Αργά ή γρήγορα, το ξέρεις, σε κάθε ντοκιμαντέρ για έναν μικρό τόπο, νομοτελειακά σχεδόν, θα υπάρξει μια σκηνή σε ένα νεκροταφείο.

Στα «Τέρματα του Αυγούστου», την ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί έναν πιο ταυτόχρονα μεταφορικό και κυριολεκτικό τίτλο για να την περιγράψει, αυτή η σκηνή στο νεκροταφείο είναι το υπό-δειγμα για ολόκληρη την αφήγηση, ένα μικρό ιντερλούδιο που μεταφέρει με τον πιο ανεπιτήδευτο τρόπο τη θεματική μιας ταινίας που τελικά απλώνεται στο φινάλε του Αυγούστου με φόντο το Αρματωλικό και τους ετήσιους αγώνες ποδοσφαίρου ανάμεσα στα χωριά της περιοχής για να μιλήσει για το φευγαλέο και (επιτρέψτε το νεολογισμό) απειροβαρυσήμαντο της ανθρώπινης ζωής.

Στα 100 του χρόνια «και 4 μήνες», ένας άντρας πηγαίνει στον τάφο της γυναίκας του που πέθανε στα 97 της πριν από τρία χρόνια, τον Αύγουστο. Ομολογεί on camera πως δεν φοβάται το θάνατο, όσο τα χέρια του είναι γερά. Αλλά εξομολογείται πως: «Η καρδιά μου ραγίζεται εδώ. Κάθομαι και κλαίω. Γιατί η αγάπη είναι αγάπη.».

Έτσι «ραγίζεται η καρδιά σου» και στα 120 λεπτά ενός πορτρέτου μιας Ελλάδας που ακριβώς κάτω από τη σκιά της οροσειράς της Πίνδου και με τους αιώνες ζωής των «ακόμη ζωντανών» ανθρώπων της να έχουν χαράξει δικά τους μονοπάτια μέσα στα δάση της ανθρώπινης ιστορίας, αφηγείται την ιστορία του κύκλου της ζωής με έναν τρόπο που υπερβαίνει τους πολυχρησιμοποιημένους (και συχνά κακοποιημένους) όρους της «παρατήρησης» και της «τεκμηρίωσης».

Η ματιά του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, επίσημα πλέον από τους σπάνιους ανατόμους της πιο τρυφερής, διάφανης, μελαγχολικής πλευράς του μικρού τόπου που δεν κρύβεται ούτε πίσω από την φαινομενική του αθωότητα αλλά θα έδινε τα πάντα για να την υποστηρίξει ως ανεκτίμητη υπεραξία του, προσομοιάζει περισσότερο με τον ρυθμό που αποκτά το βλέμμα όταν στέκει πάνω στο βίωμα και από ανάμνηση το μετουσιώνει σε ένα παρόν που αντιστέκεται στο υπάρχον αφήγημα για την (ελληνική) επαρχία.

Τα «τέρματα» του Αυγούστου, από την ετυμολογία τους φτιαγμένα να εμπεριέχουν τις έννοιες της νίκης (του γκολ) αλλά και του τέλους (του γηπέδου, του χωραφιού), περιγράφουν μικρές νίκες και μικρά τέλη, μικρές ιστορίες ζωής και θανάτου, μικρά ράθυμα στιγμιότυπα σε εκείνο το «ευλογημένο» μικρό διάστημα του Αυγούστου που λες και η γιορτή της Παναγίας ενεργοποιεί τους έρημους το χειμώνα τόπους και γεμίζουν φωνές, κλάματα, κουτσομπολιά, τον ήχο μιας καθημερινότητας που ζυμώνει και σφάζει με την ίδια ανακουφιστική ησυχία.

Περιγράφουν όμως μαζί και τεράστιες ιστορίες αγάπης (που διαρκούν όσο δεν θα πίστευες ποτέ ότι διαρκεί η αγάπη) και τιτάνιους τσακωμούς πάνω στο τίποτα, σε ένα σερί από απολαυστικές, ξεκαρδιστικές, σκηνές που ο Κουτσιαμπασάκος κινηματογραφεί ως αυθεντική κωμωδία, κρύβοντας από κάτω χωρίς δηκτικότητα στρώσεις από υπόκωφη βία, μια οργή που δυναμώνει όταν το ματς κορυφώνεται, ένα μηχανισμό που οι μικροκοινωνίες - του Αρματωλικού, της πόλης, μιας ολόκληρης χώρας δεν έχει σημασία - ενεργοποιούν κάθε φορά που η φύση του ανθρώπου τείνει προς το διχασμό και όχι την ένωση.

«Η αγάπη είναι αγάπη», όμως, κι όταν στα τελευταία πλάνα, όταν το χιόνι έχει αφήσει το χωριό έρημο και κάνει τον απόηχο της έντονης αυτής αυγουστιάτικης ραθυμίας να μοιάζει σχεδόν με home movie που κάποιος θα βρει κρυμμένο στο σεντούκι της γιαγιάς μετά από χρόνια, μια επίσκεψη στο νεκροταφείο επιβεβαιώνει την τολμηρή τελικά θέση του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου πως η νοσταλγία δεν έχει την παραμικρή σχέση με την μνήμη. Οπως και τα γκολ με τη νίκη.