Στο παρελθόν, μια κακή φήμη κύκλωνε τα σφαιριστήρια. Ηταν γεμάτα από τζογαδόρους και ικανούς παίκτες που κράδαιναν στέκες, έτοιμοι να μαζέψουν και την τελευταία δεκάρα από την τσέπη κάποιου άτυχου που θα κατέβαινε στο σκοτεινό υπόγειο. Κάθε τραπέζι είχε στόμα και δάγκωνε. Ηταν ένα θέαμα ιδιαζόντως επιβλητικό. Ηταν μια κολυμπήθρα ανθρώπινης πανουργίας, όπου κανείς εμβυθιζόταν ως απλός μπαρόβιος κι ύστερα, με το πρώτο φως της αυγής, αναδυόταν ως κατεργάρης.
Στο «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου» του Ρόμπερτ Ρόσεν παρατηρούμε την πορεία ενός τέτοιου κατεργάρη στο πρόσωπο του αλαζονικού και πάντα γοητευτικού Πολ Νιούμαν. Ο ρόλος του «Γρήγορου» Εντι Φέλσον παγίωσε την περσόνα του αντι-ήρωα, ενός χαρακτήρα με διάθεση επαναστατική, γεμάτου ελαττώματα αλλά και μαστιζόμενου από ηθικές αμφιβολίες (θα τον επαναλάμβανε σε μεταγενέστερες εμβληματικές ταινίες, όπως το «Αγριος σαν Θύελλα» του 1963 και φυσικά τον «Μεγάλο Δραπέτη» του 1967, ίσως τον σπουδαιότερο ρόλο της λαμπρής καριέρας του). Η ερμηνεία του στην ταινία αυτή του χαρίζει τη δεύτερη υποψηφιότητα για Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου (μία από τις δέκα συνολικά υποψηφιότητες στην καριέρα του). Επίσης, λειτουργεί ως πνευματικός πρόγονος της ερμηνείας που θα του έδινε το Οσκαρ το 1987, στο «Χρώμα του Χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε, το σίκουελ στο οποίο παρακολουθούμε την επιστροφή του «Γρήγορου» Εντι στα τραπέζια του μπιλιάρδου.
Η ταινία του Ρόμπερτ Ρόσεν βρέθηκε προτεινόμενη για εννιά όσκαρ το 1962 και κέρδισε δύο εξ αυτών, για καλύτερη καλλιτεχνική διεύθυνση από τον Χάρι Χόρνερ και τον Τζιν Κάλαχαν και για καλύτερη ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Όιγκεν Σούφταν (η Ακαδημία, σχεδόν για 30 χρόνια από το 1939 έως το 1967, είχε ξεχωριστές κατηγορίες για την έγχρωμη και την ασπρόμαυρη κινηματογράφηση, αλλά το 1968, λόγω της γοργής ανόδου της δημοφιλίας του έγχρωμου κινηματογράφου τις συγχώνευσε). Η ταινία θεωρείται πλέον μία από τις σημαντικότερες αθλητικές ταινίες όλων των εποχών, πράγμα οξύμωρο γιατί οι πρωταγωνιστές της καπνίζουν συνεχώς και καταναλώνουν ατελείωτες ποσότητες αλκοόλ. Το φιλμ αναζωπύρωσε επίσης το ενδιαφέρον για το μπιλιάρδο, μια ασχολία η οποία στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχανε τη δημοφιλία της. Χάρη στο «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου», ο κόσμος επέστρεψε στα σφαιριστήρια ενώ το ίδιο το άθλημα έγινε περισσότερο προσβάσιμο στο κοινό, χάνοντας ένα κομμάτι από τη μυθολογική του κατεργαριά.
Στην ταινία, παρακολουθούμε τις προσπάθειες του «Γρήγορου» Εντι Φέλσον (Πολ Νιούμαν) να «πιάσει την καλή», θεατριζόμενος σε σφαιριστήρια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι τρομερά ταλαντούχος στο μπιλιάρδο και, όταν κρατάει τη στέκα, οι μπάλες φαίνεται να βρίσκουν καταφύγιο στις γωνιακές τρύπες με απίστευτη αποτελεσματικότητα. Το όνειρο του Εντι όμως δεν είναι τα πλούτη: είναι μια άπιαστη, τελική νίκη, η οποία θα φέρει και την καταστροφή του. Προσπερνάει τους ερασιτέχνες ψευτοπαίκτες και αναζητά μια πραγματική πρόκληση. Τελικά, τη βρίσκει στο πρόσωπο του Μινεσότα Φατς (του απολαυστικού Τζάκι Γκλίσον στον μοναδικό δραματικό ρόλο της καριέρας του, που του χάρισε και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου). Εκεί, παρά τις απίστευτες ικανότητές του και την οριακά σαγηνευτική του επιρροή απέναντι στις μπάλες του μπιλιάρδου, οι οποίες ακολουθούν τα προστάγματά του με μια πειθαρχία σχεδόν στρατιωτική, βιώνει μια εξευτελιστική ήττα από τον Μινεσότα Φατς. Από το σημείο αυτό, ο «Γρήγορος» Εντι βουτά με το κεφάλι σε μια κατωφερή σπείρα και η ζωή του μετατρέπεται σε ένα πεδίο ηχηρής συντριβής και σε μια σειρά από ηθικές πτώσεις.
Η αποξένωση του «Γρήγορου» Εντι, η απόλυτη μοναξιά του και η απόσταση που συνειδητά κρατά από οποιαδήποτε υποψία πραγματικής ανθρώπινης επαφής ενισχύεται από τη χρήση του Σινεμασκόπ, του επαναστατικού κινηματογραφικού φορμά το οποίο γνώρισε την άνθισή του στη δεκαετία του ‘50 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ηταν ένα ευρυγώνιο σύστημα προβολής που επέτρεπε την καταγραφή και την προβολή εικόνων με αναλογία πολύ πιο πανοραμική από την κλασική αναλογία του Χόλιγουντ. Στηρίχτηκε στη χρήση αναμορφικών φακών, οι οποίοι συμπίεζαν την εικόνα στη λήψη και την αποσυμπίεζαν στην προβολή. Επέτρεπε πολύ μεγαλύτερο οπτικό χώρο και υπήρξε η απάντηση του σινεμά στην άνοδο της τηλεόρασης. Ετσι, το κάδρο στο «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου» γεμίζει από τη σιωπή του σφαιριστηρίου και υπογραμμίζει την απόλυτη μοναξιά του «Γρήγορου» Εντι στη μεταπολεμική Αμερική: παίζει κατάμονος σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Οι χαρακτήρες τοποθετούνται στα όρια του κάδρου και οι αποστάσεις που τους χωρίζουν παρουσιάζονται ως απροσπέλαστες.
Ο λόγος που καταρρέει το όνειρό του, όπως συχνά συμβαίνει με τους ταλαντούχους ανθρώπους, είναι η μεγαλομανία του, το θράσος του και η υπέρμετρη φιλοδοξία του. Κατηγορεί τον φίλο και μάνατζέρ του, Τσάρλι Μπέρνς (Μάιρον ΜακΚόρμικ) πως είναι «ψιλικατζής» και πως τα όνειρά του μοιράζονται τα αυστηρά όρια των τοίχων του σφαιριστηρίου. Ο Τσάρλι αδυνατεί να δει τη μεγάλη εικόνα και γρήγορα αντικαθίσταται από μια δαιμονική, μεφιστοφελική φιγούρα, τον Μπερτ Γκόρντον. Η περσόνα του Γκόρντον συμβολίζει τη διαστροφή της εξουσίας και είναι η προσωποποίηση όλων των κακών. Αυτό που παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον είναι πως ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον ρόλο, ο φανταστικός Τζορτζ Σι Σκοτ, ήταν θεμελιωδώς αντίθετος με την ιδέα των βραβείων και απεχθανόταν τη διαδικασία αυτή, στην οποία οι ηθοποιοί διαγωνίζονται μεταξύ τους. Αν και βρέθηκε προτεινόμενος για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του ως Μπέρτ Γκόρντον, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην τελετή. Με την ηχηρή του αυτή αποχή, έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα στις ιδιοτελείς πρακτικές του Κακού το οποίο ενσαρκώνει.
Ο Μπερτ Γκόρντον εμφανίζεται στη ζωή του «Γρήγορου» Εντι την κατάλληλη στιγμή. Εχει αψεγάδιαστο ντύσιμο και τέλειο μαλλί. Είναι πάντα ετοιμόλογος και παντογνώστης. Με τη σαρωτική του υπεροχή, παρασέρνει τον Εντι σε ένα δαιμονικό ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου ο πρωταγωνιστής μας καταβάλλεται εντελώς από τη μεγαλομανία του. Η προσωπική του πυξίδα απορρυθμίζεται με αποτέλεσμα να χάσει τον προσανατολισμό του. Ο Μπερτ Γκόρντον θυμίζει άλλες δαιμονικές φιγούρες από την αμερικανική βιβλιογραφία, όπως τον εμβληματικό Δικαστή από τον «Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, έναν επιβλητικό παντογνώστη με ομιχλώδεις καταβολές και καταφανώς διαβολικούς σκοπούς. Ο Γκόρντον θα κατορθώσει να διαβάλλει εντελώς τον «Γρήγορο» Εντι απομακρύνοντας την ελπίδα του για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία, τη μοναδική ακτίδα φωτός σ’ αυτό το σκοτεινό, υπόγειο φιλμ, την οποία ο πρωταγωνιστής αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Σάρα Πάκαρντ (Πάιπερ Λόρι). Σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, ο «Γρήγορος» Εντι αποδεικνύει πως έχει μια απολύτως στρεβλή εικόνα για την ανθρώπινη επαφή, όταν παραδέχεται στη Σάρα πως «Κανείς μας δεν θα καταλάβαινε τι είναι η αγάπη, ακόμα κι αν μας χτυπούσε τυχαία την πόρτα». Δίχως τη Σάρα, είναι χαμένος από χέρι.
Στο πρόσωπο του Μπερτ Γκόρντον αλλά και στην ευρύτερη αποκτήνωση των συνδαιτυμόνων του «Γρήγορου» Εντι, αναγνωρίζουμε ένα δριμύ «κατηγορώ» απέναντι στην κατάχρηση της εξουσίας. Το «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου» είναι άλλωστε ένα πνευματικό παιδί του Μακαρθισμού. Ο Ρόμπερτ Ρόσεν ήταν ύποπτος για κομμουνιστική δράση στη μεταπολεμική Αμερική. Ο ίδιος κλήθηκε δύο φορές ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (HUAC), διότι τα έργα του θεωρούνταν ύποπτα για κομμουνιστική προπαγάνδα. Το 1951 επικαλέστηκε την πέμπτη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος ώστε να μην καταθέσει, μπήκε στον μαύρο κατάλογο του Χόλιγουντ και διακόπηκε απότομα η επαγγελματική του δραστηριότητα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1953, υπό την πίεση της ανεργίας και την απαγόρευση ανανεώσεως διαβατηρίου, ομολόγησε την ενοχή του και κατονόμασε 57 άτομα για κομμουνιστική δραστηριότητα. Η κατάθεσή του είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάστασή του στο Χόλιγουντ αλλά και την απώλεια της εκτίμησης και του σεβασμού της καλλιτεχνικής κοινότητας και πολλών συνεργατών του.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο τοποθετείται η ταινία του: ο Ρόμπερτ Ρόσεν, πικραμένος από τις τιμωρητικές πρακτικές της κυβέρνησης, δημιουργεί μια ιστορία βασισμένη στο βιβλίο «The Hustler» του Γουόλτερ Τέβις, στην οποία το λαϊκό και φαινομενικά άκακο τραπέζι του μπιλιάρδου μετατρέπεται σε ένα τοπίο περίπλοκων σχέσεων εξουσίας και καταδεικνύει τις νευρώσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Ο Ρόμπερτ Ρόσεν, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος παίκτης μπιλιάρδου στα νιάτα του, στα υπόγεια της Νέας Υόρκης, καταφέρνει να κερδίσει μια παρτίδα ενάντια στους διώκτες του. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη επιτυχία του «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου», θα λέγαμε πως έχασε το παιχνίδι, γιατί η καριέρα του δεν έφτασε ποτέ τα ύψη που είχε πριν την εμπλοκή του με την επιτροπή (ενδεικτικά αναφέρουμε τις «Αμαρτωλές Γυναίκες» του 1946 και φυσικά το «Ολοι οι Ανθρωποι του Βασιλιά» του 1949). Η κληρονομιά του Ρόμπερτ Ρόσεν παραμένει έτσι αξεδιάλυτα μπλεγμένη με τις πρακτικές του Μακαρθισμού και την καταστροφική τους επιρροή στην τέχνη.
Η ταινία αυτή (γυρισμένη σε μεγάλο βαθμό στο εμβληματικό σφαιριστήριο Εϊμς στην 44η οδό της Νέας Υόρκης) μας παρουσιάζει, τελικά, μια νικηφόρα παρτίδα μπιλιάρδου. Ο θεματικός της πυρήνας παραμένει όμως το κόστος αυτής της τελικής νίκης. Το φιλμ μάς μιλάει για το μπιλιάρδο χωρίς να εξηγεί ποτέ τους κανόνες του, χωρίς να παρουσιάζει καν μια ολόκληρη παρτίδα. Το μπιλιάρδο είναι ένα τέχνασμα, θα μπορούσε δηλαδή να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε παιχνίδι τύχης και πονηριάς και η ταινία θα είχε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα. Το «Ο Κόσμος Είναι Δικός μου» είναι ένα χαστούκι στο πρόσωπο της μακαρθικής Αμερικής, ένα πανέξυπνο φιλμ που πάει κόντρα στη φόρμουλα των αμερικανικών ταινιών και αρνείται πεισματικά να μας δώσει το αίσιο τέλος που ονειρευόμαστε. Ο «Γρήγορος» Εντι θα ζήσει για πάντα σε κάποιο σφαιριστήριο. Θα συνεχίσει να βάζει κιμωλία στη στέκα του, θα σημαδεύει με αλαζονεία και θα βρίσκει πάντα τον στόχο του. Το παιχνίδι όμως κάποτε θα τελειώσει, οι μπάλες θα διαγράψουν τις τελειωτικές τους τροχιές κι αυτός ο καημένος θ’ απομείνει μόνος με τη στέκα στο χέρι.