Ο κόσμος του Γιάννη Οικονομίδη έχει αποκτήσει πια σχεδόν μυθική υπόσταση μέσα στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι μοιάζουν να κινούνται σε διαρκή ένταση, σαν να ζουν σε έναν χώρο που μπορεί να εκραγεί οποιαδήποτε στιγμή. Μέσα σε αυτό το σύμπαν επιστρέφει με τη «Σπασμένη Φλέβα», μια ταινία που βυθίζεται ξανά στην ασφυκτική ατμόσφαιρα της μεσοαστικής ελληνικής πραγματικότητας, με πρωταγωνιστή έναν άντρα που βλέπει τη ζωή του να ξεγλιστρά από τα χέρια του, χωρίς εντυπωσιακές ανατροπές, αλλά με μια αργή, σχεδόν βασανιστική διάλυση.

Η εισαγωγή της ταινίας, η ρυθμική της ένταση, ο τρόπος που το βλέμμα της κάμερας παραμένει σχεδόν κολλημένο στα πρόσωπα, δημιουργούν από νωρίς την αίσθηση ότι ο Οικονομίδης επιστρέφει (μετά το διάλειμμα της πιο κωμικής «Μπαλάντας»), σε ό,τι γνωρίζει καλά (πιο κοντά στην ατμόσφαιρα του «Μικρού Ψαριού»), χτίζοντας αργά αλλά σταθερά έναν κόσμο που παλεύει να κρατήσει μια ισορροπία που έχει ήδη χαθεί.

Ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ένας μεσήλικας επιχειρηματίας, πνίγεται στα λάθη και στις επιπολαιότητές του. Οταν η κόντρα του με τον τοκογλύφο της περιοχής πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις, και με τον χρόνο για να σώσει το οικογενειακό του σπίτι να τελειώνει, ωθείται στα άκρα. Εκεί όπου κάθε ελπίδα φαίνεται να έχει χαθεί, εμφανίζεται ένα απλό, εύκολο σχέδιο της τελευταίας στιγμής. Μια κίνηση που θα μπορούσε να είναι η μόνη του ευκαιρία να αποκαταστήσει τα πάντα και να βγει νικητής.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Οικονομίδη παραμένει απολύτως αναγνωρίσιμη. Τα πλάνα έχουν τη ρεαλιστική, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη υφή που χαρακτηρίζει τη δουλειά του, δίνοντας την αίσθηση πως παρακολουθεί πραγματικούς ανθρώπους σε έναν χώρο που δεν επιτρέπει διαφυγή. Οι σκηνές είναι συχνά μακρόσυρτες, όχι από έλλειψη ρυθμού αλλά επειδή ο Οικονομίδης επιμένει σε αυτή την ασφυκτική παρακολούθηση που αφήνει χώρο στη σιωπή να γίνει εξίσου εκρηκτική με τις φωνές. Στη «Σπασμένη Φλέβα» αυτό το μοτίβο υπηρετείται σχεδόν με ευλάβεια, αν και ορισμένες φορές η αφήγηση δείχνει να εγκλωβίζεται στην ίδια της τη φόρμα, χάνοντας λίγο από το απρόβλεπτο που χαρακτήριζε τις πιο δυνατές στιγμές του δημιουργού.

Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο ήρωας του Βασίλη Μπισμπίκη, ένας άντρας που έχει μάθει να διαχειρίζεται τα πάντα μέσα από τον έλεγχο και την επιβολή, μέχρι τη στιγμή που βλέπει τις βεβαιότητές του να θρυμματίζονται. Η ερμηνεία του είναι έντονη αλλά και διακριτικά μελαγχολική, με ένα βλέμμα που σιγά σιγά αδειάζει, σαν να καταλαβαίνει πως η ασφάλεια που πίστευε ότι είχε χτίσει δεν ήταν παρά μια εύθραυστη βιτρίνα. Γύρω του κινούνται πρόσωπα που συμπληρώνουν αυτό το πορτρέτο μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας σε καθοδική πορεία, με γνώριμους ηθοποιούς από προηγούμενες ταινίες του (εδώ η Μαρία Κεχαγιόγλου ξεχωρίζει, 20 χρόνια μετά την «Ψυχή στο Στόμα»), αλλά και νέες προσθήκες - εκπλήξεις (όπως αυτή της Μπέτυς Αρβανίτη) που υπηρετούν τον ρεαλισμό του κόσμου του Οικονομίδη χωρίς υπερβολές, δίνοντας στην ταινία την αίσθηση μιας κλειστής μικροκοινωνίας που βράζει.

Αυτό που ξεχωρίζει, πέρα από τις ερμηνείες, είναι ο τρόπος που η ταινία αποτυπώνει την ντεκαντάνς της μεσοαστικής ελληνικής τάξης. Μιας τάξης που άλλοτε λειτουργούσε ως ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και σήμερα μοιάζει παγιδευμένη ανάμεσα στην ανάγκη για σταθερότητα και στον φόβο της κατάρρευσης. Η «Σπασμένη Φλέβα» δείχνει ανθρώπους που ζουν μέσα σε όμορφα σπίτια αλλά ποτέ δεν είναι ειλικρινείς ο ένας απέναντι στον άλλον, ανθρώπους που πιστεύουν ότι ελέγχουν τη ζωή τους ενώ στην πραγματικότητα έχουν μπει σε μια κατηφορική πορεία χωρίς επιστροφή. Αυτό το κοινωνικό σχόλιο δεν διατυπώνεται με διάθεση καταγγελίας αλλά με έναν σχεδόν μοιραίο τόνο, σαν να πρόκειται για κάτι αναπόφευκτο, για μια τραγική διαδρομή που είχε ήδη ξεκινήσει πριν καν οι ήρωες το αντιληφθούν.

Αν κάτι λείπει από την ταινία είναι η σπίθα που έκανε παλαιότερα τον κόσμο του Οικονομίδη να μοιάζει ανεξέλεγκτος και επικίνδυνος. Εδώ η έκρηξη έρχεται αλλά όχι με την ίδια δύναμη. Η ένταση υπάρχει, όμως ορισμένες φορές ακολουθεί γνώριμα μονοπάτια, σαν να επαναλαμβάνει μια συνταγή που γνωρίζει πολύ καλά αλλά δεν τολμά να τη σπάσει. Αυτό δεν μειώνει την αξία των στιγμών που πραγματικά λειτουργούν, αλλά αφήνει την αίσθηση ότι η ταινία μπορούσε να πάει ένα βήμα πιο πέρα.

Παρόλ' αυτά, η «Σπασμένη Φλέβα» είναι μια στιβαρή και ουσιαστική δουλειά, μια ταινία που συνεχίζει την παράδοση του δημιουργού να κοιτά κατάματα τις ρωγμές μιας κοινωνίας που προτιμά να τις κρύβει. Η σκηνοθεσία έχει ωριμάσει, οι ερμηνείες δίνουν βάθος σε μια ιστορία που μιλά για την απώλεια, τον φόβο και την αδυναμία να κρατήσεις όρθιο κάτι που έχει ήδη σπάσει, είτε αυτό λέγεται οικογένεια, είτε κοινωνία, είτε, ακόμα, και η ίδια η ζωή σου, ενώ τα μηνύματα της ταινίας συνομιλούν με μια εποχή όπου η ασφάλεια της μεσαίας τάξης αποδεικνύεται περισσότερο εύθραυστη απ' όσο νομίζαμε. Για όλους αυτούς τους λόγους η ταινία στέκεται δυνατά στο σήμερα, χωρίς όμως να φτάνει τις κορυφαίες στιγμές του Οικονομίδη.

Η «Σπασμένη Φλέβα» μοιάζει με ένα καθρέφτισμα της σημερινής Ελλάδας, όχι της Ελλάδας των μεγάλων γεγονότων αλλά της καθημερινής φθοράς, εκεί όπου οι άνθρωποι παλεύουν σιωπηλά να σώσουν ό,τι απέμεινε - λίγο πριν οδηγηθούν στην τραγωδία. Με την έκτη του ταινία ο Οικονομίδης δεν προσφέρει λύσεις, δεν χτίζει ελπίδες, απλώς δείχνει με σταθερό χέρι έναν κόσμο που παλεύει να καταλάβει πότε ακριβώς άρχισε να σπάει η δική του φλέβα. Το τέλος της ταινίας σε κρατά ακίνητο, όχι επειδή σε σοκάρει αλλά επειδή σου θυμίζει κάτι οικείο, κάτι που ίσως προσπαθούσες κι εσύ να αποφύγεις να κοιτάξεις.