Οι «Νύχτες Αγωνίας στο Σπέλμπαουντ» του Αλφρεντ Χίτσκοκ ξεκινούν με μια ελαφρώς παραφρασμένη φράση από τον Ιούλιο Καίσαρα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ: the fault is not in our stars, but in ourselves, δηλαδή, το σφάλμα δεν είναι ότι γεννηθήκαμε σε λάθος αστερισμό, αλλά βρίσκεται μέσα σ’ εμάς τους ίδιους. Εξ αρχής, ο Χίτσκοκ καθιστά σαφές πως στη «Νύχτα Αγωνίας», μια από τις πρώτες ταινίες του Χόλιγουντ που εξέτασαν την επιστήμη της ψυχανάλυσης, οι χαρακτήρες είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και δεν παρασύρονται από τις αόρατες κλωστές της μοίρας. Τα αίτια των γεγονότων δεν πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν στα άστρα, αλλά στο εσωτερικό των χαρακτήρων -στο ασυνείδητο, στα τραύματα και στις αναμνήσεις τους.

Η ταινία ξεκινά με μια εισαγωγή (overture). Την εποχή εκείνη, οι εισαγωγές ήταν συνήθεις σε ταινίες μεγάλης παραγωγής (ιδιαίτερα στα μιούζικαλ) που θα παρουσιάζονταν σε κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα. Έδιναν την ευκαιρία στους επιφανείς καλεσμένους να βρουν τις θέσεις τους μετά μουσικής. Επέτρεπαν επίσης στο ακροατήριο να ξεχάσει τα άγχη και τις αγωνίες του πραγματικού κόσμου και να βυθιστεί προοδευτικά στη σαγήνη της κινηματογραφικής αίθουσας. Αντίστοιχη μετάβαση υπήρχε και στο τέλος της ταινίας, την προβολή της οποίας ακολουθούσε εξόδιος μουσική. Οι εισαγωγές τέτοιου είδους εξαφανίστηκαν από την κινηματογραφική βιομηχανία τη δεκαετία του ‘70, καθώς τα μιούζικαλ στα οποία στηρίζονταν ξεκίνησαν να μετατοπίζονται σε περισσότερο ρεαλιστικά σενάρια, με αποτέλεσμα αυτά τα περίτεχνα μουσικά ανοίγματα να φαντάζουν πλέον λιγότερο συναφή. Επίσης, η προβολή των διαφημίσεων και των «προσεχώς» αυξήθηκε δραματικά, ενώ άλλαξε και ο τρόπος που το κοινό κατανάλωνε το κινηματογραφικό προϊόν.

Στη «Νύχτα Αγωνίας», βρισκόμαστε στην ψυχιατρική κλινική The Green Manors στο Βερμόντ των ΗΠΑ. Εκεί, ο διευθυντής δρ Μέρτσισον (Λίο Τζ. Κάρολ) κρίνεται ακατάλληλος και αντικαθίσταται από τον μυστηριώδη δρ Έντουαρτς (Γκρέγκορι Πεκ). Ένα ειδύλλιο αναπτύσσεται μεταξύ του νέου διευθυντή και της απόμακρης και αυστηρής ψυχίατρου δρ Κόνστανς Πίτερσεν, την οποία ενσαρκώνει η εμβληματική Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Γρήγορα, η αλλόκοτη συμπεριφορά του νέου διευθυντή αποκαλύπτει ένα νοσηρό μυστικό: πρόκειται για απατεώνα που έχει πάρει τη θέση του δρ Έντουαρτς και έχει χάσει τη μνήμη του. Ανίκανος να ακολουθήσει τα βήματα που τον έφεραν σε αυτή την κατάσταση, ξεκινά έρευνες με τη δρ Κόνστανς Πίτερσεν με σκοπό να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εξαφάνισης του πραγματικού δρ Έντουαρτς και να αποδείξουν την αθωότητά του.

Το «Σπέλμπαουντ» έκανε την πρεμιέρα του στις 31 Οκτωβρίου 1945 στο ιστορικό Astor Theatre της Νέας Υόρκης και βρέθηκε προτεινόμενο για έξι όσκαρ, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Κέρδισε ένα, για καλύτερη πρωτότυπη μουσική από τον Μίκλος Ρότσα. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα «The House of Dr. Edwardes» των Τζον Πάλμερ και Χίλαρι Σέιντ Τζορτζ Σόντερς, οι οποίοι μάλιστα το υπέγραψαν με το ψευδώνυμο Φρανσις Μπίντινγκ. Ο Μπεν Χεκτ που επιμελήθηκε το σενάριο και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ κατάφεραν περισσότερα από τη μεταφορά μιας μελοδραματικής ερωτικής ιστορίας μυστηρίου στη μεγάλη οθόνη. Η δράση της ταινίας λαμβάνει χώρα σε πραγματικούς τόπους, στο Βερμόντ και στη Νέα Υόρκη, αλλά κυρίως στους δαιδάλους του μυαλού του πρωταγωνιστή, του Γκρέγκορι Πεκ.

Η ταινία, παρά το πρωτότυπο εύρημα του σεναρίου της σχετικό με την αμνησία του πρωταγωνιστή, έχει κατηγορηθεί για έντονα μελοδραματικούς διαλόγους και από ερμηνευτικής άποψης στηρίζεται έντονα στους ώμους της πρωταγωνίστριας αλλά και του μοναδικού δρ Αλεξάντερ Μπρούλοφ (Μάικλ Τσέχωφ), ο οποίος βρέθηκε προτεινόμενος για όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για την εισαγωγή μιας ολοζώντανης κωμικής συνθήκης που έχει επιβιώσει για 80 ολόκληρα χρόνια. Η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και το λαμπρό της άστρο ήρθαν να ταρακουνήσουν τις νόρμες: ο τομέας της ψυχιατρικής (όπως και οι περισσότεροι εκείνη την εποχή) ήταν αμετάκλητα ανδροκρατούμενοι. Η απεικόνιση της αυστηρής ψυχίατρου δρ Κόνστανς Πίτερσεν έχει περάσει στην ιστορία ως προοδευτική, αν και περιέχει στοιχεία που καταδεικνύουν τον σαφή σεξισμό της δεκαετίας του ‘40.

Η επιστήμη της ψυχανάλυσης ήταν ένα νέο και ανεξερεύνητο τοπίο για το κοινό της δεκαετίας του ‘40 στις ΗΠΑ. Η ψυχανάλυση, στην οποία πρωτοστάτησε ο Σίγκμουντ Φρόυντ, γινόταν δεκτή με ισόποσες αντιδράσεις διστακτικότητας και ενθουσιασμού. Συχνά, οι ψυχαναλυτές αντιμετωπίζονταν σαν μάγοι που πουλούν το φίλτρο της αιώνιας ζωής και χρησιμοποιούν κάθε είδους μαγγανείες για να πετύχουν τον στόχο τους. Θεωρήθηκαν απατεώνες αλλά και επικίνδυνοι. Στη «Νύχτα Αγωνίας», ο Χίτσκοκ παρουσιάζει μια υπεραπλουστευμένη εκδοχή της ψυχανάλυσης. Δεν ενδιαφέρεται για τα καθαρά επιστημονικά στοιχεία —συχνά μάλιστα φαίνεται να την απαξιώνει ως ψευδοεπιστήμη ή κάποια εντελώς άτοπη και παράλογη πραγματεία. Με ταινίες όπως αυτή, αλλά και αρκετά μεταγενέστερες όπως η «Ψυχώ» και το «Μάρνι», ο Χίτσκοκ φαίνεται να έδωσε πρόσφορο έδαφος για την εξέλιξη της δημόσιας συζήτησης που εξέταζε την εγκυρότητα της ψυχανάλυσης ως επιστήμης αλλά και τη θέση της στην κοινωνία.

Σε μια σκηνή με τον απολαυστικό δρ Αλεξάντερ Μπρούλοφ, ο Γκρέγκορι Πεκ παρουσιάζεται δύσπιστος απέναντι στα διατάγματα του Φρόυντ και του σιναφιού του. Ο δρ Μπρούλοφ όμως τού εξηγεί πως τα όνειρα είναι οι καταπιεσμένοι μας φόβοι. Το μυαλό μας κρύβει την αλήθεια γιατί τη φοβάται, και την εμφανίζει μόνο στα όνειρά μας. Στο σημείο αυτό, ο Χιτσκοκ δίνει τη σκυτάλη στον Σαλβαντόρ Νταλί, ο οποίος με τη σειρά του οικοδομεί μια ονειρική σεκάνς που μοιάζει να δραπέτευσε από κάποιον πίνακά του.

Η ιστορική αυτή ονειρική σεκάνς προοριζόταν να έχει διάρκεια 20 λεπτά και να είναι πραγματικά εντυπωσιακή, μια σουρεαλιστική και περίτεχνη απεικόνιση του υποσυνειδήτου του πρωταγωνιστή, με μια πληθώρα συμβολικών αντικειμένων. Οι πρωτότυπες ιδέες του Νταλί περιείχαν, μεταξύ άλλων, μια σκηνή σε μια αίθουσα χορού όπου 15 πιάνα με ουρά θα κρέμονταν από το ταβάνι, δημιουργώντας μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, αλλά και μια σκηνή όπου η Ίνγκριντ Μπέργκμαν θα βρισκόταν εγκλωβισμένη μέσα σε ένα στρώμα πηλού, λαμβάνοντας έτσι τη μορφή ενός αγάλματος. Το άγαλμα αυτό θα ράγιζε, αποκαλύπτοντας εκατοντάδες μυρμήγκια να περπατούν πάνω στο δέρμα της. Δυστυχώς, ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ υπήρξε αμετακίνητος και ο Νταλί αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Η τελική ονειρική σεκάνς στην ταινία έχει σαφώς μικρότερη διάρκεια (περίπου δύο με τρία λεπτά) και μας μεταφέρει σε μια χαρτοπαικτική λέσχη με εντυπωσιακό διάκοσμο και σε μια χιονισμένη σκεπή. Παρά τη σύντομη διάρκειά της, η υπογραφή του Νταλί είναι πρόδηλη και η σκηνή θεωρείται ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα σουρεαλισμού στον κινηματογράφο.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως, πέρα από την αμηχανία που επισύρει ο μελοδραματικός χαρακτήρας των διαλόγων μεταξύ των πρωταγωνιστών, η «Νύχτα Αγωνίας» του Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι μια ταινία που έχει κερδίσει το στοίχημά της με τον χρόνο. Είναι αστεία, είναι ενδιαφέρουσα, έχει μια σαφή δομή και παρουσιάζει πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα. Επιπλέον, μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην κοινωνία της δεκαετίας του ‘40, να αναμετρηθούμε μαζί της και να αναλογιστούμε τι πρόοδο έχουμε κάνει μέσα σε 80 χρόνια ώστε να λύσουμε το μεγαλύτερο μυστήριο απ’ όλα: αυτό που εκτυλίσσεται μέσα στο κεφάλι μας.