O Πιτ «Maverick» Μίτσελ, 35+ χρόνια μετά την αποφοίτηση από την «Top Gun» Ακαδημία, δεν έχει γίνει Πτέραρχος. Με τρεις δεκαετίες ενεργής δράσης σε Βοσνία, Ιράκ, Αφγανιστάν και δεκάδες παράσημα ανδρείας, δεν έχει γίνει Γερουσιαστής. Ο Maverick παραμένει πιλότος. Μένει στην έρημο της Καλιφόρνια, οδηγεί την ίδια Kawasaki GPZ 900 μηχανή, φοράει το ίδιο καφέ δερμάτινο μπουφάν με τα κεντημένα σήματα, τα ίδια ray ban pilot γυαλιά του.
Σήμερα, εργάζεται για το κυβερνητικό πρόγραμμα που τεστάρει τα όρια κάθε νέας γενιάς αεροσκαφών: το στοίχημα είναι αν μπορούν να πετάξουν 10 φορές γρηγορότερα από την ταχύτητα του ήχου. Διαφορετικά, η αεροπορία είναι έτοιμη να τα αντικαταστήσει με drones.
Δεν βάζει κανείς στοίχημα με τον Maverick. Γιατί αν κάτι επίσης παραμένει είναι εξαιρετικά ταλαντούχος, πανέξυπνος και πεισματάρης. Ευτυχώς που η φιλία του με τον «Iceman», ο οποίος έχει γίνει Αρχηγός της Αεροπορίας, παραμένει δυνατή. Γιατί η (παραβατική) συμπεριφορά του θα τον είχε πετάξει εκτός σώματος, χρόνια τώρα.
Τη μέρα που τον συναντάμε, η απόδοση του εξοργίζει Maverick ανωτέρους του, αλλά πάλι ο Ice καθαρίζει. Αντί αποπομπής, λόγω δυσμενούς κρίσης, ο Maverick παίρνει μετάθεση: τον στέλνουν πίσω στην Ακαδημία, ως εκπαιδευτή μίας τάξης αριστούχων πιλότων. Πρέπει να τους προετοιμάσει για μία εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, όπου η κρίση σου στον αέρα δεν εξασφαλίζει απλώς το πέρας του στόχου, αλλά κι αν θα γυρίσεις ζωντανός πίσω.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ανάμεσά τους βρίσκεται ο γιος του «Goose» - του κολλητού του φίλου και wingman, που σκοτώθηκε σε άσκηση μαζί του. Ο Maverick δεν έχει ποτέ ξεπεράσει το χαμό του φίλου του, ούτε τις ενοχές του. Πώς θα στείλει τώρα το γιο του σε κάτι που μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας;
«Θυμήσου Maverick: ο στόχος του πρότζεκτ θέλει να σπάσεις το φράγμα του ήχου 10.0 φορές. Οχι, 10.1, ούτε 10.2. Απλώς, 10.0- ακούς; Ωχ, δεν μου αρέσει αυτό το ύφος σου…» Ο Maverick χαμογελά σαρδόνια. Στο μυαλό του «sky is the limit». Κι ο ουρανός δεν έχει ούτε στόχους, ούτε όρια.
Κάπως έτσι πρέπει να χαμογέλασε κι ο Τομ Κρουζ, όταν 36 χρόνια μετά την τεράστια εμπορική επιτυχία του «Top Gun» (που εκτός από κινηματογραφικό blockbuster, ενίσχυσε την αμερικανική αεροπορία με 500% περισσότερες αιτήσεις από φιλόδοξους νέους πιλότους) το «Top Gun: Maverick» εγκρίθηκε από το στούντιο. Στόχος ήταν να κατασκευάσει ένα αξιοπρεπές sequel που θα φέρει πίσω τα χρήματά του. Εκείνος όμως έβαλε την υπογραφή του στην παραγωγή σε κάτι που θα έφερνε ξανά τον κόσμο στις αίθουσες. Και το κυριότερο - θα τους έβγαζε από την αίθουσα με ένα τεράστιο χαμόγελο και βουρκωμένα μάτια.
Δεν υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ένα sequel πετυχαινει μία ίση κόντρα με το αυθεντικό φιλμ -ειδικά αν η πρώτη ταινία έχει κατακτήσει πλέον το status του «all time classic»- και καταλήγει να κερδίζει στα σημεία. Ομως ο Κρουζ απαίτησε και απέκτησε την κινηματογραφική ομάδα που θα πιλοτάριζε με ευθύνη, συνέπεια και αυτοπεποίθηση το πρότζεκτ - ώστε όχι απλώς να το απογειώσει, αλλά να σπάσει τα όρια και των πιο τρελών προσδοκιών μας.
Βοήθησε το ότι και η σύγχρονη τεχνολογία μπορούσε να στηρίξει το όραμα του σκηνοθέτη Τζο Κοζίνσκι: οι IMAX κάμερες του μπήκαν σε αληθινά πιλοτήρια με τους ηθοποιούς και πέταξαν καταγράφοντας τις πραγματικές τους αντιδράσεις, αλλά και την αίσθηση της ταχύτητας στους ουρανούς, τον όγκο των τοπίων και του αέρα - ένα κινηματογραφικό υλικό που κόβει την ανάσα και δεν μπορεί να συγκριθεί με προηγούμενες προσομοιώσεις σε green screen.
Ομως αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ακόμα ταινία «video game». Κάτι τεχνικά εντυπωσιακό, ψυχρό και απρόσωπο, που όμως ο θεατής δε θα είχε καμία σύνδεση με τους ήρωες, καμία επένδυση στην εξέλιξή τους, στην τύχη τους.
Εκεί ο Κοζίνσκι έδωσε με γενναιοδωρία το τιμόνι στο σενάριο. Με κάπτεν τον πιστό συνεργάτη του Κρουζ, Κρίστοφερ ΜακΚουάρι, η ομάδα των σεναριογράφων έγραψε μία ταινία-κέντημα στις λεπτομέρειές της. Μία ιστορία ενηλικίωσης, επιστροφής στις ρίζες, νοσταλγίας για την εποχή που ο άνθρωπος μετρούσε περισσότερο από τα drones, καμουφλαρισμένη ως blockbuster περιπέτεια (παρόλο που ειδικοί σύμβουλοι φρόντισαν κάθε λεπτομέρεια να τσεκάρει με την πραγματικότητα αποστολών της αμερικανικής αεροπορίας). Οι μαθητές του Maverick δεν κοντράρονται μόνο με κοκορίστικη διάθεση για το ποιος είναι ο καλύτερος, ούτε αναλώνονται σε πατριωτικούς αλαλαγμούς και αμέτρητα high-five για την επίτευξη των στόχων. Οι καιροί έχουν αλλάξει και η μεγαλύτερη πολιτική δήλωση είναι η ανθρώπινη ζωή. Το μάθημα δεν είναι να είσαι ο καλύτερος στα γκάζια, αλλά αυτός που φροντίζει να γυρίσει πίσω ζωντανός - κι ο ίδιος, αλλά κι όλη η ομάδα που στηρίζεται πάνω του.
Ο ΜακΚουάρι, που έχει βρει τον τρόπο να εξανθρωπίζει την action φιγούρα του Κρουζ, εδώ του χαρίζει έναν ρόλο απροσδόκητου βάθους, εξιλέωσης, ωρίμανσης - μία ευκαιρία στον μύθο του να κάνει πλήρη κύκλο. Ο Maverick μπορεί να παραμένει «ο πιο γρήγορος πιλότος στη γη», ταλαντούχος κι ασυμβίβαστος, αλλά ποτέ δεν έγινε δάσκαλος, ποτέ δεν ανέλαβε την ευθύνη «παιδιών». Ποτέ δεν μεγάλωσε κι ο ίδιος. Τριανταέξι χρόνια μετά παραμένει κολλημένος σε μία παρατεταμένη εφηβεία: γκαζώνει, μαρσάρει, ποζάρει. Δοκιμάζει τα όρια του στον αέρα, αλλά αρνείται να έχει ρίζες στη γη. Ενας μεσήλικας που δεν έγινε ποτέ σύζυγος - όσες φορές κι αν προσγειωθεί στην αγκαλιά της υπέροχης Πάτι, της κόρης του πάλαι ποτέ στρατηγού του, μετά από λίγο καιρό δραπετεύει από τη δέσμευση. Δεν έγινε ποτέ πατέρας - ούτε καν στο γιο του κολλητού του, που είχε ορκιστεί να προστατεύει. Ενας μοναχικός λύκος, υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του.
Ο Τομ Κρουζ ερμηνεύει το ρόλο αλάνθαστα, πατώντας μελετημένα σε όλα τα σωστά σημεία: ένα, αυθάδες κωλόπαιδο, με τις δικές του αρχές και τους δικούς του δαίμονες. Γοητευτικό κωλόπαιδο - γιατί οι Κοζίνσκι και ΜακΚουάρι κρατούν τις ισορροπίες του entertainment με αλάνθαστο κριτήριο: το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, οι απολαυστικοί διάλογοι, οι ατάκες που γράφτηκαν για να μείνουν κλασικές βρίσκουν στόχο και κρατούν την ταινία στον αέρα.
Το στοιχείο όμως που απογειώνει το «Top Gun: Maverick» είναι η νοσταλγία. Οι νέοι θεατές θα δουν ένα άρτιο blockbuster, με εντυπωσιακή δράση και ωραίους χαρακτήρες. Οσοι μεγάλωσαν με το «Top Gun» όμως, θα πάνε τη βόλτα της ζωής τους.
Με το «Danger Zone» του Κένι Λόγκινς να παίζει διαπασών στα ηχεία και τις χορδές της συλλογικής μνήμης, το σίκουελ ξεκινά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με την αυθεντική ταινία. Ιδια είναι και η κινηματογράφηση της αγκαλιάς του ζευγαριού (πόσο σπουδαίο που επιλέχθηκε η -συνομήλικη του Κρουζ- Τζένιφερ Κόνελι κι όχι ένα νέο χολιγουντιανό κοριτσάκι) πάνω στη μηχανή που τρέχει παράλληλα με τη θάλασσα. Οπως και ξεκάθαρο homage αποτελεί και η σκηνή της παραλίας με τους σέξι ημίγυμνους πιλότους να παίζουν football (όχι beach volley αυτή τη φορά).
Η μεγαλύτερη συγκίνηση όμως χτυπάει ακόμα πιο βαθύ νεύρο από την απλή εικονογραφία ενός κινηματογραφικού μύθου. Ο κλασάτος τρόπος που οι δημιουργoί χειρίστηκαν τον χαρακτήρα του Ice, καθώς ο Βαλ Κίλμερ έχει σήμερα χάσει τη φωνή του λόγω καρκίνου στο λάρυγγα. Ή η πρώτη εικόνα του «Rooster» (που ερμηνεύει ο Μάιλς Τέλερ), του γιου του «Goose», με το μουστάκι και το χαβανέζικο πουκάμισο που θα φορούσε κι ο πατέρας του στο ρεπό του, να κάθεται στο πιάνο του μπαρ της αεροπορίας και να ξεκινά το «Great Balls of Fire».
Οχι, το «Top Gun: Maverick» δεν είναι απλώς το blockbuster του καλοκαιριού. Είναι η απόδειξη ότι και το blockbuster σινεμά μπορεί να είναι μεγάλο σινεμά. Αρκεί να μη βάλεις στόχο το 10 και να βολευτείς με το 8. Αλλά να δεις το κοντέρ να πηγαίνει στο 10.1, 10.2….