H Πέπα ξυπνά από τον βαρύ ύπνο που της προκάλεσαν τα ηρεμιστικά που πήρε για να κοιμηθεί. Είχε προηγηθεί το μήνυμα στον τηλεφωνητή του Ιβάν, του παντρεμένου εραστή της, που τη χωρίζει - έτσι, ξαφνικά. Εκείνη όμως γνωρίζει μία νέα πραγματικότητα και πρέπει να του την πει. Δεν μπορεί όμως να τον πετύχει πουθενά - τον χάνει για λίγο στην δουλειά (είναι και οι δύο ηθοποιοί που κάνουν μεταγλωττίσεις), δεν τον βρίσκει στο σπίτι του, του αφήνει μηνύματα παντού. Η ζωή της καταρρέει κι εκείνος κρύβεται. Η Πέπα αρχικά τρελαίνεται, αλλά σταδιακά στέκεται στα πόδια της. Ετοιμάζει μια βαλίτσα με τα πράγματα, τα δώρα του κι ό,τι τον θυμίζει και την αφήνει δίπλα από την πόρτα. Οχι με το θυρωρό. Δίπλα από την πόρτα. Πρέπει να την αντιμετωπίσει πρώτα, και μετά να την πάρει.

Ομως, το χάος της ζωής κυριαρχεί. Στην πόρτα της εμφανίζεται η Καντέλα, μία φίλη της που έμπλεξε με έναν νέο εραστή που τον καταδιώκουν για Σιχ τρομοκράτη. Επίδοξοι αγοραστές του διαμερίσματός της έρχονται να το δουν και συμπτωματικά (;) είναι ο γιος του Ιβάν και η αρραβωνιαστικιά του. Ενας τεχνικός καταφθάνει την πιο ακατάλληλη στιγμή για να φτιάξει το τηλέφωνο. Αστυνομικοί πράκτορες (ακολουθώντας τα ίχνη της Καντέλα) χτυπούν την πόρτα της. Η ημίτρελη σύζυγος του Ιβάν τον καταδιώκει οπλοφορώντας για να πάρει εκδίκηση για όλες τις απιστίες του.

Το ρετιρέ της Πέπα παραδίδεται στο χάος, την τρέλα, τα πάθη. Ολα χτυπούν κόκκινο - σαν τον αμαρτωλό γκασπάτσο που ετοίμασε στην κουζίνα της όταν ακόμα ήταν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

Το 1988 που κυκλοφόρησε το «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» ήταν μία κομβική εποχή - τόσο για την Ισπανία, όσο και για το έργο του Αλμοδόβαρ. Eίχαν περάσει 13 χρόνια από το θάνατο του Φράνκο και το τέλος της δικτατορίας, καθώς και μία δεκαετία της κατάλυσης της λογοκρισίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν ήδη στην εξουσία από το 1982. Οι καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να διαχειρίζονται μία πρωτόγνωρη ελευθερία του λόγου που τους επέτρεπε να αγγίζουν θέματα που το πολιτικό καθεστώς είχαν απαγορεύσει: ελευθερία στη σεξουαλικότητα, queer διαφορετικότητα, μοιχεία, διαζύγια, εκτρώσεις, νέου είδους οικογένειες που τις ένωνε η αγάπη κι όχι η Καθολική Εκκλησία. Οι γυναίκες επέστρεφαν στην εργασία και διεκδικούσαν δικαιώματα, ντυνόντουσαν με χρώματα, βαφόντουσαν έντονα.

Κάπως έτσι, ο Αλμοδόβαρ, ένας σκηνοθέτης που είχε ενώσει την εκκεντρική, ιερόσυλη, πανκ φωνή του στα πρώτα χρόνια της καριέρας του («Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τ' Άλλα Κορίτσια», «Μια Ζωή Ταλαιπωρία», «Ο Νόμος του Πόθου») με την επανάσταση της Movida, τώρα πια έβρισκε κι εκείνος άλλα κινηματογραφικά πατήματα και αναφορές κι έθετε νέους στόχους για να επικοινωνήσει με μεγαλύτερο, μαζικό, διεθνές κοινό.

Κι αν η πρώτη ιδέα ήταν να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτό (που στην ουσία ήταν ένα 25λεπτο μονόπρακτο), η αδάμαστη φαντασία του και η αντίστασή του να παγιδευτεί σ' ένα μόνο genre, έβαλαν φωτιά στην πένα και το φακό του - όπως και η Πέπα στο κρεβάτι της. Το αιρετικό του χιούμορ είχε σαφή ρίζα στην παράδοση των Ισπανών θεατρικών δραματουργών Mιγκέλ Μιούρα και Ενρίκε Χαρδιέλ Πονσέλα, αλλά απέπνεε επιρροές κι από την φλεγματική γλώσσα της Ντόροθι Πάρκερ. Η ταχύτητα της αφήγησης ακολουθεί σαφώς τις επιταγές των αμερικανικών screwball comedy των 40ς, όπου η κωμωδία προκύπτει από τις ανθρώπινες ήττες και παρεξηγήσεις. Από τους τίτλους του designer Χουάν Γκατί – γυναίκες κομμένες από 50ς περιοδικά σ' ένα κολάζ λουλουδιών και χρωμάτων παίρνουμε την αίσθηση ότι θα παρακολουθήσουμε μία αμερικανική κομεντί των 50ς – όπως το Funny Face με την Οντρεϊ Χεπμπορν. Ομως η καρδιά του Αλμοδόβαρ πάντα χτυπούσε στο ρυθμό των εμβληματικών μελοδραμάτων (Ντάγκλας Σερκ, Νίκολας Ρέι), στους κόσμους όπου οι ήρωες πεθάνουν από αγάπη, για αυτό και η σαφής σύνδεση με το «Johnny Guitar».

Κάπως έτσι γεννιέται η «αλμοδοβαρική κωμωδία» - ένα μπάσταρδο είδος και καθαρόαιμα δικό του. Το 1:85:1 φορμά του φιλμ, η ένταση, τα χρώματα, η ταχύτητα των διαλόγων - όλα είναι δραματουργικά στημένα με τους κανόνες της κωμωδίας. Εκτός από τη σκηνοθεσία: ο Αλμοδόβαρ χρησιμοποιεί κοντινά και σε στιγμές πολύ κλειστά close ups, που, παραδοσιακά, έχουν παρουσία μόνο στο δράμα. Για αυτό συγκινείσαι, ταράζεσαι με τα πρόσωπα, τα μεγάλα μάτια, την υπόγεια θλίψη. Οπως η Πέπα ντουμπλάρει το «Johnny Guitar», έτσι κι Αλμοδόβαρ δίνει άλλη φωνή στην κωμωδία - μελό, τραγική, δραματική.

Γιατί είναι δράμα να περιμένει τηλεφώνημα μία γυναίκα. Ισως είναι και θρίλερ. Για αυτό και το κλείσιμο ματιού στο Χίτσκοκ, στον τρόπο που κινηματογραφούνται τα αντικείμενα που έχουν σημασία - το ακουστικό, ο τηλεφωνητής. Οταν ο μάστερ του σασπένς ήθελε να χτίσει αγωνία γύρω από ένα αντικείμενο, το πρόβαλε πρώτο στο φακό και στο φόντο τον ήρωα να το κοιτάει. Δεν εμπιστευόταν όμως μόνο την πλάνη του βάθους πεδίου. Εβαζε τους σκηνογράφους τους να κατασκευάσουν μία τεράστια κούπα τσαγιού. Κάπως έτσι ο Αλμοδόβαρ κοιτά έναν παλιομοδίτικο αναλογικό τηλεφωνητή. Ως έναν ακόμα χαρακτήρα στην ταινία. Ενα τέρας που απειλεί την ηρωίδα του.

Πέρα όμως από κινηματογραφικούς πειραματισμούς και δημιουργικές περιπλανήσεις, αυτό που ήθελε να θίξει ο Αλμοδόβαρ ήταν σαφές. Να αποκαταστήσει τη «γυναικεία κρίση», να φωτίσει την «γυναικεία νεύρωση» (αγαπημένη θεματική από τον Κιούκορ μέχρι τον Γούντι Αλεν και πάλι πίσω) ως κάτι που δεν είναι απλώς «χαριτωμένο» και «διασκεδαστικό» αλλά έχει ένα σαφέστατο αίτιο, γεννιέται μέσα από τη σύγκρουση με την ανδρική προδοσία, ανευθυνότητα, δειλία. Ολοι οι άντρες της ταινίας κρύβονται. Ολες οι γυναίκες βγαίνουν μπροστά, εκτίθενται.

Οι τρεις ηρωίδες εκπροσωπούν τα τρία στάδια της ερωτικής απόγνωσης. Η Καντέλα που εμπιστεύτηκε έναν τρομοκράτη. Η Πέπα που χωρίζει για να λυτρωθεί. Η Λουτσία, η σύζυγος του Ιβάν, που προειδοποιεί για την κατάληξη όλων - την τρέλα - αν δεν ελέγξουν τον πόνο της ανεκπλήρωτης επιθυμία. Πώς θα κολλήσουν και θα χάσουν τη ζωή τους, αν δεν απελευθερωθούν. Η Λουτσία ντύνεται με 60ς ρούχα, γιατί σ' αυτή την εποχή ήταν ερωτευμένη. Αυτή η περιβολή είναι η μάσκα και η πανοπλία της. Και είναι καταπληκτικό ότι ο πατέρας της τής φοράει την περούκα αυτής της παράνοιας – με μία φαινομενικά άσχετη σκηνή, ο Αλμοδόβαρ τα λέει όλα για την αιτία της κατάντιας αυτής της γυναίκας.

Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Βενετίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και α' γυναικείου ρόλου για την εκπληκτική Κάρμεν Μάουρα στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. 16 υποψηφιότητες και 5 βραβεία Goya. Υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, BAFTA, Οσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας. Βραβείο National Board of Review.

Και πάνω από όλα: η αρχή του παθιασμένου έρωτα ενός διεθνούς κοινού με το αλμοδοβαρικό σινεμά. Ενα αναρχικό, απελευθερωτικό, πολύχρωμο, έντονο, επιθετικό, ξεχωριστό σινεμά με το οποίο γελάς και βουρκώνεις στην ίδια ανάσα. Ενα σινεμά κατανόησης, συμπερίληψης, που σε ενδυναμώνει να φεύγεις από την αίθουσα με την βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη επιθυμία δεν χρειάζεται να ταυτίζεται με την ανηθικότητα, η διαφορετικότητα με το περιθώριο, η ικανοποίηση με την ανοχή. Ούτε η νεύρωση με τη γυναίκα.