Η Ιζαμπέλ Ιπέρ βρίσκεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, όσο λιγομίλητη, αυστηρή και επιλεκτική και αν είναι η μεγάλη Γαλλίδα σταρ. Και masterclass και παρουσίαση αγαπημένων ταινιών της και βράβευση από το Δήμο Θεσσαλονίκης, ένα φορτωμένο πρόγραμμα που έριξε σκιά στις υπόλοιπες δράσεις του Φεστιβάλ που συνεχίζει να γεμίζει αίθουσες, συζητήσεις και σχεδόν να πηγαίνει κόντρα στο ελαφρύ χειμωνιάτικο σκηνικό που έστησε ο καιρός.
Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βλέπετε συγκεντρωμένα όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.
Ιπέρ x 3
«Δεν χρειάζεται να σκέφτομαι όταν ερμηνεύω, χρειάζεται μόνο να νιώθω. Η σκέψη προηγείται της ερμηνείας. Αν και στην πραγματικότητα, η σκέψη ανήκει στον σκηνοθέτη. Εγώ είμαι εκεί, στο γύρισμα ή στη θεατρική σκηνή, για να νιώθω».
Τάδε έφη η Ιζαμπέλ Ιπέρ στο masterclass που έδωσε, με συνομιλήτρια τη συγγραφέα Ερση Σωτηροπούλου, αποκαλύπτοντας κάποια από τα μυστικά της τέχνης της, σε ένα ανοιχτό διάλογο ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά, αφού αναφέρθηκε τόσο στον Μπομπ Γουίλσον και τον Ρομέο Καστελούτσι όσο και στον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Μίκαελ Χάνεκε. Θυμήθηκε πως η πρώτη στιγμή που βρέθηκε μπροστά σε κάμερα ήταν σε ένα home movie της οικογένειάς της και χωρίς να απορρίψει τη «μέθοδο Στανισλάφσκι» περιέγραψε την ύπαρξή της στο κινηματογραφικό σετ και μπροστά στη σκηνή ως μια εμπειρία που έχει να κάνει περισσότερο με τις αισθήσεις.
«Η πρώτη φορά που βρέθηκα μπροστά σε κάμερα πρέπει να ήταν όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Ηταν η κάμερα του μπαμπά μου. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία. Μάλλον σε έναν αρκετά δευτερεύοντα ρόλο, σε μια τηλεοπτική ταινία, ωστόσο αδυνατώ να θυμηθώ την αίσθηση που μου άφησε. Δεν διαχώρισα ποτέ την υποκριτική όπως αυτή εκδηλώνεται μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου. Δούλευα από πολύ νωρίς σε παραστάσεις με ιδιαίτερους ανθρώπους, όπως τον “μάγο του γερμανικού θεάτρου” Πέτερ Τσάντεκ, με την αδερφή μου, την Καρολίν. Ενιωθα ότι βρισκόμουν σε ένα οικείο περιβάλλον. Στην πορεία ήρθαν και πιο απαιτητικοί ρόλοι, όπως για παράδειγμα με τον Ρομέο Καστελούτσι. Ωστόσο, δεν διαχώρισα ποτέ την μία συνθήκη από την άλλη. Η δική μου εντύπωση –όπως και πολλών θεατών– είναι ότι υπάρχει μια ρευστότητα μεταξύ των δύο. Το θέατρο είναι συχνά εξουθενωτικό, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Οσον αφορά την πράξη της υποκριτικής, απαιτεί πλήρη επίγνωση της κατάστασης αλλά και μια διαρκή συγκέντρωση γιατί στη σκηνή όλες οι κινήσεις φαίνονται. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις αυτή την πρώτη αμηχανία, το θέατρο γίνεται υπέροχο. Είτε βρίσκομαι μόνη μου στη σκηνή είτε με άλλους ηθοποιούς, με κάποιον τρόπο το κοινό εξαφανίζεται και δημιουργείται ένας φανταστικός κόσμος, στον οποίο κυριαρχεί μια αίσθηση μοναχικότητας. Πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Δεν γίνεται να σκέφτεσαι ότι υπάρχει κοινό, πρέπει να βιώσεις την εμπειρία όσο πιο έντονα γίνεται».
«Τη στιγμή που πρέπει να μπούμε σε έναν ρόλο, δεν υπάρχει χρόνος να σκεφτούμε. Νωρίτερα όμως, σκέφτομαι πολύ, καθότι η δουλειά του ηθοποιού συνεπάγεται σκέψη, όταν έρχεται όμως η στιγμή της ερμηνείας, εκεί παύουμε πια να σκεφτόμαστε. Πλέον, τα πάντα έχουν να κάνουν με το παρόν και πρέπει να έχουμε αυτοπεποίθηση. Είναι σαν μια σύμβαση που συνάπτουμε με τον σκηνοθέτη. Αν αρχίσουν οι αμφιβολίες, τα πράγματα γίνονται δύσκολα».
«Δεν έχω διαβάσει τα βιβλία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, όμως βρίσκω αυτά που έλεγε αρκετά ενδιαφέροντα. Δεν μπορώ να πω ότι ακολουθώ κάποια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Ισως να είμαι “κληρονόμος” μιας μεθόδου, χωρίς όμως αυτό να συμβαίνει συνειδητά. Μου αρέσει να λέω ότι δεν ενσαρκώνω χαρακτήρες, αλλά καταστάσεις. Ερμηνεύω συναισθήματα. Κι όλο αυτό ενδεχομένως να εδράζεται σε έναν σύγχρονο τρόπο υποκριτικής, που έρχεται σε αντίθεση με ένα παλαιότερο μοντέλο, το οποίο επικεντρωνόταν κατά βάση στους χαρακτήρες. Το σινεμά εξελίσσεται. Στο παρελθόν υπήρχε το δίπολο καλός-κακός. Πλέον τα όρια μεταξύ των δύο δεν είναι τόσο διακριτά».
«Η "Τελετή" είναι μια μεγάλη ταινία του Κλοντ Σαμπρόλ, στην οποία κυριαρχεί αυτή η αντιπαράθεση καλού-κακού, με τρομερά έντονο το στοιχείο της πάλης των τάξεων. Οι ανισότητες μπορούν να οδηγήσουν σε εκρηκτική βία, και το έργο προσπαθεί να μας να βοηθήσει να κατανοήσουμε αυτή τη συνθήκη, χωρίς όμως να την αποδέχεται. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια διάσταση ειρωνείας. Είναι μια ταινία με οξύ ύφος και παράλληλα αστεία, αλλά και με γνωρίσματα τραγωδίας. Είναι δύσκολη η θέασή της, όμως την έχω αγαπήσει. Θυμάμαι ότι ο Σαμπρόλ ήταν καλεσμένος και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αγάπησα όλες τις ταινίες του στις οποίες συμμετείχα γιατί δεν είναι ποτέ βαρύ να μιλάμε για τη βία των αισθημάτων, για τη βία τού να συνυπάρχεις με τους άλλους ανθρώπους. Ο Σαμπρόλ είναι βαθιά πολιτικός, όπως και το ίδιο το σινεμά από τη φύση του. Έχει ένα ευρύ όραμα και έχει καταθέσει μέσα από τις ταινίες του πολύ αιχμηρά σχόλια για τον κόσμο που ζούμε».
«Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να διαβάζω βιβλία, να βλέπω ταινίες ή να πηγαίνω στο θέατρο. Είναι ένα εκπληκτικό προνόμιο, και η πραγματικότητα είναι πως η ζωή είναι πολύ δύσκολη εάν δεν διαθέτεις αυτή τη δυνατότητα».
Διαβάστε εδώ αναλυτικά όλα όσα ειπώθηκαν στο masterclass της Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Λίγο αργότερα παρουσίασε τη «Δασκάλα του Πιάνου», κατα γενική ομολογία έναν από τους ογκόλιθους της καριέρας της, αποκαλύπτωντας πως πριν είχε απορρίψει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα «Παράξενα Παιχνίδια» - ευτυχώς, μεταξύ μας, που ο Μίκαελ Χάνεκε δεν προσβλήθηκε και συνεργάστηκε τελικά μαζί της.
Και για κλείσιμο της επίσκεψής της, βραβεύθηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης με ταυτόχρονη προβολή του «Εκείνη» του Πολ Βερχόφεν, έτερου ογκόλιθου της τεράστιας φιλμογραφίας της.
Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βλέπετε συγκεντρωμένα όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.
Stunt men για όλες τις (δύσκολες) δουλειές
Οι Σωτήρης Κρανιώτης και Κρις Ραντάνοφ, ηθοποιοί, κασκαντέρ και stunt coordinators της ομάδας Stunt-Project, έδωσαν ένα συναρπαστικό masterclass με τίτλο «Movie Stunts - Εισαγωγή στον Συναρπαστικό Κόσμο των Κινηματογραφικών Σκηνών Δράσης», όπου ουσιαστικά σύστησαν έναν άγνωστο κόσμο στο ευρύ κοινό αλλά και στους επαγγελματίες του σινεμά.
Με λέξεις κλειδιά την «ασφάλεια» και την «αληθοφάνεια», ο Κρις Ραντάνοφ και ο Σωτήρης Κρανιώτης έκαναν μια αναδρομή στον κόσμο των κασκαντέρ, μοιράστηκαν μαζί τους σημαντικότερους τομείς των δύσκολων σκηνών που αναλαμβάνουν (μάχες, φωτιές, κυνηγητά με αυτοκίνητα) και έδειξαν το πριν και το μετά από απαιτητικές δουλειές τους των τελευταίων χρόνων.
«Οι συντονιστές επικίνδυνων σκηνών αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν και να συντονίσουν τις σκηνές, αλλά και να στελεχώσουν τις ομάδες που απαιτούνται, δηλαδή τους κασκαντέρ. Μεταφέρουν επομένως τις ανάγκες του σεναρίου στην παραγωγή, έχοντας ως αδιαμφισβήτητα κριτήρια την ασφάλεια και την αληθοφάνεια που δημιουργεί τη μαγεία του σινεμά. Είναι νομίζω απαραίτητο για έναν stunt coordinator να αποτελεί κομμάτι ενός πρότζεκτ από τα γεννοφάσκια του, γιατί μόνο έτσι θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς τι θα συμβεί σε ένα γύρισμα. Σε πρώτη φάση, και πάντα με βάση το σενάριο, ο συντονιστής επικίνδυνων σκηνών, λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια και το μπάτζετ, θα στελεχώσει τις ομάδες που απαιτούνται, δηλαδή τα άτομα που μπορεί να χρειάζονται για τις πολεμικές σκηνές, καθώς κι έναν συντονιστή που θα σχεδιάσει τη χορογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, τα πράγματα ζωντανεύουν για τον σκηνοθέτη, και οι κασκαντέρ με τη σειρά τους προπονούνται. Δεν ψάχνεις απλώς ένα άτομο που ξέρει πολεμικές τέχνες, θέλει ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με τον κινηματογράφο και το σετ μιας ταινίας: μόνο έτσι θα επιλύσεις το ζήτημα της ασφάλειας».
Διαβάστε αναλυτικά εδώ όλα όσα ειπώθηκαν στο masterclass «Movie Stunts - Εισαγωγή στον Συναρπαστικό Κόσμο των Κινηματογραφικών Σκηνών Δράσης».
Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βλέπετε συγκεντρωμένα όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.
Το Flix βλέπει ταινίες στο 66ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
«Madonnas» των Λάκη και Αρη Ιωννά (The Callas) | Φεστιβάλ Ελληνικού Κιν/φου, Επίσημη Πρώτη
H Nάνσυ κληρονομεί ένα παλιό τροχόσπιτο από τη θεία της. Τι έχει άραγε μέσα; Και τι θα το κάνει; Ισως είναι μία ευκαιρία να ξεφύγει λίγο από τη ρουτίνα του σπιτιού της, να αφήσει το μωρό με τον άντρα της και να πάει ένα road trip, χωρίς προορισμό, με την κολλητή της, την Τζωρτζίνα. Βρίσκουν το τέλειο σποτ στις παρυφές μιας παραλίας, έξω από ένα χωριό που οι γυναίκες τους φάνηκαν παρατημένες. Λες να καταλήξουν σαν κι αυτές; Γιατί μαράζωσαν; Ποιος δεν καλύπτει τις ορμές τους; Μήπως αυτό που χρειάζονται είναι ένα μπουρδέλο για γυναίκες; Να, μια ιδέα για το τροχόσπιτο! Το βαφτίζουν «Madonna» κι ετοιμάζουν τιμοκατάλογο. Μόνο ένα πράγμα τους λείπει: «το τσουτσούνι». Ποιος θα δουλέψει στη Madonna; Τότε συναντούν έναν μοναχικό ταξιδιώτη στο δρόμο…
Οι Callas, ο Λάκης και ο Αρης Ιωννάς («Sick», «METS», «The Great Eastern», «Lustlands), επιστρέφουν με μία pop κωμωδία που κουβαλά με τον κοτσαδόρο της τις αποσκευές του καλειδοσκοπικού κόσμου τους: άψογη αισθητική (με πολύχρωμα παιχνίδια στην εικαστική παλέτα, την ενδυματολογία, τα σήμα-κατατεθέν πλεκτά τους), μουσικές (τους) με γκάζια, λοξό απολαυστικό χιούμορ, δυο κορίτσια στον ήλιο, ακομπλεξάριστα, με σπίθα και τσαγανό. Μόνο που αν κάποιος ανοίξει τα μπαούλα του δημιουργικού τους τροχόσπιτου βρίσκει πολλά περισσότερα. Χωρίς σοβαροφάνεια, ή βαρύγδουπες αναλύσεις, οι Callas πλέκουν ανάμεσα στις λέξεις μια τρυφερή, στοχαστική ματιά στη γυναίκα (παντρεμένη ή single, της Αθήνας ή της περιφέρειας), τις αγωνίες και τις ανάγκες της, η οποία διευρύνεται αιφνιδιαστικά σε έναν ευρύτερο διάλογο για την ταυτότητα του φύλου. Παρόλο που αυτό το δεύτερο κομμάτι μοιάζει λίγο πιο αστήριχτο (ίσως χρειαζόταν μία πιο δυνατή σκηνή με τον Νικολάκη Ζεγκινόγλου), είναι τόσο φρέσκο και καίριο το βλέμμα τους και τόσο απολαυστικά ελεύθερη η γλώσσα τους που νιώθεις σαν να είσαι στο αυτοκίνητο των ηρωίδων τους, κατεβάζεις το παράθυρο και να σου παίρνει το αεράκι τα μαλλιά.
Πόλυ Λυκούργου

Ασπρο Σαλιγκάρι (White Snail) των Ελζα Κρέμζερ, Λέβιν Πέτερ | Ανοιχτοί Ορίζοντες
Η Μάσα, ο Μίσα, η νυχτερινή περιπλάνηση στους υποφωτισμένους δρόμους του Μινσκ. Η Μάσα είναι μια όμορφη, ντελικάτη, αγέλαστη κοπέλα που φιλοδοξεί να κάνει καριέρα μοντέλου στην Κίνα: προβάρει, δοκιμάζει τον εαυτό της στην κάμερα, επεξεργάζεται το πρόσωπο και το σώμα της για να δείχνει όμορφο. Ο Μίσα, εσωστρεφής και σιωπηλός, δουλεύει στο νεκροτομείο. Με την καλλιτεχνική του ορμή και τις λαδομπογιές του, ομορφαίνει τα πρόσωπα των νεκρών, τα χρησιμοποιεί ως καμβά για μια δεύτερη ζωή χωρίς ανάσα. Οταν οι δυο τους συναντηθούν, θα ξυπνήσει ένα ρομάντζο στο όριο της ζωής και του θανάτου, της εξωτερικής και της εσωτερικής ομορφιάς.
Οι δυο αυστριακοί σκηνοθέτες, στο ντεμπούτο τους στη μυθοπλασία, προέρχονται από το πεδίο του ντοκιμαντέρ κι αυτό αναδύεται από κάθε σκηνή της ταινίας τους. Οι πρωταγωνιστές τους όχι απλώς δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και έχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά των ηρώων τους – κι η ταινία επενδύει σ’ αυτό, μπερδεύοντας δημιουργικά τη φαντασία με την πραγματικότητα. Μπορεί το φιλμ να κινείται σε ρυθμό… σαλιγκαριού, όμως η ατμόσφαιρά του είναι μεθυστική, ακόμα και υπνωτιστική και η αλήθεια του για τη θνητότητα και όλα όσα κρύβονται μέσα στο ανθρώπινο περίβλημα σε συγκινεί βαθιά μόλις ξυπνήσεις από την ονειρική διαδρομή της.
Λήδα Γαλανού
«Maricel» του Ηλία Δημητρίου | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
Η Mαρισέλ έχει αφήσει την τετράχρονη κορούλα της στις Φιλιππίνες κι έχει έρθει στην Κύπρο για να δουλέψει ως οικιακή βοηθός. Την προσλαμβάνει ένα ζευγάρι νεόπλουτων αστών για να φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του άντρα στο χωριό. Η μητέρα του δεν βλέπει καλά, το σπίτι είναι βρώμικο, τα πόδια της δεν την βαστούν κι όλο πέφτει κάτω. Ο πατέρας συνεχίζει τις δουλειές στα χωράφια, αλλά κι αυτός χωρίς πολλά κουράγια. Το ζευγάρι τοὺς επιβάλει την Μαρισέλ, ενώ η πεισματάρα γιαγιά δεν τη θέλει. Η Μαρισέλ μπαίνει σ’ αυτό το σπίτι αθώα, καλοπροαίρετα, φροντιστικά, αλλά αυτός ο τόπος τη διώχνει.
Ο Ηλίας Δημητρίου («Smac», «Fish ’n’ Chips») γράφει και σκηνοθετεί ένα σύγχρονο δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, με θαυμαστές ισορροπίες και προσοχή στη λεπτομέρεια. Μπορεί να μπαίνουμε στην ιστορία μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας που δίνει και τον τίτλο στην ταινία, αλλά δεν κοιτάμε μόνο την σκληρή πραγματικότητα της «ξένης». Ο αντικατοπτρισμός είναι ακόμα σκληρότερος. Το παιχνίδι εξουσίας του ντόπιου είναι περίπλοκο, άλλοτε κρυμμένο κάτω από τη σκόνη της υποκρισίας, άλλοτε μποχάρει απροκάλυπτα και χυδαία. Ομως ο Δημητρίου δεν μένει σε κλισέ σχήματα - δίνει αποχρώσεις τρυφερότητας και καλοσύνης, εξηγεί τις ρίζες της συλλογικής φοβίας, μπλέκει θρύλους και δοξασίες, σκύβει με κατανόηση πάνω από τις δυναμικές ενός ζευγαριού (όποιας ηλικίας), κοιτά με λύπη την ανθρώπινη ανασφάλεια που δεν καλοδέχεται την αθωότητα. Υπάρχει μία αμηχανία στην επίλυση του τέλους (η δραματουργική εξέλιξη της ηλικιωμένης μοιάζει κάπως βεβιασμένη και αστήριχτη), αλλά η ταινία πετυχαίνει κάτι βαθιά ανθρώπινο, οικείο και αληθινό, με δυνατές ερμηνείες και μια πρωταγωνίστρια που σου κλέβει την καρδιά.
Πόλυ Λυκούργου

Εκρηξη (Erupcja) του Πιτ Ος | Ανοιχτοί Ορίζοντες
Κάθε φορά που οι παιδικές φίλες, Μπέθανι και Νελ, συναντιούνται, ένα ηφαίστειο εκρήγνυται, κυριολεκτικά (αυτή τη φορά είναι η Ετνα). Το οποίο δεν έχει καμία απολύτως σημασία στην πλοκή της ταινίας, παρά μόνο ως προσπεράσιμο σεναριακό ευρηματάκι. Αυτή τη φορά η Μπέθανι (η Charli xcx σ’ έναν από τους πολλούς κινηματογραφικούς ρόλους της αυτή την εποχή), πηγαίνει στη Βαρσοβία με τον φίλο της, τον Ρομπ, για να επισκεφτεί τη Νελ που ζει εκεί και δουλεύει, βεβαίως, σ’ ένα ανθοπωλείο. Η συνάντησή τους υποτίθεται θα είναι συναισθηματικά εκρηκτική – αλλά όχι στ’ αλήθεια.
Η παρουσία της Charli xcx είναι η βασική ατραξιόν στην ταινία και περίπου η μόνη. Είναι, by the way, το brat summer του 2024 κι όποι@ το έζησε, το θυμάται τόσο πιο έντονα από την ανάμνηση που αφήνει το φιλμ. Περιπλανήσεις στη νυχτερινή Βαρσοβία, κλάμπινγκ, πόζα, ένας αφηγητής που δηλώνει όλα τα συναισθήματα κι όλες τις σκέψεις-λέξεις, για να καλύψει το κενό της ιστορίας και των ηρωίδων. Μια ταινία ηχηρή και μαζί κενή, σαν μια φωτογραφία από μια περιπέτεια που δεν μοιράζεται μαζί μας.
Λήδα Γαλανού

Χθες το Βράδυ Κατέκτησα τη Θήβα (Anoche conquisté Tebas) του Γκαμπριέλ Αθορίν | Διαγωνιστικό Film Forward
Παίρνει λίγη ώρα καθώς βυθίζεσαι στην ταινία να καταλάβεις τι βλέπεις, τι είναι πραγματικό, τι όχι, τι είναι αρχαίο και τι ανήκει στη γενιά άλφα. Είναι από τη μια το τοπίο, αρχαία λουτρά ανάμεσα στη θάλασσα και τον βάλτο, με πυκνή βλάστηση κι αλλού με σκέτο βράχο, που αναδύθηκαν από μια εκσκαφή και τώρα προσελκύουν κάθε λογής τουρίστες (το σχεδόν εναρκτήριο πλάνο με drone χαράσσεται στη μνήμη σαν μια κάτοψη της ανθρώπινης Ιστορίας). Εκεί θα βρεθεί μια παρέα αγοριών, ανάμεσά τους ο Αντόνιο και ο Γιότα που, με τον λιγότερο προφανή τρόπο θα συνδέσουν την υφή του ανδρισμού, μεταξύ σημερινών μαχητών βιντεοπαιχνιδιών και των Ρωμαίων στρατιωτών που έχτισαν αυτά τα λουτρά χιλιετίες παλαιότερα.
Με μια θαρραλέα και φιλοσοφική, θα έλεγε κανείς, αισθητική, με μια σειρά από νυχτερινά πλάνα που διασχίζουν το όνειρο και την πραγματικότητα ταυτόχρονα, ο Αθόριν φτιάχνει ένα φιλμ που θα μπορούσε ν’ ανήκει στη Λουκρέσια Μαρτέλ ή στον Αλμπερτ Σέρα. Η κάμερά του μένει σχεδόν πάντα ακίνητη, έχοντας ν’ αποτυπώσει εικόνες που προκαλούν δέος, όχι για τη φύση ή τα αρχαία ερείπια αλλά για τον τρόπο με τον οποίο εκμαιεύουν μυστικά για την ανθρώπινη εξέλιξη. Ολότελα queer και συναρπαστικά κλασική, μια ιδιαίτερη, μάλλον ανένταχτη ταινία με μεγάλη γοητεία.
Λήδα Γαλανού
Μη Γελάτε, Θα Σας Δει ο Κόσμος του Νικόλα Δημητρόπουλου | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη πρώτη
Η Μαρία, μόνιμος κάτοικος ελληνικού νησιού, βρίσκεται στην Αθήνα, στο σπίτι της αδερφής της για το μνημόσυνο της μητέρας τους. Εκεί θα μάθει ότι είναι έγκυος και θα απομονωθεί στο εξοχικό της οικογένειας για να.. συγκρουστεί ελεύθερα με τις σκέψεις, τα θέλω και τα όχι της. Η σύγκρουση θα ενταθεί όταν την εγκυμοσύνη της θα μάθει η θρησκόληπτη αδερφή της η οποία θα δει κι αυτή τον φαινομενικά τακτοποιημένο κόσμο της να καταρρέει.
Παρά το παράδοξο της εμπλοκής της θρησκείας που φέρνει ωστόσο στην ταινία κάτι βιωματικό (;), το φιλμ του Νικόλα Δημητρόπουλου - πολύ μακριά από το προηγούμενο εγχειρημά του με το «Καλάβρυτα 1943» - επενδύει στις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών του, κυρίως της Μαρίας Αποστολακέα αλλά και ως ιδανικό αντίβαρο αυτή της Μαντούς Γιαννίκου, προκειμένου να μιλήσει με τρόπο καθημερινό για τα μεγάλα θέματα της ζωής: τη μοναξιά, το θάνατο, το χρόνο που περνάει, τον τρόπο με τον οποίο συγκρουόμαστε καθημερινά πριν από την ίδια την κοινωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό. Οχι τόσο υπαρξιακό όσο ακούγεται, ούτε τόσο πρωτότυπο όσο θα είχε νόημα, με συσσωρευμένα επίκαιρα (πολιτικά, κοινωνικά) θέματα συζήτησης που κάπως μοιάζουν «απλά να βρίσκονται εκεί», σίγουρα με μια ανεπιτήδευτη απλότητα που στις πιο εσωτερικές στιγμές του συγκινεί και αφοπλίζει.
Μανώλης Κρανάκης
«Θα σ’ Αγαπώ τον Νοέμβρη» του Σωτήρη Σταμάτη | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
Ενα χειμωνιάτικο βράδυ τρία διαφορετικά ζευγάρια συναντιούνται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Η Μαργαρίτα κι ο Σπύρος κλείνουν ένα χρόνο χωρισμένοι, με εκείνον να την αγαπά ακόμα και να θέλει απαντήσεις και λύτρωση. Η Μαίρη κι ο Πέτρος, αποξενωμένοι από καιρό, χωρίζουν - εκείνη τον απατά, κι εκείνος φεύγει σε μια βόλτα οργής κι αυτοκαταστροφής. Οι νεότεροι, οι Νίνα κι ο Στέλιος, τώρα ξεκινούν - συναντήθηκαν τυχαία και περπατούν μέχρι το ξημέρωμα ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες ομορφιές που κρύβει η πόλη και η υπόσχεση μίας νέας σχέσης.
Ο Σωτήρης Σταμάτης με τη δεύτερή του ταινία επιχειρεί κάτι που λείπει από το ελληνικό σινεμά: μία αλά Λινκλέιτερ δραμεντί με ιστορίες που αναγνωρίζουμε και μας αφορούν. Παίρνοντας έμπνευση (υποθέτουμε) από το στίχο «will you love me in December as you do in May?», επιχειρεί να κατασκευάσει μία σπονδυλωτή αφήγηση της ευθραυστότητας του έρωτα. Στην αρχή του όλα είναι αισιόδοξα και φωτεινά, σαν ζεστός καλοκαιρινός ήλιος. Τι κάνουμε όμως με τα πρώτα κρύα; Το σκηνοθετικό του βλέμμα είναι ατμοσφαιρικό, ερωτευμένο κι αυτό με την νυχτερινή Θεσσαλονίκη. Πειραματίζεται επιτυχημένα με το στυλ (jump cuts, flashbacks, διάλογοι που σπικάρονται σε ετεροχρονισμένα πλάνα), το χάνει λίγο στο ρυθμό που σε κάποιες σεκάνς πλατειάζει. Το σενάριο είναι σε στιγμές αληθινό, δουλεμένο, εύστοχο, αλλά και σε κάποιες άλλες άνισο - δεν είναι όλα τα ζευγάρια το ίδιο δυνατά. Το συνολικό αποτέλεσμα όμως κάτι έχει - αν όχι καθολικά ερωτεύσιμο, σίγουρα όμως πανάξιο για ένα πρώτο ραντεβού.
Πόλυ Λυκούργου
Περισσότερες κριτικές από το 66ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- Σιωπηλή Φίλη (Silent Friend) της Ιλντικο Ενιέντι | Ειδικές Προβολές
- Gorgoná της Εύης Καλογηροπούλου | Διεθνές Διαγωνιστικό
- Beachcomber του Αριστοτέλη Μαραγκού | Διεθνές Διαγωνιστικό
- Σμαράγδα του Αιμιλίου Αβραάμ | Διαγωνιστικό τμήμα Meet the Neighbors+
- Παραμερίζοντας τα Σύννεφα των Μέρι Ντάρλινγκ, Μπρέι Βάντερ, Φελίσια Σομπάνι | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Ξεπερνώντας τα Σύνορα
- Βγαίνουν Μέσα απ’ τη Μάργκο του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy) | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Πρώτη Προβολή
- Πολύ Κοριτσίστικο Ονομα το Πάττυ του Γιώργου Γεωργοπούλου | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Πρώτη Προβολή
- Μάχη του Ηλία Γιαννακάκη | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Πρώτη Προβολή
- Αντικατοπτρισμοί (Miroirs No.3) του Κρίστιαν Πέτζολντ | Ειδικές Προβολές
- Ρενουάρ (Renoir) της Τσι Χαγιακάουα | Ανοιχτοί Ορίζοντες
- The Thing With Feathers του Ντίλαν Σάουθερν | Ειδικές Προβολές
- Το Φεγγαρόψαρο (και Αλλες Ιστορίες από τη Λίμνη) (Sunfish (& Other Stories on Green Lake) της Σιέρα Φάλκονερ | Ανοιχτοί Ορίζοντες
- Θηλυκό του Κωνσταντίνου Μενέλαου | Διαγωνιστικο Τμήμα >>Film Forward
- Tender του Αρη Μπαφαλούκα | Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Ξεπερνώντας τα Σύνορα
- Aμνετ (Hamnet) της Κλόε Ζάο, Ειδικές Προβολές
- Η Αγάπη που Απομένει (The Love That Remains) του Χλίνουρ Πάλμασον | Ειδικές Προβολές
- The Mastermind της Κέλι Ράιχαρντ | Ειδικές Προβολές
- Κόκορας του Τάσου Γερακίνη, Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
- Εκτροπή του Μαρίνου Καρτίκκη, Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
Στο ειδικό τμήμα του Flix μπορείτε να βλέπετε συγκεντρωμένα όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ: πρόσωπα, events, ταινίες - με τον τρόπο του Flix.
