Ο Μπομπ ΜακΚένα και η τυπική από τις κεντροδυτικές πολιτείες της Αμερικής οικογένεια του βρίσκονται σε ταξίδι για ένα ιατρικό συνέδριο στο εξωτικό Μαρόκο, όταν γίνονται μάρτυρες της δολοφονίας ενός Γάλλου μυστικού πράκτορα. Καθώς ο κατάσκοπος ξεψυχά, ψυθιρίζει στον ΜακΚένα το σχέδιο δολοφονίας ενός υψηλά ιστάμενου πολιτικού προσώπου κατά τη διάρκεια ενός κονσέρτου στο Ρόγιαλ Αλμπερτ Χολ του Λονδίνου. Καθώς ο άντρας είναι έτοιμος να μαρτυρήσει όσα ξέρει και να κινητοποιήσει την αστυνομία, όπως έχει καθήκον, οι αντίπαλοι πράκτορες απάγουν τον μικρό του γιο. Η προτεραιότητα του ζευγαριού τώρα είναι να σώσουν το παιδί τους.
Ο Χίτσκοκ διασκευάζει το ασπρόμαυρο, σκοτεινό θρίλερ του 1934 (μ' έναν εκπληκτικό Πίτερ Λόρε στον πρώτο του αγγλόφωνο ρόλο), προσθέτοντας 45 λεπτά δράσης στη σφιχτή οικονομία του βρετανικού του σεναρίου, ανοίγοντας τα πλάνα του σε έγχρωμο γυαλιστερό πανοραμικό σινεμασκόπ και βάζοντας χολιγουντιανούς σταρ στους πρώτους ρόλους. Η πλοκή μεταφέρεται από τις χιονισμένες Αλπεις στο Μαρόκο, η κόρη γίνεται μικρός γιος, η κριτική του Χίτσκοκ για το θεσμό της οικογένειας παραμένει άθικτη.
Αντιθέτως, στην αμερικανική της εκδοχή ενισχύεται. Ναι, ο Δάσκαλος του σασπένς σε πρώτο επίπεδο σκαρώνει ένα ακόμα ηλεκτρισμένο κατασκοπικό θρίλερ, που εμπλέκει απλούς πολίτες με διεθνή δίκτυα πολιτικής συνωμοσίας, απαγωγείς, δολοφόνους. Και το κάνει με την αριστοτεχνική του ικανότητα να δημιουργεί ένταση ακόμα κι από το στήσιμο των κάδρων του, το κόψιμο σε ασφυκτικά κοντινά, την γεωμετρία των πλάνων του. Κάτω όμως από την γοητευτική επιδερμίδα της περιπέτειας, ο Χίτσκοκ κρύβει πάντα ένα σχόλιο - σκοτεινό και δυσάρεστο που απειλεί την εφησυχασμένη μας συλλογική συνείδηση περισσότερο από τη σκιά ενός μαχαιριού πίσω από μία κουρτίνα μπάνιου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ειρωνεία ξεκινά από τον τίτλο. Σε εποχές που η 50ς αμερικανική τηλεόραση βομβαρδίζει το μεταπολεμικό κοινό της με σειρές που φέρουν τον τίτλο «Father Knows Best», ο Χίτσκοκ σηκώνει το φρύδι του στον ήρωα του (που ενσαρκώνει ο all-american-man Τζίμι Στιούαρτ). Τίποτα δεν γνωρίζει. Γιατρός που έχει κλείσει στον λευκό αμερικανικό φράχτη τα όνειρα της διάσημης τραγουδίστριας γυναίκας του, έχει ήδη προγραμματίσει το μέλλον του 7χρονου γιου του στο οικογενειακό ιατρείο, θεωρεί ότι το τετράγωνο μυαλό του μπορεί να προσφέρει λύσεις για τα πάντα. Αβολα κάθεται στο πάτωμα του παραδοσιακού Μαροκινού εστιατορίου, άγαρμπα τρώει με τα χέρια, άστοχα αγνοεί τις υποδείξεις της γυναίκας του ότι κάτι δεν πάει καλά. Οταν πληροφορείται την απαγωγή, για να την «προστατέψει» της δίνει με το ζόρι ηρεμιστικό - αλλά το ένστικτό της δεν μπορεί να ναρκωθεί με τίποτα: η γυναίκα παρατηρεί εξ αρχής το ύποπτο περιβάλλον, η γυναίκα λύνει το γρίφο, η γυναίκα σώζει στην κρίσιμη στιγμή την κατάσταση με τη φωνή της. Η γυναίκα καθησυχάζει και καθοδηγεί το παιδί της με το τραγούδι της (το οσκαρικό «Que Sera Sera» έχει ρόλο κλειδί τόσο στην εξέλιξη της πλοκής, όσο και στο χιτσκοκικό σχόλιο).
Μπορεί όμως ο Χίτσκοκ να παραδίδει μαθήματα κοινωνιολογικής ανατομίας, η ταινία όμως παραμένει κλασική για την βιρτουοζιτέ του στο χτίσιμο της έντασης. Η δεκάλεπτη σεκάνς μέσα στο Ρόγιαλ Αλμπερτ Χολ (με τον Μπέρναρντ Χέρμαν να εμφανίζεται ως ο διευθυντής ορχήστρας) αποτελεί υπόδειγμα κατασκευής κινηματογραφικής κορύφωσης. Οι γωνίες λήψης που μεγαλώνουν τον όγκο του κοινού της πλατείας σχεδόν απειλητικά, τα επιβλητικά πλάνα της ορχήστρας που συμμετέχει άθελά της στην συνωμοσία, τα κοψίματα στα σκοτεινά θεωρία - όλα ενισχύουν το κρεσέντο του σασπένς που ετοιμάζεται να εκραγεί όταν τα κύμβαλα σημάνουν την λήξη του δράματος.
Παρακολουθώντας, έξι δεκαετίες μετά, αυτή την σεκάνς υποκλίνεσαι ξανά στο μεγαλείο ενός σκηνοθέτη που έχει επηρεάσει τη ρότα της μετέπειτα κινηματογραφικής ιστορίας. Μπορεί ο ήρωάς του να μην γνώριζε πολλά, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ όμως ήταν μία πραγματική διάνοια.