H χθεσινή βράβευση του Χιροκάζου Κόρε-Eντα με τον Χρυσό Φοίνικα για το «Shoplifters» ήταν το αποκορύφωμα της καριέρας του πενηνταπεντάχρονου Ιάπωνα σκηνοθέτη και η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής διάκριση για το διακριτικό και χαμηλόφωνο σινεμά του, το οποίο εδώ και τρεις δεκαετίες δεν παύει να συγκινεί και να αιχμαλωτίζει την καρδιά του θεατή με τη λιτότητα, τη σοφία και τη διάυγεια της ματιάς του δημιουργού του, αρετές που είχαν γίνει αμέσως αντιληπτές από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1995 με το συγκλονιστικό μέσα στην απλότητά του «Maborosi», το οποίο είχε βρεθεί στο Διαγωνιστικό Τμήμα του φεστιβάλ της Βενετίας εκείνης της χρονιάς και στέκει ακόμα και σήμερα ως μία από τις κορωνίδες της πλούσιας φιλμογραφίας του.
Στην εναρκτήρια σκηνή ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, η Γιουμίκο, ψάχνει τη γιαγιά του που έχει φύγει απροειδοποίητα από την οικογενειακή εστία στην Οσάκα. Όταν θα την ανακαλύψει σε μία γέφυρα στην έξοδο της πόλης, η ηλικιωμένη γυναίκα θα της ανακοινώσει ότι πηγαίνει στη γενέτειρά της για να αφήσει εκεί την τελευταία της πνοή. Το βράδυ της ίδιας μέρας, επιστρέφοντας από τη γέφυρα όπου είδε για τελευταία φορά τη γιαγιά της η Γιουμίκο θα γνωρίσει ένα συνομήλικό της αγόρι, τον Ίκουο. Στην αμέσως επόμενη σκηνή η Γιουμίκο είναι πλέον ενήλικη, παντρεμένη με τον Ίκουο και μητέρα ενός νεογέννητου παιδιού. Αυτό που προηγήθηκε δεν ήταν παρά ένα όνειρό της, το οποίο αφηγείται στον άντρα της κι αυτός την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι δεν είναι η μετενσάρκωση της γιαγιάς της κι ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η ζωή όμως έχει τη δική της ανεξήγητη και τραγική νομοτέλεια και λίγο καιρό μετά ο Ίκουο αυτοκτονεί χωρίς κανέναν απολύτως (φανερό τουλάχιστον) λόγο. Η Γιουμίκο θα μείνει μόνη με το παιδί της προσπαθώντας να καταλάβει. Χρόνια μετά θα ξαναπαντρευτεί από προξενιό και θα μετακομίσει στο Νότο, ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι, κι ενώ εκεί θα αχνοφανούν η ευτυχία και η ασφάλεια μιας ήρεμης ζωής, τα αναπάντητα ερωτήματα για την απώλεια και τον αδόκητο χαμό του πρώτου συζύγου της θα έρθουν ξανά στην επιφάνεια.
Ο Κόρε-Εντα ήταν 33 χρονών κι είχε γυρίσει τέσσερα ντοκιμαντέρ, όταν πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία κι από την εμπειρία του στην τεκμηρίωση κουβαλούσε ήδη τη διεισδυτικότητα της σκηνοθετικής ματιάς του. Αυτό που αποκάλυψε όμως στο γεμάτο αυτοπεποίθηση κι ωριμότητα Maborosi ήταν έναν δημιουργό έτοιμο να βαδίσει στα χνάρια του μεγάλου Ιάπωνα δασκάλου Γιασουτζίρο Όζου και να προσπαθήσει κι αυτός με τη σειρά του μέσα από απλές, καθημερινές ιστορίες να αποκρυπτογραφήσει τον συνδετικό ιστό που υφαίνει την αφηγηματική ροή της ζωής και μπορεί να δώσει εξηγηση στο απροσδόκητο και στο μοιραίο.
Η δραματουργία είναι ισχνή, στα όρια του μινιμαλισμού και με μεγάλες παύσεις που ενδεχομένως (βλέπε σίγουρα) θα κουράσουν τον ανυπόμονο θεατή των εύκολων λύσεων και των υπεραπλουστευτικών επεξηγήσεων, ο Κόρε-Εντα, όμως, όπως κι ο Οζου, a priori δεν απευθύνεται σ’ αυτόν. Το "Maborosi" έχει τον δικό του, βραδύκαυστο εσωτερικό ρυθμό κι αποκαλύπτει ψιθυριστά τα μυστικά του σε όποιον θέλει να τα αφουγκραστεί, όπως κάθε καλλιτεχνικό απόσταγμα της ανατολιτικης (φιλο)σοφίας.»
Γυρισμένη εξολοκλήρου με φυσικό φωτισμό, η ταινία του Κόρε-Εντα αποκάλυψε για πρώτη φορά τον πλούτο του οπτικού του λεξιλογίου και τη δύναμη της εικονοποιείας του, με πλάνα που παρατηρούν στωικά και δεν παρεμβαίνουν, αντοκατοπτρίζουν, όμως, διαρκώς την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων του και καταγράφουν το συναισθηματικό τους ταξίδι και τις παλινδρομήσεις του. Στο ταξίδι της Γιουμίκο μέσα στην υπαρξιακή ασάφεια που προκάλεσε ο χαμός του συζύγου της, οι σκούροι τόνοι κυριαρχούν στο πρώτο μέρος κι αποπνέουν τον ζόφο και το τέλμα της απώλειας και της ενοχής, ενώ σταδιακά το φως κάνει την ελπιδοφόρα εμφάνισή του για να χαθεί και πάλι μέσα στα αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα και στην αμφιθυμία του πένθους, μέχρι να εμφανιστεί ξανά. Η μετάβαση από το αφιλόξενο αστικό τοπίο, στο οποίο η Γιουμίκο ασφυκτιά και δεν έχει θέση, στην αγκαλιά της φύσης, όπου όλα θα αποκτήσουν το δικό τους νόημα, αποκτά το χαρακτήρα μιας ελεγειακής τελετουργίας, την οποία ο Κορε-Εντα καταγράφει μεθοδικά και με μια ιδιαίτερα συμβολική τελεολογία.
Ιδανική συνοδοιπόρος του Κόρε-Εντα και αρωγός στην ακρίβεια και στην εμβρίθεια της καταγραφής αυτού του ταξιδιού, ήταν η πρωταγωνίστριά του, Μακίκο Εσούμι, πρώην βολεϊμπολίτρια και φωτομοντέλο, στον πρώτο της μάλιστα μεγάλο ρόλο, η οποία με τα παγωμένα χαρακτηριστικά του ασύμμετρα γεωμετρικού προσώπου της και με την ψηλόλιγνη κι ευθυτενή της παρουσία περιφέρεται αρχικά σαν φάντασμα μέσα στην ίδια της τη ζωή, ένας αντικατοπτρισμός (αυτό άλλωστε σημαίνει Maborosi στα ιαπωνικά) του εαυτού της, που ανακαλύπτει ότι σε κάποιες ερωτήσεις δεν έχει σημασία η απάντηση, αλλά η ίδια η δύναμη των ερωτήσεων.
Ο Χιροκάζου Κορε-Eντα συνέχισε την κινηματογραφική του καριέρα εστιάζοντας με την κάμερά του πιο κοντά στα πρόσωπα των ηρώων του και καταγράφοντας τις μικρές ή μεγάλες στιγμές της καθημερινότητάς τους. Το «Maborosi» παραμένει ένα οπτικό ποίημα, με τη λυρική δύναμη του οποίου αξίζει να ξεκινήσει κανείς το ταξιδι στη φιλμογραφία του.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα