Η ανακοίνωση του προγράμματος του 71ου Φεστιβάλ των Καννών προκάλεσε αίσθηση με την απουσία πολλών τρανταχτών ονομάτων από τα δύο επίσημα διαγωνιστικά του τμήματα και την προτεραιότητα που δόθηκε (επιτέλους) σε νέους δημιουργούς, οι οποίοι κατάφεραν με τις προηγούμενες ταινίες τους να ξεχωρίσουν στο φεστιβαλικό κύκλωμα και να αφήσουν υποσχέσεις για μια εξίσου δυνατή συνέχεια. Ο Κινέζος Μπι Γκαν συγκατελέγεται αδιαμφισβήτητα ανάμεσα σ’ αυτούς, καθώς πριν από τρία χρόνια και σε ηλικία 26 μόλις ετών συστήθηκε με ένα ονειρικό και (το λιγότερο) εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο, το «Kaili Blues», το οποίο κερδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψεις ένα έργο τόσο ελλειπτικό και ταυτόχρονα τόσο ολοκληρωμένο, μέσα στο ολότελα δικό του εσωστρεφές σύμπαν, κι η δυσκολία ξεκινά ήδη από τον μάλλον αμήχανο διεθνή του τίτλο, ο οποίος επικεντρώνεται στην πόλη, όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, το Καϊλί, τοποθετημένο κάπου στην ορεινή επαρχία του Γκουιζού της νότιας Κίνας. Ο πρωτότυπος τίτλος της, ωστόσο, είναι Πικ Νικ στη Άκρη του Δρόμου, όπως ακριβώς ονομαζεται και η ποιητική συλλογή του σκηνοθέτη, αποσπάσματα της οποίας ακούγονται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, υπαγορεύοντας ουσιαστικά το ρυθμό της, κι όπως ακριβώς ονομαζόταν και το βιβλίο των Μπόρις και Αρκάντι Στρουγκάτσκι που ενέπνευσε τον Αντρέι Ταρκόφσκι για το δικό του «Στάλκερ», μια όχι τυχαία διακειμενική λεπτομέρεια που βοηθά στην αποκωδικοποίηση του συνολικού οράματος του σκηνοθέτη.
Σ’ αυτή την ασήμαντη γωνιά της αχανούς χώρας, λοιπόν, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και ξεκίνησε την καριέρα του κινηματογραφώντας γάμους, ο πρωταγωνιστής της ταινίας Τσεν διευθύνει μια κλινική μαζί με μια ηλικιωμένη γιατρό. Μέσα από τις σποραδικές στιχομυθίες του τόσο με τη συνάδερφό του, όσο και με τον ετεροθαλή αδερφό του, αναφύονται σταδιακά λεπτομέρειες για τη ζωή και το παρελθόν του. Ο Τσεν, εκτός από γιατρός και ποιητής, ήταν στο παρελθόν μέλος μιας συμμορίας και έχει εκτίσει ποινή εννιά χρόνων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για ένα έγκλημα που διέπραξε ο αρχηγός της συμμορίας.
Στη διάρκεια της κάθειρξης του η άρρωστη γυναίκα του τον χώρισε λίγο πριν πεθάνει, ενώ ο αδερφός του, μικροεγκληματίας και ο ίδιος, παραμελεί συστηματικά τον γιο του, τον μικρό Γουέι Γουέι. Όταν η ηλικιωμένη γιατρός ζητήσει από τον Τσεν να επισκεφτεί τη γειτονική πόλη, όπου αργοπεθαίνει ένας παλιός της έρωτας, για πραγματοποιήσει εκ μέρους της μια παλιά της υπόσχεση, και ο αδερφός του τού αποκαλύψει ότι παράτησε τον γιό του, στα χέρια του αρχηγού της παλιάς τους συμμορίας στην ίδια πόλη, επειδή θέλει λόγω χρεών να εγκαταλείψει το Καϊλί και δεν μπορεί να τον πάρει μαζί του, ο Τσεν θα πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στο γειτονικό Ζενγιουάν, όπου το παρεθόν, το παρόν και το μέλλον, ατομικό και συλλογικό, θα συγχωνευτούν και θα γίνουν ένα με την ίδια δύναμη των ποιημάτων του.
Η (φαινομενική) αφηγηματική ασάφεια αυτού του κινηματογραφικού γρίφου θα προκαλέσει αναμενόμενα δυσκολίες στον μη εξοικειωμένο με τον κινέζικο κινηματογράφο θεατή, η λυρική κι εικαστική δύναμη του, ωστόσο, αρκεί για να παραδοθεί κανείς αμαχητί στη γοητεία του οράματος του δημιουργού του.
Θυμίζοντας τους μεγάλους κινηματογραφικούς δασκάλους της χώρας του, Χου Χσιάο Χσεν και Τσάι Μινγκ Λιανγκ στον τρόπο που χειραγωγούν την αφηγηματικότητα και την έννοια του χρόνου, αλλά και με αποστομωτική αυτοπεποίθηση για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, ο Μπι Γκαν στήνει ένα σύμπαν γεμάτο από μικρές ή μεγάλες σεναριακές και σκηνοθετικές λεπτομέρειες στο πρώτο μισό της ταινίας, που καλούν διαρκώς το θεατή σε επαγρύπνηση προκειμένου αυτός να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα, τον ανταμείβουν όμως πλουσιοπάροχα στο δεύτερο μέρος, όπου σε ένα αλησμόνητο σαραντάλεπτο μονοπλάνο με κάμερα στο χέρι ο Μπι Γκαν μετατρέπει την ιστορία του πρωταγωνιστή του και του τόπου του σε μια (δι)αχρονική ελεγεία.
Μέσα της καταφέρνει να χωρέσει την αγωνία μιας κοινότητας, που βλέπει τη λαϊκή της παράδοση να αργοπεθαίνει για να δώσει τη θέση της στην αβέβαιη ανοικοδόμηση, κυριολεκτική και μεταφορική, μιας νέας μετακομμουνιστικής χώρας, την υπαρξιακή παλιννόστηση ενός ανθρώπου που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τις ενοχές και τα λάθη της ζωής του, προσπαθώντας να μη μείνει ένας απλός επισκέπτης της, αλλά να ανακαλύψει το συνδετικό ιστό ανάμεσα στις συνέπειες των πράξεων και (κυρίως) των παραλείψεών του, και κυρίως τη σαρωτική κι ανελέητη ορμή του χρόνου, ο οποίος κάνει διαρκώς και μέσα από πολλαπλούς συμβολισμούς εμφανή τη διαβρωτική παρουσία του.
Η (φαινομενική) αφηγηματική ασάφεια αυτού του κινηματογραφικού γρίφου θα προκαλέσει αναμενόμενα δυσκολίες στον μη εξοικειωμένο με τον κινέζικο κινηματογράφο θεατή, η λυρική κι εικαστική δύναμη του, ωστόσο, αρκεί για να παραδοθεί κανείς αμαχητί στη γοητεία του οράματος του δημιουργού του. Η επόμενη ταινία του Μπι Γκαν, με (τον επίσης διακειμενικό) τίτλο «Το Μεγάλο Ταξίδι της Μέρας μέσα στη Νύχτα» και με πρώτη στάση το επερχόμενο Φεστιβάλ των Καννών, θα (απο)δείξει αν αυτό το όραμα είναι ικανό να αφήσει το δικό του στίγμα.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς