Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια πέθανε σε ηλικία μόλις 59 ετών ο Τζον Κασσαβέτης. Κι αν ο ίδιος δήλωνε πως στο μέλλον θα τον θυμούνται περισσότερο ως ηθοποιό παρά ως σκηνοθέτη, η κινηματογραφική ιστορία έμελλε να τον διαψεύσει, αφού σίγουρα λιγότεροι τον θυμούνται πλέον από τις εμφανίσεις του στο «Μωρό της Ρόζμαρι» ή στην υποψήφια για Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου ερμηνεία του στο «Και οι Δώδεκα Ηταν Καθάρματα», ενώ αντιθέτως το σκηνοθετικό του έργο κατέχει μοναδική θέση και αναγνωρίζεται καθολικά για την καθοριστική επιρροή του στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά, προτού καν αυτό διαμορφώσει την ταυτότητά του. Ενόψει του επικείμενου Φεστιβάλ του Βερολίνου, σήμερα θυμόμαστε το «Love Streams», την ταινία με την οποία κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο το 1984 και την οποία η πάντα αισθαντική ελληνική διανομή κυκλοφόρησε με τον πιο πιασάρικο τίτλο «Ερωτική Θύελλα».
Ο Τζον Κασσαβέτης είχε ήδη διαγνωστεί με κίρρωση του ήπατος, όταν ξεκίνησε την παραγωγή του «Love Streams», και πίστευε ότι αυτή θα είναι η τελευταία του ταινία. Κι όπως ο μύθος θέλει τον κύκνο να τραγουδά το πιο όμορφο τραγούδι του λίγο πριν ξεψυχήσει, ο Κασσαβέτης θέλησε με αυτό που νόμιζε πως θα είναι το κύκνειο άσμα του όχι μόνο να συγκεφαλαιώσει όλες τις θεματικές που διέτρεχαν τη φιλμογραφία του, την κρίση των σχέσεων, την αδυναμία επικοινωνίας, τη μοναξιά και την τρέλα, αλλά να μετατρέψει το ομότιτλο θεατρικό έργο του φίλου του Τεντ Αλαν (το οποίο μάλιστα είχε ανεβάσει ο ίδιος στη σκηνή λίγα χρόνια πιο πριν) σε έναν ύμνο στην ιδέα που τον βασάνισε στη ζωή και στην τέχνη με τον πιο πυρετικό, παθιασμένο και δημιουργικό τρόπο: στην ίδια την αγάπη.
Αυτήν αναζητούν ο Φρανκ και η Σάρα, ακόμα κι όταν την αποφεύγουν. «Η αγάπη είναι νεκρή» θα πει ο πρώτος, ένας αλκοολικός, διάσημος συγγραφέας επιτυχημένων, αλλά και ρηχών βιβλίών «για το σεξ και τη μοναξιά», του οποίου η ζωή αναλώνεται σε ευκαιριακές και πρόσκαιρες γνωριμίες με νεότερες γυναίκες που περισσότερο του παρέχουν υλικό για να γεμίζει σελίδες παρά του καλύπτουν οποιαδήποτε συναισθηματική ανάγκη.
«Η αγάπη είναι τα πάντα» θα πει η δεύτερη, μια διαζευγμένη κι εμμονοληπτική γυναίκα με ιστορικό ψυχολογικών προβλημάτων που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι ο πρώην άντρας δεν την θέλει πια και η κόρη της προτιμά να μείνει με τον πατέρα της. Στα δύο αντίθετα άκρα του συναισθηματικού φάσματος, οι δύο ήρωες θα συναντηθούν στα μισά της ταινίας κι αφού έχει παρέλθει ήδη μια ώρα μοναχικών και παράλληλων ακροβασιών και παλινδρομήσεων ανάμεσα στην εμμονή και στην αποστασιοποίηση, με τον πλέον απροσδόκητο, αλλά και τυπικά κασσαβετικό τρόπο, αφού θα αποκαλυφθεί ότι είναι αδέρφια, που ξανασμίγουν για να αντιμετωπίσουν μαζί τους τόσο κοινούς, αλλά και τόσο διαφορετικούς τους δαίμονες. Μέχρι να απομακρυνθούν ξανά.
Πίσω από πόρτες, παράθυρα και παραπετάσματα και στο βάθος σκοτεινών διαδρόμων, παραδομένων στο ημίφως, οι δύο ήρωες του Κασσαβέτη μοιάζουν εγκλωβισμένοι στο κάδρο κι αναζητούν την έξοδο από αυτό κι από όσα τους κρατούν δέσμιους των τραυμάτων του παρελθόντος, ενώ η εκρηκτική χημεία του ίδιου του σκηνοθέτη με τη μούσα του, δηλωτική της θυελλώδους σχέσης του ζευγαριού εντός και εκτός οθόνης, δίνει στις κοινές τους σκηνές μια αφοπλιστική τρυφερότητα, ακόμα και κάτω από το μανδύα της αδερφικής αγάπης.»
Κρατώντας για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Φρανκ (τον οποίο στη θεατρική σκηνή είχε ενσαρκώσει ο Γιον Βόιτ) και χρίζοντας συμπρωταγωνίστριά του την σύζυγο και μούσα του Τζίνα Ρόουλαντς, στην οποία είχε ήδη χαρίσει τους πιο εμβληματικούς της ρόλους («Μια Γυναίκα Εξομολογείται», «Νύχτα Πρεμιέρας», «Γκλόρια»), ο Κασσαβέτης, αντιμέτωπος ήδη με το επέκεινα κι αντισυμβατικός μέχρι το τέλος, δεν επέλεξε μια τυπική ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν άντρα και μία γυναίκα, αλλά θέλησε να προσεγγίσει την αγάπη και την εντροπική της ροή σε ένα ευρύτερο και πολυφασματικό πλαίσιο, με ένα συναισθηματικό roller coaster για όλους τους δεσμούς, ερωτικούς, συγγενικούς και φιλικούς, που σηματοδοτούν το νόημα ή την απουσία του στη ζωή.
Το «Love Streams« θυμίζει δομικά κι αφηγηματικά έναν λαβύρινθο, με τον Φρανκ και τη Σάρα να εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και να ενώνουν στα μισά τις πορείες τους, το ίδιο χαμένοι και οι δύο, για να βρουν μαζί την ουσία και το πολυπόθητο μυστικό που βρίσκεται στο κέντρο του. Οι παλινδρομήσεις, τα αδιέξοδα και οι υποτροπές στα λάθη και στις αμφιβολίες του παρελθόντος παραμονεύουν σε κάθε υποπλοκή και συνάντηση με τους διάφορους δορυφορικούς χαρακτήρες, που έρχονται και παρέρχονται για να υποδαυλίσουν ή να υπονομεύσουν την προσπάθεια αυτή, δίνοντας στην ταινία έναν αυτοσχεδιαστικό κι ενστικτώδη ρυθμό, πιστό στο όραμα του σκηνοθέτη για ένα σινεμά που αντικατροπτίζει τη ζωή σε όλες τις αδιέξοδες αντιφάσεις της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Κασσαβέτης απομακρύνθηκε τόσο πολύ από το θεατρικό έργο του Τεντ Αλλαν, ξαναγράφοντας το ουσιαστικά από την αρχή και γυρίζοντας τις σκηνές με την αφηγηματική σειρά που αισθανόταν πως του υπαγόρευαν οι ίδιοι οι χαρακτήρες των ηρώων του, που ο ίδιος ο Αλαν δεν κατάλαβε πως πρόκειται για το δικό έργο του, όταν το είδε στη μεγάλη οθόνη.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Κασσαβέτη επιτείνει αυτή την αίσθηση μιας δραματουργίας που ανακαλύπτει κι επαναπροσδιορίζει τον προορισμό της στην πορεία. Πίσω από πόρτες, παράθυρα και παραπετάσματα και στο βάθος σκοτεινών διαδρόμων, παραδομένων στο ημίφως, οι δύο ήρωες του Κασσαβέτη μοιάζουν εγκλωβισμένοι στο κάδρο κι αναζητούν την έξοδο από αυτό κι από όσα τους κρατούν δέσμιους των τραυμάτων του παρελθόντος, ενώ η εκρηκτική χημεία του ίδιου του σκηνοθέτη με τη μούσα του, δηλωτική της θυελλώδους σχέσης του ζευγαριού εντός και εκτός οθόνης, δίνει στις κοινές τους σκηνές μια αφοπλιστική τρυφερότητα, ακόμα και κάτω από το μανδύα της αδερφικής αγάπης.
Ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1984, η Λιβ Ούλμαν είδε φυσικά κάτι βαθύτατα μπεργκμανικό σ’ αυτή τη συναισθηματική οδύσσεια και χάρισε δικαιότατα την κορυφαία διάκριση του φεστιβάλ στον Κασσαβέτη. Το «Love Streams» θα ήταν το τελευταίο αριστούργημα του (θα ακολουθούσε το ήσσονος σημασίας «Big Trouble» το 1986, το οποίο ο Κασσαβέτης απλώς διεκπεραίωσε, καθώς ανέλαβε τα ηνία μετά την αποχώρηση του αρχικού σκηνοθέτη και σεναριογράφου) και η τελική σκηνή της ταινίας, στην οποία η μοναχική φιγούρα του Φρανκ, παραμορφωμένη πίσω από ένα παράθυρο που μαστιγώνεται από την καταρρακτωδη βροχή, αποχαιρετά το φακό με ένα νεύμα κι αποχωρεί, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως ο αποχαιρετισμός του ίδιου του σκηνοθέτη και ηθοποιού στο κοινό και στην τέχνη που τόσο αγάπησε. Και ναι, η αγάπη τελικά είναι ένα ρεύμα που δε σταματά ποτέ.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας