απροετοίμαστο.
Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας η «Πομπή των Διαστροφών της Λέιντι Ντιβάιν», «το πιο σιχαμένο θέαμα στον κόσμο», υποδέχεται τους ανυποψίαστους θεατές και τους ακόμα πιο ανυποψίαστους περαστικούς σε ένα πάρκο της Βαλτιμόρης. Ανάμεσα στα δωρεάν αξιοθέατά του και στις «πιο σκανδαλώδεις παραβιάσεις των φυσικών νόμων του πολιτισμένου κόσμου», δύο εθισμένοι στο να μυρίζουν τριχωτές γυναικείες μασχάλες, ένα τζάνκι που βρίσκεται σε παραλήρημα λόγω στέρησης, κάποιος άλλος που ερωτοτροπεί με μια χρησιμοποιημένη σέλα ποδηλάτου, ένας που τρώει τον εμετό του και φυσικά «δύο πραγματικοί ομοφυλόφιλοι που φιλιούνται μεταξύ τους!», κι όλα αυτά μπροστά στην κάμερα και με μια ωμή, ανυπόκριτη διάθεση πρόκλησης. Τίποτα, όμως δε συγκρίνεται με την εμφάνιση της κύριας ατραξιόν αυτού του αλησμόνητου θεματικού πάρκου, την ντίβα Ντιβάιν, η οποία μετά από μια απαραίτητη κρίση μεγαλομανίας στο παρασκήνιο, εμφανίζεται μπροστά στο ήδη αποσβολωμένο κοινό για να το ληστέψει με ένα πιστόλι, το οποίο δε διστάζει να χρησιμοποιήσει.
Κι αυτό είναι μόνο η αρχή, καθώς θα ακολουθήσει μια σειρά από ανεκδιήγητες και εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες μόνο ακροθιγώς θα υπεισέλθουμε (για να μη στερήσουμε από κανέναν το σοκ της πρώτης θέασης) και θα αρκεστούμε μόνο στο να πούμε ότι περιλαμβάνουν γυμνό, ναρκωτικά, εκβιασμούς, δολοφονίες, βιασμούς (έναν ομαδικό, όπου στο τέλος εμφανίζεται ένας άγγελος και έναν από έναν γιγαντιαίο αστακο, όπου το αγαπημένο κι εύγευστο μαλακόστρακο συνάντησε για πρώτη φορά την κινηματογραφική υστεροφημία που του άξιζε, δεκαετίες πριν από την ταινία του Λάνθιμου) και ίσως την πιο βλάσφημη ερωτική σκηνή στην κινηματογραφική ιστορία, όπου η Ντιβάιν κάνει λεσβιακό ψωνιστήρι μέσα σε μια καθολική εκκλησία και δέχεται στα πιο ιδιαίτερα κι απόκρυφα σημεία της ένα ροζάριο.
«Εχω βιαστεί ξανά, αλλά ποτέ με τόσο αφύσικο και άγριο τρόπο», θα πει η μούσα του Τζον Γουότερς στα μισά της ταινίας (χωρίς να ξέρει τι την περιμένει στη συνέχεια) και κάπως έτσι θα πρέπει να αισθάνθηκε (και να αισθάνεται ακόμα) η αισθητική πολλών θεατών μετά το «Multiple Maniacs». Σε μια εποχή νέας πολιτικής ορθότητας, στην οποία, ωστόσο, το σοκ έχει εκφυλιστεί από τη reality τηλεόραση, η ταινία του Τζον Γουότερς παραμένει μισό αιώνα μετά επαναστατική, αιρετική, αλλά και αθώα, με την ίδια αφέλεια που χαρακτηρίζει κάθε επανάσταση.
Με τόλμη που ακόμα και σήμερα φαντάζει πρωτόγνωρη και με διάθεση να βγάλει γλώσσα και να υψώσει το μεσαίο δάχτυλο σε όλες τις συμβάσεις της εποχής του, ο Γουότερς ανέδειξε αμετάκλητα το τρας ως μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και αντίστασης και δημιούργησε ένα (ολότελα δικό του ) σινεμά βεριτέ, στο οποίο εμφύσησε όχι μόνο την ανόθευτη (γι’ αυτό και τόσο ειλικρινή) αγάπη του για το περιθωριακό, το αντισυμβατικό και για κάθε είδους διαστροφή, αλλά και τη σινεφιλία του (οι επιρροές από τη νουβέλ βαγκ και το σινεμά του Τζον Κασσαβέτη και του Αντι Γουόρχολ είναι εμφανείς σε όποιον αναγνώσει κάτι παραπέρα από το φτηνό σοκ) και τη σαρδόνια διακειμενικότητά του (οι σοφά τοποθετημένες αφίσες του «Θεωρήματος» του Πιερ Πάολο Παζολίνι και του «Cul- de-sac» του Ρομάν Πολάνσκι μαρτυρούν τις εκλεκτικές συγγένειες του έργου του).
Αρωγός του Γουότερς σ’ αυτή την ξέφρενη πορεία, η οποία θα έβρισκε το αποκορύφωμά της στο «Pink Flamingos» δύο χρόνια μετά και θα συνεχιζόταν με τα «Female Trouble», «Desperate Living», «Polyester» και «Hairspray», ήταν η πιστή ομάδα των Dreamlanders του, μια κολλεκτίβα από όχι τόσο ηθοποιούς, όσο οριακές προσωπικότητες, οι οποίες λίγο έως πολύ ενσάρκωναν τους εαυτούς τους στη μεγάλη οθόνη και ακολουθούσαν πιστά το τρικυμιώδες όραμα του σκηνοθέτη. Κορυφαία ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν φυσικά η θεότητα Ντιβάιν, για την οποία μάλλον δε χρειάζεται να πούμε ότι στο Multiple Maniacs παραδίδει μια από τις πιο τρομακτικές, σαρωτικές, ολοκληρωτικές κι ολοκληρωμένες ερμηνείες της, γεμίζοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά την οθόνη με τη μοναδικότητα, το χάρισμα και το ταλέντο της.
«Έχω βιαστεί ξανά, αλλά ποτέ με τόσο αφύσικο και άγριο τρόπο’», θα πει η μούσα του Γουότερς στα μισά της ταινίας (χωρίς να ξέρει τι την περιμένει στη συνέχεια) και κάπως έτσι θα πρέπει να αισθάνθηκε (και να αισθάνεται ακόμα) η αισθητική πολλών θεατών μετά το «Multiple Maniacs». Σε μια εποχή νέας πολιτικής ορθότητας, στην οποία, ωστόσο, το σοκ έχει εκφυλιστεί από τη reality τηλεόραση, η ταινία του Τζον Γουότερς παραμένει μισό αιώνα μετά επαναστατική, αιρετική, αλλά και αθώα, με την ίδια αφέλεια που χαρακτηρίζει κάθε επανάσταση.
Κι αν ο δημιουργός της αντιμετωπίζεται πλέον ως μια σεβάσμια φιγούρα της παγκόσμιας κινηματογραφικής σκηνής κι έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στη συγγραφή και στο stand-up comedy, καθιστώντας μάλλον απίθανη την επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη με κάτι εξίσου ριζοσπαστικό, εμείς τον ευχαριστούμε βαθύτατα για όσα βέβηλα μας προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει και του ευχόμαστε να διοχετεύει για πολλά χρόνια ακόμα το σπινθηροβόλο πνεύμα του σε όποια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης κρίνει αυτός πως του ταιρίαζει. Χρόνια πολλά, Τζον Γουότερς.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν