Είναι πλέον κινηματογραφικό είδος από μόνο του: ο «φτωχός και μόνος καουμπόι» που θα επιστρέψει από τη σύνταξη στην ενεργό δράση, ακριβώς τη στιγμή που κάποιοι τον έχουν ανάγκη - και περισσότερο κι από τον ίδιο, τις ανορθόδοξες μεθόδους του. Το είδαμε πρόσφατα στο «Top Gun Maverick» - ο Κοζίνσκι φτιάχνει «φιλμογραφία» - ή στο «Rocky Balboa» και τα πολυάριθμα «Taken», το θυμόμαστε στο «Space Cowboys», τον «Αρμαγεδδώνα» (για να μνημονευτεί και ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ των 90s), ακόμη πιο πίσω στο «Shane» του Τζορτζ Στίβενς, αναφορά στο είδος του γουέστερν όπου και διέπρεψαν οι εν λόγω επιστροφές.
Εδώ επιστρέφει ο Σόνι Χέις, ένας πάλαι πότε επαγγελματίας των αγώνων αυτοκινήτων που μετά από ένα σχεδόν θανάσιμο ατύχημα 30 χρόνια πριν, περιφέρεται άλλοτε ως ταξιτζής, άλλοτε ως χαρτοπαίκτης, ενίοτε και σε μεμονωμένους αγώνες προκειμένου να εξασκεί το - εκτός κανόνων - στιλ που τον έκανε διάσημο. Μέχρι τη στιγμή που ένας πρώην κολλητός του με τον οποίο οδηγούσαν μαζί θα του ζητήσει να τον βοηθήσει τώρα που έχει αναλάβει μια ομάδα εκατομμυρίων η οποία πρέπει πάση θυσία να κερδίσει στους αγώνες της Formula 1. Ο Χέις θα αμφιταλαντευτεί, άλλωστε το χρήμα και η δόξα είναι γι’ αυτόν κάτι περιστασιακό, αλλά τελικά θα δεχθεί, γιατί υπάρχουν μερικές ερωτήσεις (μαζί και κάποιοι δαίμονες) που ακόμη δεν έχει βρει την απάντηση τους.
O,τι ακολουθεί είναι ακριβώς αυτό που περιμένει κανείς, σχεδόν χωρίς καμία παρέκκλιση, αφού με το ρολόι στο χέρι θα συμβεί και η σύγκρουση ανάμεσα στον βετεράνο και το ανώριμο ακόμη golden boy της ομάδας, και το ατύχημα που θα αλλάξει την κοσμοθεωρία όλων, και το φλερτ με το κορίτσι, και η συμφιλίωση ανάμεσα στους δύο ανταγωνιστές και η μεγάλη αποκάλυψη για το παρελθόν του ήρωα και θα αποκαλυφθεί και ο «κακός» της υπόθεσης. Και όλα θα συμβούν - έκτος από τη στιγμή ακριβώς που πρέπει - με τον πιο κλισέ, παλιομοδίτικο και μαζί προσχηματικό τρόπο, δίνοντας διαρκώς ώθηση σε μια ιστορία που παίρνει το χρόνο της (αυτό για καλό, αφού είναι και η μόνη της ευκαιρία να χτίσει υποτυπώδεις χαρακτήρες) αλλά, μην ξεχνιέστε, έχει να προσφέρει και θέαμα, δη μια φαντασμαγορική ματιά στον κόσμο της Formula 1 και κατ’ επιθυμία τόσο του Μπραντ Πιτ όσο και του Τζόζεφ Κοσίνσκι και Τζέρι Μπρουκχάιμερ την πιο ρεαλιστική που είδαμε ποτέ - και δεν έχουμε δει λίγες, ξεκινώντας από το «Grand Prix» του 1967, φτάνοντας στο «Days of Thunder» του Τόνι Σκοτ και από εκεί στο «Rush» του Ρον Χάουανρτ και το «Le Mans» του Τζέιμς Μάνγκολντ για να αναφέρουμε μόνο μερικές.
Λίγο νοιάζεται κανείς αν καταλαβαίνεις ακριβώς πώς λειτουργεί η δράση - είναι σαφές, παρά το διαφημιστικό της υπόθεσης και την αγαστή συνεργασία Χόλιγουντ και της ίδιας της Formula 1, πως η ταινία απευθύνεται σε πολύ μεγαλύτερο κοινό από αυτό που γνωρίζει το άθλημα. Οπως λίγο νοιάζεται κανείς αν γνωρίζεις όλους τους σούπερ σταρ των αγώνων που θεωρητικά παρελαύνουν γύρω από τους πρωταγωνιστές της ταινίας (ο Μαξ Βερστάπεν είναι ο πιο διάσημος) αφού το φιλμ γυρίστηκε εν μέσω πραγματικών αγώνων, με τον Μπραντ Πιτ και τον rookie στην ταινία Ντάμσον Ιντρις να οδηγούν πραγματικά αυτοκίνητα - με τον τρόπο, ίσως λιγότερο ριψοκίνδυνα, που το έκανε κάποτε και θα το ξανάκανε και τώρα ο πρωτεργάτης Τομ Κρουζ.
Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι να μην χάνεται καθόλου ο ρυθμός του μελοδράματος και μαζί με την εναλλαγή των συναισθημάτων (που περιορίζονται στις εν λόγω ταινίες στον γνωστό κύκλο συγκίνηση, ενθουσιασμός, γέλιο, πόρωση και ξανά σyγκινήση) να μην χάνουμε στιγμή από τον Μπραντ Πιτ ο οποίος ηγείται φυσικά του καστ (εξαιρετικού αν λάβει κανείς υπόψη τον υπέροχο Χαβιέρ Μπαρδέμ και την αναπάντεχα διάνα επιλογή της Κερί Κόντον που θα έπρεπε όλοι να θυμόμαστε από τον υπέροχο ρόλο της στα «Πνεύματα του Ινίσεριν») με τρόπους που ίσως ούτε ο ίδιος δεν είχε φανταστεί όταν δέχτηκε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία. Δεν είναι μόνο ότι είναι ακαταμάχητος, έτοιμος για όλα, cool σχεδόν μέχρι ενοχλήσεως και πείθει ανατριχιαστικά για το γεγονός πως ήταν κάποτε ένας νεαρός αλαζόνας που καυχιόταν για τα κατορθώματά του πριν έρθει η ζωή να του θυμίσει ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Συνεχίζοντας, μετά τον Τομ Κρουζ, ένα τελικά ακόμη πιο καινούριο κινηματογραφικό είδος, ο Μπραντ Πιτ ανοίγει την πόρτα για την παλιομοδίτικα ευπρόσδεκτη επιστροφή των ίδιων των τελευταίων μεγάλων κινηματογραφικών ηρώων αυτού που κάποτε γνωρίζαμε ως χολιγουντιανή βιομηχανία (και τώρα φτάνει στο τέλος της), δίνοντας το ok να κουβαλάνε στους ώμους τους και τα χρόνια που έχουν περάσει και τα σημάδια που έχουν μείνει στο σώμα τους και την πάλαι πότε αίγλη της glamorous (όχι πια) ζωής και καριέρας τους. Θα μπορούσε αυτό να συμβεί με ένα πολύ καλύτερο σενάριο (σαν αυτό του «Top Gun Maverick» για παράδειγμα), λιγότερο «θόρυβο» (όπως και ο ίδιος ο Μπραντ Πιτ συμβουλεύει τον νεαρό διάδοχο του, αναφερόμενος στα social media) και μια ελάχιστη προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από τα κλισέ που επιτίθενται εδώ σαν σκασμένα λάστιχα που κρατάς για λόγους στρατηγικής σε κάθε γύρο.
Αλλά, βλέπετε, το να ξέρεις και τι μπορείς να ζητάς από κάτι που είναι πολύ συγκεκριμένο στο τι δίνει, είναι κι αυτό μια σοφία που την αποκτάς μόνο μετά από πολλά χιλιόμετρα…