H απονομή του Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας την προηγούμενη εβδομάδα στο «Πράσινο Βιβλίο» αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τα γούστα της Ακαδημίας, τη ροπή της προς τον συντηρητισμό και το αν τελικά η κορυφαία κατά πολλούς κινηματογραφική διάκριση της χρονιάς έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκρυσμα όχι μόνο για την καλλιτεχνική αξία της νικήτριας ταινίας (και, φυσικά, για εκείνη των χαμένων συνυποψηφίων της), αλλά και για την υστεροφημία της.
Σ’ αυτά τα ερωτήματα, ωστόσο, η απάντηση έχει ήδη δοθεί εδώ και πολλά χρόνια από μια άλλη ταινία, η οποία (κάπως ειρωνικά) φέρει επίσης το πράσινο χρώμα στον τίτλο της και η οποία βρίσκεται (μάλλον άδικα) σε περίοπτη θέση κάθε φορά στις λίστες με τις «οσκαρικές αδικίες»: το «How Green Was My Valley» (ή «Η Κοιλάδα της Κατάρας», όπως μεταφράστηκε στη χώρα μας) του Τζον Φορντ, το οποίο θριάμβευσε στην απονομή του 1942, κερδίζοντας συνολικά 5 χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων εκείνα της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας (για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στον Τζον Φορντ μετά τα «Σταφύλια της Οργής»), και νικώντας κατά κράτος τον «Πολίτη Κέιν», την ταινία δηλαδή που έμελλε να ψηφιστεί στα χρόνια που ακολούθησαν ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών.
Το «How Green Was My Valley», μεταφορά του ομότιτλου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Ρίτσαρντ Λιούελιν, ξεκίνησε ως η απάντηση του μεγαλοπαραγωγού και διευθύνοντα της Fox Ντάριλ Ζανούκ στο «Οσα Παίρνει ο Ανεμος», οι αρχικές φιλοδοξίες όμως για ένα τετράωρο technicolor έπος με σκηνοθέτη τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέπμπορν και γυρίσματα στην Ουαλία ναυάγησαν λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αντικαταστάτης του Γουάιλερ, Τζον Φορντ, κάτοχος ήδη δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας, προσάρμοσε το μεγαλεπίβολο όραμα του παραγωγού στο δικό του, πιο κοινωνικό κι ανθρωποκεντρικό σινεμά. Η έγχρωμη πανδαισία που θα αποκάλυπτε πόσο πράσινη ήταν τελικά η κοιλάδα των παιδικών χρόνων του κεντρικού ήρωα στην Ουαλία των αρχών του προηγούμενου αιώνα μετατράπηκε σε μια ασπρόμαυρη, νοσταλγική συμφωνία για μια εποχή και μια κοινότητα λίγο πριν την οριστική παράδοση στον εκβιομηχανισμό, ενώ τα γυρίσματα μεταφέρθηκαν στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια, όπου ογδόντα στρέμματα μετατράπηκαν εντυπωσιακά σε ουαλικό χωριό της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής της ταινίας είναι ο Χιου Γκόρντον, ο οποίος, μεσήλικας πλέον, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει για πάντα το χωριό στο οποίο μεγάλωσε. Παραδομένος στις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, τότε που η κοιλάδα του χωριού του ήταν ακόμα πράσινη και πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά από το ανθρακωρυχείο που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου, ο Χιου αφηγείται την ιστορία της πολυμελούς οικογένειάς του και τις αλλαγές που επέφερε ο εικοστός αιώνας όχι μόνο στα μέλη της, αλλά και σε ολόκληρη την κοινότητα, οδηγώντας την τελικά στον αποδεκατισμό και την ερήμωση. Οι χαρούμενες και ανέμελες οικογενειακές στιγμές, διαθλασμένες κι εξωραϊσμένες ανεξίτηλα από την μνήμη, διαδέχονται και διαπλέκονται με τις μικρές και τις μεγάλες τραγωδίες που σημάδεψαν όχι μόνο τον κεντρικό ήρωα αλλά και ολόκληρο το χωριό και παρελαύνουν από την οθόνη με εντυπωσιακή σκηνοθετική και σεναριακή οικονομία μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες.
Αυτή η τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί έχει αναμφίβολα έναν εξιδανικευμένο λυρικό τόνο, μετατρέπεται όμως στα έμπειρα χέρια του Φορντ σε μια ελεγεία για όλα αυτά που χάθηκαν. Το πράσινο δεν εμφανίζεται ποτέ ως χρώμα στην οθόνη, αλλά είναι ζωντανό μπροστά στα μάτια του θεατή και παλεύει με το μαύρο του άνθρακα που κατακάθεται πάνω στο τοπίο και τις ζωές των ηρώων, χάρη στη δύναμη των εικόνων του Φορντ και των εικαστικών συνθέσεών του, που τοποθετούν το μεγαλειώδες με το ταπεινό στο ίδιο πλάνο.»
Με μια εικονοποιεία που θυμίζει τα κάδρα του Σεργκέι Αιζενστάϊν και του Ντ. Γ. Γκρίφιθ, ο Φορντ, ο οποίος ξεκίνησε κι αυτός την καριέρα του ως σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, αξιοποιεί στο έπακρο το βάθος πεδίου και συνθέτει περίτεχνα εξωτερικά πλάνα, στα οποία το ανθρακωρυχείο δεσπόζει ηγεμονικά πάνω από τις ζωές των ηρώων του. Κάτω από τη βαριά σκιά του οι δεκάδες κομπάρσοι, αλλά και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας προσπαθούν να επιβιώσουν και να εγκλιματιστούν στις ραγδαίες αλλαγές της μετάβασης στις απαιτήσεις του εκμοντερνισμού και του καπιταλιστικού προτύπου παραγωγής της βιομηχανικής κοινωνίας.
Στον αντίποδα αυτής της καταδυναστευτικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ο Φορντ αντιπαραβάλει την θαλπωρή και την αγάπη στο εσωτερικό της οικίας της οικογένειας Μόργκαν. Ο αυστηρός, αλλά αγαθός πατέρας, η συναισθηματικά γενναιόδωρη και δυναμική, όταν πρέπει, μητέρα, τα αδέρφια που θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν στην άλλη άκρη του κόσμου και ο μικρός Χιου, με μάτια γεμάτα προσμονή και αγωνία για όλα αυτά που έρχονται σαρωτικά να αλλάξουν τη ζωή της οικογένειας, είναι όλοι φιγούρες μιας άλλης εποχής, τόσο γνώριμες, αλλά και τόσο μακρινές, κινηματογραφημένες με έναν δικαιολογημένο, μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας, αλλά και υπερχειλή τελικά συναισθηματισμό, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας, ειδικά στη σημερινή κι αναμφίβολα πιο κυνική εποχή.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: άξιζε αυτή η ταινία να κερδίσει τελικά το Oσκαρ Καλύτερης Ταινίας απέναντι στον «Πολίτη Κέιν»;
Η βιαστική (κι αναδρομική) απάντηση είναι πως όχι. Το 1942 όμως, ο Φορντ ήταν ήδη ένας μυθικός σκηνοθέτης, η ανθρωπότητα ήδη ζούσε για δεύτερη φορά τον εφιάλτη ενός Παγκοσμίου Πολέμου και η ανάγκη επιστροφής στην αθωότητα ήταν πιο επιτακτική από ποτέ. Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε και τον πόλεμο που δέχτηκε για ευνόητους λόγους η ταινία του Γουέλς από τον μεγιστάνα του Τύπου εκείνης της εποχής Γουίλιαμ Χερστ, τότε είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί έχασε ο «Πολίτης Κέιν». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το «How Green Was My Valley» παραμένει ακόμα και σήμερα μια σπουδαία ταινία. Ισως σε εβδομήντα χρόνια και σε μια πιθανή σύγκριση του «Πράσινου Βιβλίου», του «Ρόμα» και της «Ευνοούμενης», να μπορεί κάποιος να πει το ίδιο για την ταινία του Πίτερ Φαρέλι.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας
- «Love Streams» του Τζον Κασσαβέτη
- «Sólo con Tu Pareja» του Αλφόνσο Κουαρόν
- «Μαχαίρι στο Κεφάλι» του Ράινχαρτ Χάουφ