Πολλές ταινίες έχουν κατά καιρούς διεκδικήσει τον τίτλο του κινηματογράφου γρίφου, ελάχιστες όμως, τον έχουν κατακτήσει, τόσο θριαμβευτικά, τόσο αινιγματικά, τόσο απολαυστικά και τόσο αναπόδραστα εθιστικά, όσο το «Blow-Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, το οποίο αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία της καριέρας του, κερδίζοντας αφενός το Χρυσό Φοίνικα πριν από πενήντα πέντε χρόνια και φτάνοντας μέχρι την τιμητική (περισσότερο για την Ακαδημία και λιγότερο για τον σκηνοθέτη) υποψηφιότητα για Οσκαρ Σκηνοθεσίας, αποτυπώνοντας αφετέρου μοναδικά μία ολόκληρη εποχή και νοηματοδοτώντας εκ νέου τη σχέση μεταξύ εικόνας και βλέμματος, πραγματικότητας και αλήθειας στην κινηματογραφική οθόνη.
Η πρώτη από τις τρείς ταινίες που γύρισε ο Αντονιόνι εκτός ιταλικών συνόρων μετά από το αδιανότητο σερί των τεσσάρων αριστουργημάτων της απόξένωσης στη χώρα του («Περιπέτεια», «Νύχτα», «Εκλειψη» και «Κόκκινη Ερημος») τον μετέφερε στο swinging London των μέσων της δεκαετίας του 60, σε μια νέα πολύχρωμη μητρόπολη της μόδας και της μουσικής, όπου οι φωτογράφοι και τα μοντέλα ήταν οι νέοι σταρ και όλα κινούνταν σε μια οργασμικά δημιουργική περιρρέουσα ατμόσφαιρα ράθυμης ανεμελιάς και υπερχειλίζοντος ερωτισμού. Σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο των αμέτρητων και απίθανων δυνατοτήτων, όπως έξοχα προοικονομείται από τα πλάνα μίας πόλης σε διαρκή ανοικοδόμηση και την άφιξη ενός άναρχου μπουλουκιού καλλιτεχνών, ο Αντονιόνι, αντλώντας έμπνευση από ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάζαρ, τοποθέτησε πίσω από το διονυσιασμό της ποπ κουλτούρας την αμφιβολία της ψευδαίσθησης που ελλοχεύει πίσω οποιαδήποτε προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο Τόμας, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας διάσημος φωτογράφος, ικανός να έχει οποιαδήποτε γυναίκα θέλει διαθέσιμη στο κρεβάτι του και μπροστά από το φακό του, πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένας άνθρωπος της εποχής του. Οδηγεί ένα σπορ κάμπριο αυτοκίνητο, μένει σε ένα άψογα διακοσμημένο σπίτι που λειτουργεί κι ως στούντιο και κουβαλά παντού την φωτογραφική μηχανή του, έτοιμος να συλλάβει και να απαθανατίσει ανά πάσα στιγμή αυτό που κεντρίζει την προσοχή του. Μετά από μια φωτογράφιση μόδας που κινηματογραφείται ως ερωτική πράξη με το διάσημο μοντέλο της εποχής Βερούσκα (που υποδύεται φυσικά τον εαυτό του), πηγαίνει μια βόλτα σε ένα γειτονικό πάρκα, όπου η θέα ενός ζευγαριού θα τον εμπνεύσει για μια σειρά φωτογραφιών από διάφορες οπτικές γωνίες, ένα υλικό που θεωρεί ιδανικό για το επερχόμενο βιβλίο του, καθώς νομίζει ότι αποπνέει ηρεμία.
Οταν όμως η γυναίκα τον αντιληφθεί και ζητήσει επίμονα τις φωτογραφίες και το αρνητικό, φτάνοντας μέχρι το σημείο να τον επισκεφτεί στο σπίτι του και να τον αποπλανήσει για να επιτύχει το σκοπό της, η εμφάνιση του φιλμ θα αποκαλύψειμ με μια σειρά διαδοχικών μεγεθύνσεων που καταλήγουν στα όρια του πουαντιγισμού, αρχικά ένα όπλο και μετά ένα πτώμα. Τι είδε τελικά ο Τόμας στο πάρκο; Απέτρεψε έναν φόνο ή προκάλεσε έναν άλλο; Και τι απέγινε η μυστηριώδης γυναίκα που ξαφνικά εξαφανίζεται χωρίς ίχνη; Ο φωτογράφος θα επισκεφτεί την ίδια νύχτα το πάρκο και θα δει ιδίοις όμμασι το πτώμα κάτω από μια αδιευκρίνιστη neon πινακίδα, στην επιστροφή του όμως στο σπίτι οι φωτογραφίες θα έχουν εξαφανιστεί και το πτώμα θα ακολουθήσει την επόμενη ημέρα την ίδια πορεία.
Αυτό το υλικό που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη θα έδινε την αφορμή για ένα συναρπαστικό και αγωνιώδες αστυνομικό θρίλερ μετατρέπεται στα χέρια (και κυρίως τη ματιά) του Αντονιόνι σε έναν στοχασμό για την απατηλή υφή της πραγματικότητας. Σε ένα σύμπαν όπου όλα είναι αφηρημένα και αμφίσημα, παροδικά και εφήμερα σαν τη μόδα και τα σεξουαλικά ήθη της εποχής, δεν υπάρχει πλέον καμία βεβαιότητα, ούτε καν γι’ αυτό που εμπειρικά βιώνεται. Αντίθετα, όλα όσα ζει ο Τόμας και όλα νομίζει πως βλέπει ο θεατής τίθενται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, αποδομούνται, γκρεμίζονται και ανασυντίθενται σαν την ίδια την πόλη που αποκτά σε κάθε στροφή ένα διαφορετικό πρόσωπο.
Αλλά και η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία μοιάζει a priori με μια ατελής και εκ των πραγμάτων ατελέσφορη ανασύσταση της πραγματικότητας, όχι μόνο μέσα από τα μάτια και το μάτι του φακού του Τόμας, αλλά και αναστοχαστικά του ίδιου του κινηματογραφικού μέσου. Η φωτογραφία, αυτό που θεωρείται από όλους αδιάψευστο τεκμήριο, μπορεί να είναι εξίσου παραπλανητικό με την ονειροφαντασία, κάτι ανοιχτό σε υποκειμενικές αξιολογήσεις, κρίσεις και αποτιμήσεις, όπως οι ζωγραφικοί πίνακες του φίλου και γείτονα του Τόμας, τους οποίους ο Αντονιόνι αντιστικτικά παραθέτει γεμάτους ζωή και χρώμα απέναντι στα ασπρόμαυρα κάδρα.
Κι όχι μόνο αυτό. Η χειραγώγηση της πραγματικότητας και η πεισματική άρνηση για οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα διαποτίζουν κάθε πλάνο και κάθε ήχο της ταινίας, μέχρι τη τελευταία σεκάνς, το νομοτελειακό αποκορύφωμα της προβληματικής της ταινίας, τον περιβόητο και μυθικό πλέον αγώνα τένις των μίμων χωρίς μπάλα. Εκεί όπου στο απεριόριστο και αχανές πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας και της αντονιονικής πλανοθεσίας το ψέμα και η αλήθεια, η γνώση και η άγνοια, η ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα γίνονται μια ενιαία και αδιάρρηκτη ενότητα. Εκεί όπου η κινηματογραφική τέχνη κατακτά ίσως την υψηλότερη κορυφή της.