Ο Εντγκαρ Ράιτ ήταν πάντα ένας σκηνοθέτης με ξεκάθαρη υπογραφή. Από το «Shaun of the Dead» μέχρι το «Baby Driver», κάθε ταινία του είχε αυτή τη χαρακτηριστική ζωντάνια: ρυθμό, ευρηματική σκηνοθεσία και μια παιχνιδιάρικη σχέση με τη μουσική. Οταν ανακοινώθηκε ότι θα αναλάβει τη νέα εκδοχή του «The Running Man» του Στίβεν Κινγκ (τη δεύτερη μετά από την ταινία του 1987, με πρωταγωνιστή τον Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ), πολλοί φαν του περίμεναν κάτι φρέσκο, ανατρεπτικό, κάτι με το γνωστό του στυλ. Τελικά όμως, η ταινία που φτάνει στις αίθουσες μοιάζει να έχει χάσει εκείνη τη σπίθα που έκανε τον Ράιτ τόσο ξεχωριστό. Είναι μια καλοφτιαγμένη παραγωγή, τεχνικά άρτια, αλλά με λιγότερη ψυχή απ’ ό,τι θα περίμενες.
Το σενάριο επιχειρεί να μείνει κοντά στο πνεύμα του βιβλίου. Σε μια κοινωνία του μέλλοντος, «Ο Aτρωτος» είναι το τηλεοπτικό σόου με την υψηλότερη τηλεθέαση - ένας διαγωνισμός όπου οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να επιβιώσουν 30 ημέρες ενώ τους κυνηγούν επαγγελματίες δολοφόνοι, με κάθε τους κίνηση να μεταδίδεται σε ένα αιμοδιψές κοινό και κάθε μέρα επιβίωσης να φέρνει μεγαλύτερη χρηματική αμοιβή. Απεγνωσμένος να σώσει την άρρωστη κόρη του, ο εργάτης Μπεν Ρίτσαρντς πείθεται από τον γοητευτικό αλλά αδίστακτο παραγωγό της εκπομπής, Νταν Κίλιαν, να συμμετάσχει στο παιχνίδι ως έσχατη λύση. Ομως, το θράσος, το ένστικτο και η πυγμή του Μπεν τον μετατρέπουν σε είδωλο του κοινού - και σε απειλή για ολόκληρο το σύστημα. Καθώς η τηλεθέαση εκτοξεύεται στα ύψη, ο κίνδυνος αυξάνεται, και ο Μπεν πρέπει να ξεγελάσει όχι μόνο τους Κυνηγούς, αλλά και ένα έθνος που έχει εθιστεί να τον βλέπει να αποτυγχάνει.
Η ιδέα έχει βάθος και κοινωνικό υπόβαθρο: μια κοινωνία εθισμένη στη βία και τα μέσα, που θυσιάζει ανθρώπους για διασκέδαση. Ομως το σενάριο δεν τολμά να το τραβήξει στα άκρα. Εκεί που θα μπορούσε να γίνει καυστικό σχόλιο για τη χειραγώγηση, επιλέγει πιο «ασφαλή» μονοπάτια δράσης. Οι κοινωνικές αιχμές μένουν στην επιφάνεια, σαν κάτι που δεν τολμά να ενοχλήσει πραγματικά. Το αποτέλεσμα; Μια ταινία που βλέπεται ευχάριστα, αλλά δεν σε στοιχειώνει μετά.
Η σκηνοθεσία του Ράιτ είναι (όπως πάντα άλλωστε) καλοκουρδισμένη. Οι σκηνές δράσης έχουν ρυθμό, το μοντάζ είναι στιβαρό, αλλά λείπει εκείνο το παιχνιδιάρικο πνεύμα του. Δεν υπάρχει το χιούμορ, οι απρόσμενες μουσικές επιλογές ή η ειρωνεία που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες δουλειές του. Αν δεν ήξερες ποιος την υπέγραψε, δύσκολα θα μάντευες πως πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο δημιουργός του «Hot Fuzz».
Στις ερμηνείες, ο Γκλεν Πάουελ κουβαλά την ταινία όσο καλύτερα μπορεί. Εχει φυσικότητα και εσωτερική ένταση, όμως το σενάριο δεν του δίνει περιθώριο να αναπνεύσει. Ο Τζος Μπρόλιν και ο Κόλμαν Ντομίνγκο προσθέτουν κύρος στο καστ, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει ψυχρό, σχεδόν «τηλεοπτικό» κι αυτό ίσως επειδή οι χαρακτήρες τους μένουν εγκλωβισμένοι σε στερεότυπα.
Το «The Running Man» του Εντγκαρ Ράιτ είναι μια καλοδουλεμένη, οπτικά δυνατή ταινία, αλλά με απροσδόκητα περιορισμένη φαντασία. Στις καλύτερες στιγμές της, θυμίζει γιατί ο Ράιτ θεωρείται ένας από τους πιο ευρηματικούς σκηνοθέτες της γενιάς του. Στις χειρότερες, δείχνει σαν να προσπαθεί να αποδείξει κάτι, χάνοντας το αυθόρμητο πάθος που τον έκανε μοναδικό. Ισως η ταινία να λειτουργούσε καλύτερα αν άφηνε λίγο περισσότερο χώρο στο χιούμορ, στον ρυθμό, στη «μουσικότητα» που πάντα υπήρχε στα έργα του. Γιατί εδώ, ναι μεν υπάρχει θέαμα, αλλά λείπει η ψυχή.

