Μετρώντας ήδη μία ταινία στο ενεργητικό του, η οποία προέκυψε από την ομότιτλη τηλεοπτική σειρά που παίζεται σε 200 χώρες σε όλο τον κόσμο, το franchise του «Η Μουσική της Ζούγκλας» αναβιώνεται σχεδόν πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου μέρους, δημιουργώντας πολλαπλά ερωτηματικά για το κατά πόσο η επιστροφή του ήταν επί της ουσίας απαραίτητη. Διπλά μάλιστα, αν λάβει κανείς υπόψιν την - κυριολεκτικά - ακατανόητη φύση των νέων σεναριακών επιλογών.
Στο σίκουελ του ορίτζιναλ φιλμ συναντάμε τον Μάνκι και την Τρανκ να εξακολουθούν να ζουν αγαπημένοι στη ζούγκλα όπου τους αφήσαμε, πιάνοντας εκ νέου το νήμα της ιστορίας τους. Οταν η φυλή εξωγήινων που είχε αποπειραθεί να κατακτήσει τον κόσμο τους στο παρελθόν αποφασίσει να ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, προκειμένου να πείσει τους προγόνους της να μην κινηθούν επιθετικά απέναντι σε άλλους πλανήτες, αποτρέποντας έτσι την ολική καταστροφή του σύμπαντος, η χωροχρονική ισορροπία των πάντων θα ανατραπεί.
Και κάπως έτσι, στην παρανοϊκή εξίσωση του κεντρικού αφηγήματος που περιλάμβανε έναν αψυχολόγητο συνδυασμό εξωγήινων και ζωικού βασιλείου, έρχεται να προστεθεί και ο κόσμος των δεινοσαύρων, διανθίζοντας με τον πιο περίεργο δυνατό τρόπο μία ήδη μπερδεμένη συνθήκη. Λειτουργεί ωστόσο αναπάντεχα το παραπάνω συνονθύλευμα κόσμων; H απάντηση, παραδόξως, είναι ναι. Εννοείται όχι απόλυτα, αλλά τόσο - όσο, σε βαθμό που το σύνολο του φιλμ αποβαίνει ευχάριστο και φιλικό προς τη θέαση.
Παρ' όλ' αυτά, η φύση της ιστορίας σε συνδυασμό με το animation που αποτελεί ένα κράμα μεταξύ της αισθητικής ταυτότητας της Pixar και της Dreamwroks (βλ. «Cars» και «Μαδαγασκάρη» αντίστοιχα), υποβαθμίζουν σημαντικά το συνολικό αποτέλεσμα, καθιστώντας το ένα εύπεπτο και ψυχαγωγικό (σε χαλαρά πλαίσια) φιλμ κινουμένων σχεδίων μεν, αλλά συγχρόνως μία αδιάφορη κινηματογραφική επιλογή για τους μικρούς θεατές.