Η νέα ταινία του Ντέιβιντ Μισό, «Christy», επιχειρεί κάτι που λίγοι σκηνοθέτες τολμούν στα αθλητικά δράματα: να μετατρέψει την ιστορία μιας πυγμάχου σε μια ωδή για την επιβίωση, την αντοχή και τη γυναικεία ενδυνάμωση. Πίσω από τα φώτα του ρινγκ, ο Μισό αφηγείται την πορεία μιας γυναίκας που έμαθε να παλεύει όχι μόνο απέναντι στους αντιπάλους της, αλλά και απέναντι σε έναν κόσμο που δεν πίστεψε ποτέ ότι είχε θέση εκεί. Και παρότι η ταινία διαθέτει ένταση και δυνατές στιγμές, δεν καταφέρνει πάντα να ξεφύγει από τις γνωστές φόρμες του είδους, αφήνοντας μια γεύση ημιτελούς δύναμης.

Το σενάριο, γραμμένο από τον ίδιο τον Μισό μαζί με τη Μίρα Φόουκς, βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Κρίστι Μάρτιν, της πρώτης γυναίκας που κατάφερε να ξεχωρίσει σε έναν χώρο αποκλειστικά ανδρικό. Η αφήγηση παρακολουθεί την πορεία της από ταπεινά ξεκινήματα, μέσα σε μια συντηρητική και καταπιεστική οικογένεια, μέχρι τη διεθνή αναγνώριση και τελικά την πτώση, όταν ο σύζυγος και προπονητής της μετατράπηκε σε πηγή βίας και φόβου. Ο Μισό επιχειρεί να συνδέσει την πυγμαχία με την προσωπική της πάλη για ελευθερία, παρουσιάζοντας τον αγώνα στο ρινγκ ως αντανάκλαση ενός εσωτερικού πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, το σενάριο πατά συχνά σε γνώριμα μονοπάτια, αναπαράγοντας τη δομή του «ανόδου, πτώσης και λύτρωσης» που έχουμε δει σε δεκάδες βιογραφίες αθλητών, χωρίς εκείνο το βάθος όμως που θα έκανε αυτή την ιστορία πραγματικά ξεχωριστή.

Η σκηνοθεσία του Μισό κινείται ανάμεσα στο ωμό ρεαλισμό και τη συναισθηματική ένταση. Η κάμερα ακολουθεί τη Κρίστι από κοντά, μέσα στις προπονήσεις και στις στιγμές απόγνωσης, χωρίς να προσπαθεί να ωραιοποιήσει τίποτα, με τις σκηνές των αγώνων έχουν ενέργεια και ρυθμό, ενώ τα ενδιάμεσα διαστήματα, γεμάτα σιωπές και βλέμματα, αποκαλύπτουν τις ρωγμές ενός χαρακτήρα που προσπαθεί να σταθεί όρθιος. Εκεί όμως που η σκηνοθεσία εντυπωσιάζει αισθητικά, χάνει κάποιες φορές τη συναισθηματική συνοχή της, καθώς το φιλμ πηγαίνει μπρος-πίσω ανάμεσα στο αθλητικό δράμα και στο προσωπικό ψυχογράφημα χωρίς πάντα να τα δένει αρμονικά, με το αποτέλεσμα είναι άνισο, αν και πάντοτε προσεγμένο.

Η (σχεδόν αγνώριστη εδώ) Σίντνεϊ Σουίνι, στον ρόλο της Κρίστι Μάρτιν, δίνει μία από τις πιο ώριμες και μεστές ερμηνείες της καριέρας της, με τη μεταμόρφωσή της είναι εντυπωσιακή, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Με βλέμμα γεμάτο φόβο και οργή, η Σούινι καταφέρνει να αποδώσει τη διαρκή σύγκρουση μιας γυναίκας που πρέπει να δείχνει δυνατή για να μην καταρρεύσει. Δίπλα της, ο Μπεν Φόστερ υποδύεται με ψυχρή ένταση τον χειριστικό σύζυγο και προπονητή, έναν άνδρα που συνδυάζει την εξουσία με την ανασφάλεια, δημιουργώντας έναν ρόλο που προκαλεί δυσφορία και οίκτο ταυτόχρονα.

Το πιο ουσιαστικό στοιχείο της ταινίας βρίσκεται στο πώς αποκαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στη βία και την επιβίωση. Η Κρίστι δεν είναι απλώς μια αθλήτρια, είναι μια γυναίκα που μάχεται για να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της, να σπάσει τα δεσμά ενός γάμου που την πνίγει και να σταθεί στα πόδια της σε έναν κόσμο που την θέλει σιωπηλή. Ο Μισό δεν αντιμετωπίζει την πυγμαχία ως άθλημα, αλλά ως μεταφορά για την εσωτερική της αντίσταση, όπου μέσα από τα χτυπήματα, τη σωματική εξάντληση και τις πληγές, η ηρωίδα βρίσκει τρόπο να ξαναχτίσει τον εαυτό της. Εκεί βρίσκεται και η μεγαλύτερη δύναμη του φιλμ, ακόμη κι αν η αφήγηση δεν αγγίζει πάντα το βάθος που υπόσχεται.

Στο τέλος, το «Christy» δεν σε κερδίζει με νοκ άουτ, αλλά στα σημεία. Είναι μια ταινία για την ανθεκτικότητα, για τη στιγμή που μια γυναίκα αποφασίζει να σηκωθεί ξανά, όχι για να αποδείξει κάτι στους άλλους, αλλά για να μπορέσει επιτέλους να σταθεί απέναντι στον εαυτό της. Μια ιστορία που δεν μιλά μόνο για την πυγμαχία, αλλά για τη βία που μπορεί να φωλιάζει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, αλλά και για τη δύναμη που χρειάζεται για να τη νικήσεις.