Δεν είναι ρεαλιστικό το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη. Ή, είναι όσο ρεαλιστικό είναι και το νουάρ του Τζον Χιούστον ή το κατασκότεινα κωμικό των αδελφών Κοέν, για να αναφέρουμε κάποιους από τους σπουδαιότερους υπαρξιστές της οθόνης. Δεν είναι ρεαλιστικό, με την έννοια πως ναι μεν πατά γερά στην απόλυτα αναγνωρίσιμη πραγματικότητα των χώρων και των χρόνων, όμως εκτοξεύεται πέρα και πάνω απ’ αυτήν δια της πανηγυρικής ανικανότητας των (επίσης αναγνωρίσιμων εξαρχής) δρώντων προσώπων να αναμετρηθούν με τη μοίρα. Οι αντιήρωες του Οικονομίδη δεν έχουν την παραμικρή υποψία πως θα αποτύχουν, ό,τι και να γίνει. Γι’ αυτό και αντιδρούν με ανάμικτα συναισθήματα απορίας και χαύνωσης μπροστά στα τσαλίμια του φελεκιού. Και το βρίζουν κάθε που τους αιφνιδιάζει, δηλαδή μόνιμα.
Το μπινελίκι, που ανέκαθεν έφερνε σε αμηχανία τον θεατή του, πριν από περιεχομενική, είναι ιδιότητα στιλιστική στον Οικονομίδη. Για τον δημιουργό, το βρισίδι δε διαφέρει καθόλου από έναν κύκλο κουτσομπολιών ανάμεσα σε χασομέρηδες. Είτε κακόβουλο λακιρντί ακούς όλη τη μέρα είτε βρισιά με την οκά, το ίδιο «φορτώνεις». Θα εκραγείς αργά ή γρήγορα ο μικροαστός πριν προλάβεις να προαχθείς σε μεσοαστό, όπως ξέσπασαν τόσοι και τόσοι στις ιστορίες του –από τον Τάκη/Ερρίκο Λίτση της «Ψυχής στο Στόμα» μέχρι τον Στράτο/Βαγγέλη Μουρίκη του «Μικρού Ψαριού». Το μπινελίκι είναι πασατέμπος μεταφορικός που μπορείς κάλλιστα να λογίσεις και ως κυριολεκτικό, όπως ο Νίκος/Στάθης Σταμουλακάτος στον «Μαχαιροβγάλτη». Εδώ, ο Οικονομίδης απαντά σε όσους του την είχαν πέσει για τη γλώσσα με τις προηγούμενες ταινίες του, αντικαθιστώντας τη βωμολοχία με τον ηλιόσπορο. Για να εννοήσει τελικά το ίδιο ακριβώς πράγμα.
Λοιπόν, όπως πάντα, έτσι κι εδώ, στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», το σε ρυθμούς οπλοπολυβόλου χυδαιολόγημα είναι μέρος του οικονομιδικού υπερρεαλισμού. Οπως εξίσου είναι η διόγκωση της ανθρώπινης μωρίας, που παίρνει ταυτότητα ελληνική δια της υπογράμμισης συγκεκριμένων εθνικών χαρακτηριστικών. Του μαμοθρεφτισμού, του ψευτοπαλικαρισμού, της καφρίλας. Της λαχτάρας για αρπαχτή, που μπορεί να σε παρασύρει σε κάθε είδος καραγκιοζιλίκι (το «Ροκ του Καραγκιόζη», η εκπληκτική διασκευή του παραδοσιακού θέματος από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, δίνει επακριβώς τον τόνο).
Και κάπως έτσι, το γουέστερν γίνεται ίστερν, καθώς ο θρασύδειλος Ηρακλής, επαρχιώτης επιχειρηματίας, σχεδιάζει να εκδικηθεί τη γυναίκα του Ολγα που τον κερατώνει με τον Μάνο, πρώην λαϊκό τροβαδούρο και νυν ιδιοκτήτη τοπικού σκυλάδικου. Για την τιμή όχι μόνο του ανδρισμού του, αλλά και του σακ βουαγιάζ με το εκατομμύριο που αφαίρεσε η μοιχαλίδα από τις κρυψώνες στο σπίτι. Οι μαμάδες εκατέρωθεν μπλέκουν μανιπουλαριστικά στη βεντέτα, το ίδιο και τυχοδιώκτες, απατεώνες και παράγοντες τοπικοί, μαζί και εκτελεστές εισαγόμενοι. Είναι αμφίβολο αν έστω κι ένας θα ξεφύγει από τον μύλο των προδοσιών και των αναμετρήσεων.
Τουλάχιστον κανένας από τους άντρες –κι αυτή τελικά είναι η ουσιαστική διαφορά από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, αν εξαιρέσουμε τη διάχυτη τάση προς το κωμικό, που εδώ προχωρά πέρα από τον λόγο και σωματοποιείται για να φθάσει μέχρι και το σλάπστικ. Ο λάκκος στον οποίο έχουν εξαρχής το ένα πόδι μάγκες και ψευτομάγκες περιμένει και το άλλο, με ακρίβεια μαθηματική. Και είναι πιθανότατα η προέκταση της ίδιας (ελληνικής) τρύπας όπου κατέληγαν λεφτά και πτώματα στο γυρισμένο εν μέσω κρίσης «Μικρό Ψάρι». Για την ακρίβεια, το μόνο πρόσωπο που θα γλιτώσει αλώβητο το μακελειό θα είναι η κυρία που το προκάλεσε. Το αν θα εξελιχθεί στο μέλλον σε άλλη μια Λαίδη Μακβέθ, όπως οι ραδιούργες μητριάρχισσες της προηγούμενης γενιάς, μένει να αποδειχθεί. Θα εξαρτηθεί από τον βαθμό ηλιθιότητας όσων θα βρεθούν γύρω της στο μέλλον.