«Ζω άρα κινηματογραφώ. Κινηματογραφώ άρα ζω.»
Αυτή η φράση που ακούγεται από τον ίδιο τον Γιόνας Μέκας στη διάρκεια του «Walden» συνοψίζει ίσως με τον καλύτερο τρόπο τη ζωή και το έργο του λιθουανικής καταγωγής δημιουργού. Μια ζωη κι ένα έργο που για πάνω από επτά δεκαετίες και μέχρι τον θάνατό του την προηγούμενη εβδομάδα σε ηλικία 96 ετών ταυτίστηκαν τόσο πολύ με το κινηματογραφικό μέσο, και δη την πιο πειραματική κι ανήσυχη πλευρά του, που του χάρισαν από νωρίς τον τίτλο του νονού του αμερικανικού underground/πειραματικού/ avant garde (διαλέγετε και παίρνετε) σινεμά.
Διαβάστε ακόμη: Το σινεμά αποχαιρετά τον Γιόνας Μέκας, πρωτοπόρο της avant-garde
Ο ίδιος ο Γιόνας Μέκας, ταπεινός ως προς τη σημασία του έργου του, αυτοχαρακτηριζόταν χιουμοριστικά ως η «μαία» του όλου ρεύματος που ξεπήδησε με ορμή και μανία στη δεκαετία του 60 στη Νέα Υόρκη για να αλλάξει και να επηρεάσει όσο λίγα το κινηματογραφικό τοπίο. Από το 1949 που κατέφτασε μαζί με τον αδερφό του Αντόλφας στη Νέα Υόρκη, ως άλλος ένας πρόσφυγας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μέκας βρέθηκε στο επίκεντρο των αλλαγών και των ζυμώσεων που συντελούνταν σταδιακά στην κινηματογραφική σκηνή της πόλης. Μια νέα κουλτούρα γεννιόταν και μια παρέα που συμπεριλάμβανε τους Εϊμος Βόγκελ, Μάγια Ντέρεν, Σίρλεϊ Κλαρκ, Σταν Μπράκχετζ και Γκρέγκορι Μακρόπουλος θα έγραφε ιστορία και θα δημιουργούσε αυτό που ο Μέκας αποκαλούσε το Νέο Αμερικανικό Σινεμά.
Hδη από τις πρώτες μέρες της άφιξής του στην Αμερική ο Μέκας είχε αγοράσει με δανεικά χρήματα μια κάμερα 16χιλιοστών Bolex και άρχισε να καταγράφει μανιωδώς με αυτή σκηνές από την καθημερινή του ζωή. Αυτό που ήταν σίγουρα ένας μηχανισμός επιβίωσης και μια απόπειρα κατανόησης κι εγκλιματισμού σε μια ξένη κουλτούρα θα τον οδηγούσε στη φόρμα του ημερολογιακού φιλμ για την οποία έγινε διάσημος και απότελεί πλέον την παρακαταθήκη του. Το Walden ήταν η πρώτη αποτύπωση της μεθόδου του κι ένα έργο σταθμός στη δημιουργία ενός μη-αφηγηματικού κινηματογράφου.
Ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Diaries, Notes and Sketches (also known as Walden)», μαρτυρά την αυτοσχεδιαστική του φύση και μια impromptu αίσθηση σταχυολόγησης του πάνω από είκοσι ώρες υλικού που είχε συγκεντρώσει ο Μέκας σε χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, από το 1964 έως το 1968. Το τελικό αποτέλεσμα «περιορίστηκε» σε τρεις ώρες και χωρίστηκε σε έξι κεφάλαια (reels), ημίωρης περίπου διάρκειας το καθένα, για να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην γκαλερί Albright–Knox, η οποία είχε χρηματοδοτήσει το έργο. Η υποσημειωση του τίτλου, όμως, με την οποία έμεινε τελικά στην ιστορία η ταινία, αποκαλύπτει τις προθέσεις και τη βασική αναφορά του δημιουργού της.
Οπως στο λογοτεχνικό «Walden» o Χένρι Ντέϊβιντ Θορό κατέγραψε την αγωνία του ανθρώπου να βρει τη θέση του μέσα στη φύση μέσα από τη υπερβατική ενδοσκόπηση, ο Μέκας αποπειράθηκε στο κινηματογραφικό «Walden» να μετουσιώσει σε εικόνες τη δική του ζωή και τη δική του θέση μέσα στο αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης, σε μια νέα (από όλες τις απόψεις) “φύση”, τις χαοτικές συνιστώσες της οποίας προσπάθησε να ενορχηστρώσει σε μια πολυφωνική σύνθεση.
"Το σινεμά είναι εικόνες, φως, κίνηση, ήλιος, χτυποκάρδι, ανάσα, φως" λέει με τα χαρακτηριστικά σπαστά Αγγλικά του ο Γιόνας Μέκας και το "Walden" δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό, μια απόπειρα αποδόμησης και αναδιάρθρωσης του κινηματογράφου μέσα από τα δομικά του στοιχεία, τα οποία μετατρέπονται σε παιχνίδι, ποιήση, τεκμηρίωση, στοχασμό και δοκίμιο.»
Μετά τη απαραίτητη όσο και συμβολική αρχική αφιέρωση στους πρωτοπόρους αδερφούς Λιμιέρ, ενδεικτική της φιλοδοξίας του Μέκας να (ανα)συντάξει μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, το «Walden» μας μεταφέρει σε μια χειμωνιάτικη Νέα Υόρκη, στην οποία (καθόλου τυχαία) «ο άνεμος είναι γεμάτος Ανοιξη». Στα επόμενα 177 λεπτά ο άνεμος αυτος θα είναι σαρωτικός και θα παρελάσουν μπροστά από τα μάτια του θεατή σκηνές από την καθημερινότητα του σκηνοθέτη, συναντήσεις του με διάφορα διάσημα ή λιγότερο γνωστά μέλη της κινηματογραφικής κοινότητας στη Νέα Υόρκη, ταξίδια στην εξοχή και σε σπίτια φίλων του, γάμοι και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, τέσσερις μικρού μήκους ταινίες που είχε ήδη γυρίσει στο πρόσφατο παρελθόν, οι οποίες εντάσσονται εκ νεου στο έργο του («Report from Millbrook» 1965/1966), «Hare Krishna» (1966), «Notes on the Circus» (1966) και «Cassis» (1966)), η πρώτη εμφάνιση των Velvet Underground και της Νίκο, μια επίσκεψη στο διάσημο «κρεβάτι της διαμαρτυρίας» του Τζον Λένον και της Γιόκο Ονο και πολλές ακόμη σημαντικές και ασήμαντες σκηνές από το πέρασμα των εποχών σε μια πόλη και μια ζωή γεμάτη ζωή, πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης θα προσφέρει λιτά και καίρια τις δικές του σκέψεις είτε με τη μορφή μεσότιτλων, είτε με σποραδικά voice over.
Κι αν όλο αυτό ακούγεται εξαντλητικό, ενδεχομένως είναι (δεν είναι τυχαίο πώς στις προβολές της ταινίας στα μουσεία συνήθως επιτρέπεται η είσοδος και η έξοδος σε οποιοδήποτε σημείο), είναι, όμως, από την άλλη και συναρπαστικό, δικαιώνοντας απόλυτα τον αφορισμό του Άντι Γουόρχολ (ο οποίος φυσικά εμφανίζεται κι εδώ) ότι κάθε καθημερινότητα είναι συναρπαστική. Γιατί όλα όσα συνιστούν το Walden δεν παρουσιάζονται γραμμικά, ούτε έχουν μια συνηθισμένη αφηγηματική ροή, αλλά αποτελούν ένα οπτικό stream of consciousness που πειραματίζεται διαρκώς με την υφή και την ταχύτητα, σε κάτι που είναι περισσότερο από 24 αλήθειες (ή ψέματα) το δευτερόλεπτο.
Πίσω από την (φαινομενικά) άναρχη δόμηση και τις φορμαλιστικές ακροβασίες, στις οποίες με επιδεξιότητα επιδίδεται ο Μέκας, κρύβεται η αγάπη του για το κινηματογραφικό μέσο, η ελπίδα του για τις απεριόριστες δυνατότητες του και πάνω απ’ όλα η πίστη του στη νέα κολλεκτίβα δημιουργών του «Νέου Αμερικανικού Σινεμά» για την αποδέσμευση από τους αφηγηματικούς περιορισμούς του κυρίαρχου μέχρι τότε mainstream προτύπου. Αυτά άλλωστε διακήρυσσε επί χρόνια στη διάσημη στήλη κινηματογραφικής κριτικής που κατείχε στη Village Voice και στο περιοδικό Film Culture, του οποίου ήταν διευθυντής.
«Το σινεμά είναι εικόνες, φως, κίνηση, ήλιος, χτυποκάρδι, ανάσα, φως» λέει με τα χαρακτηριστικά σπαστά Αγγλικά του ο Γιόνας Μέκας και το «Walden» δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό, μια απόπειρα αποδόμησης και αναδιάρθρωσης του κινηματογράφου μέσα από τα δομικά του στοιχεία, τα οποία μετατρέπονται σε παιχνίδι, ποιήση, τεκμηρίωση, στοχασμό και δοκίμιο. Κι αν η αναμφίβολη ιστορική και ανθρωπολογική αξία της ταινίας ως φιλμική αποτύπωση ενός μοναδικού zeitgeist παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, αυτό που μένει κυρίως σήμερα από το «Walden» είναι ότι αποτέλεσε την απαρχή της συναρπαστικής κινηματογραφικής διαδρομής ενός ανέστιου πολίτη του κόσμου που βρήκε τελικά στο σινεμά το μοναδικό του σπίτι.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν