Αν η ιστορία του σινεμά μας έχει μάθει κάτι, είναι πως οι «Fantastic Four» είναι ίσως η πιο άτυχη υπερηρωική οικογένεια της μεγάλης οθόνης. Από τη φτηνιάρικη παραγωγή των ‘90s που κυκλοφόρησε σχεδόν... στα κρυφά, μέχρι τις αμήχανες και αισθητικά αποσυντονισμένες ταινίες των 2000s και το αγωνιωδώς «σοβαρό» reboot του 2015, οι Τέσσερις Φανταστικοί έμοιαζαν καταραμένοι να μη βρίσκουν ποτέ το σινεματικό τους σπίτι.
Μέχρι σήμερα.
Αναγκασμένοι να ισορροπήσουν ανάμεσα στους ρόλους τους ως ήρωες και στη δύναμη του οικογενειακού τους δεσμού, οι Fantastic Four πρέπει να υπερασπιστούν τη Γη από έναν αχόρταγο διαστημικό θεό που ονομάζεται Galactus και τον αινιγματικό του Αγγελιαφόρο, Silver Surfer. Κι αν το σχέδιο του Galactus να καταβροχθίσει ολόκληρο τον πλανήτη και όλους όσοι ζουν σε αυτόν δεν ήταν ήδη αρκετά τρομακτικό, ξαφνικά τα πράγματα γίνονται πολύ προσωπικά.
Το «The Fantastic Four: Πρώτα Βήματα» του Ματ Σάκμαν - του δημιουργού πίσω από το «WandaVision», ο οποίος έχει αποδείξει ότι ξέρει να χειρίζεται με ευαισθησία την παράνοια και την καρδιά - κάνει αυτό που δεν τολμούσε κανείς μέχρι σήμερα: τους φαντάζεται ξανά από την αρχή, όχι με σκοπό να τους εξηγήσει, αλλά να τους αγαπήσει. Η ταινία τους τοποθετεί σε ένα αλλόκοσμο ρετρό μέλλον, κάτι μεταξύ «Jetsons», «Tomorrowland» και 1960s διαστημικής αισθητικής, με έγχρωμους τοίχους, στρογγυλεμένα έπιπλα, hover αυτοκίνητα και γκάτζετ που μοιάζουν βγαλμένα από καρτ ποστάλ που δεν στάλθηκε ποτέ. Είναι το MCU όπως δεν το έχουμε ξαναδεί – όχι ως φασόν υπερπαραγωγή, αλλά ως στυλιστικό πείραμα με συναισθηματικό πυρήνα.
Από την πρώτη σκηνή γίνεται ξεκάθαρο πως αυτή δεν είναι μια ακόμη «origin story». Η ομάδα υπάρχει ήδη, σε πλήρη δράση, με έναν Galactus που (επιτέλους) μοιάζει με τον ομώνυμο καλλιγραφημένο εφιάλτη των κόμικς και έναν Silver Surfer που μεταμορφώνει κάθε σκηνή σε αποκαλυπτική πτήση ενσυναίσθησης και σιωπηλής απειλής. Ο Πέδρο Πασκλα ως Ριντ Ρίτσαρντς είναι λιγότερο χαρισματικός ηγέτης και περισσότερο ένας σπασμένος ιδεαλιστής που παλεύει να ελέγξει τη λογική του μέσα στο χάος. Η Βανέσα Κίρμπι ως Σου Στορμ είναι η σιωπηλή, πνευματική ραχοκοκαλιά της ταινίας —και, μεταξύ μας, η μόνη που καταφέρνει να ακουμπήσει κάτι πραγματικά ανθρώπινο πίσω από την υπερδύναμη της αορατότητας: τον φόβο.
Γιατί αυτό είναι το κλειδί της ταινίας. Πίσω από το gloss, τις περιπέτειες και την αψεγάδιαστη σκηνογραφία, τα «Πρώτα Βήματα» αφήνουν πίσω τους μια αλληγορία για την ανασφάλεια του να γίνεσαι γονιός σε έναν κόσμο που καταρρέει. Η Σου είναι έγκυος. Το μέλλον είναι άγνωστο. Ο Galactus - η κυριολεξία της κοσμικής καταστροφής - είναι καθ’ οδόν. Και η ερώτηση αιωρείται, διαπεραστική και απαλή σαν μια έκρηξη χωρίς ήχο: πώς φέρνεις ζωή σε έναν κόσμο που τρέμει; Η ταινία δεν προσφέρει απαντήσεις. Αλλά έχει το θάρρος να κάνει την ερώτηση.
Ο Σάκμαν, με τη βοήθεια ενός συγκροτημένου και απρόσμενα λυρικού σεναρίου, κρατάει σταθερή την ισορροπία ανάμεσα στο camp και το βάθος. Το production design – ένα υπερθέαμα της σχεδιαστικής ομάδας του Κάσρα Φαραχανί – δεν είναι απλώς εντυπωσιακό. Είναι αφήγηση από μόνο του. Από το Κτήριο Μπάξτερ που μοιάζει με διαστημικό loft μέχρι το Fantasticar που θυμίζει ονειρικό concept car της General Motors του 1963, η ταινία σε τυλίγει σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία μοιάζει αισιόδοξη, και όχι απειλητική. Και είναι αυτή η αισιοδοξία – σχεδόν παιδική – που κάνει τα «Πρώτα Βήματα» να διαφέρει από την υπόλοιπη Marvel.
Αλλά, όχι, δεν είναι όλα τέλεια. Ο Τζόνι Στορμ του Τζόζεφ Κουίν λειτουργεί μόνο ως comic relief, ο Μπεν Γκριμ του Ιμπον Μος-Μπάκραχ μένει σε δεύτερο πλάνο, και οι σκηνές δράσης, όσο εντυπωσιακές και αν είναι, χάνουν μερικές φορές την αφήγηση μέσα στο CGI πανηγύρι. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στο συνολικό αποτέλεσμα: μια ταινία που, επιτέλους, δικαιώνει τη φήμη των Fantastic Four όχι ως ηρώων, αλλά ως οικογένεια.
Και αυτό είναι ένα από τα πιο επαναστατικά πράγματα που έκανε ποτέ το MCU.