Ενας αναμορφωμένος κλέφτης κοσμημάτων που πάλαι ποτέ έφερε το ψευδώνυμο «Γάτος» αποσύρεται στη γαλλική Ριβιέρα. Μόνο που μία σειρά από ληστείες διαμαντιών στην περιοχή τον βάζει ξανά στο στόχαστρο της αστυνομίας, των ασφαλιστικών εταιριών, αλλά και των παλιών συνεργατών του που και οι ίδιοι έχουν διαγράψει τα μητρώα τους και δεν επιθυμούν μπλεξίματα. Για να απαλλαγεί από τις κατηγορίες αποφασίζει να διαλευκάνει ο ίδιος την υπόθεση, όσο στα πόδια του μπλέκεται ένα πολύ γοητευτικό δόλωμα: μία νεαρή κληρονόμος που παραθερίζει με την ηλικιωμένη μητέρα της στις Κάννες.
Ο ίδιος ο Χίτσκοκ είχε χαρακτηρίσει αυτό το κλασικό κοσμοπολίτικο θρίλερ ως «ταινία που βλέπει κανείς στις διακοπές του». Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει μία τέτοια δήλωση ως παραδοχή ελαφρότητας και απενοχοποιημένης, άνευ όρων παράδοσης στο τουριστικό σινεμασκόπ και στη λάμψη των σταρ πρωταγωνιστών του. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν ξέρει τον Χίτσκοκ. Γιατί ο άρχοντας του τρόμου, ακόμα κι όταν επιδιώκει διακοπές από τα σκοτεινά, πολυσύνθετα ψυχολογικά θρίλερ του, δεν μπορεί να αντισταθεί στο να πακετάρει στις αποσκευές του και να κουβαλήσει στη γαλλική Ριβιέρα όλες τις απολαυστικές του εμμονές.
Κι αυτό κάνει. Η διττή προσωπικότητα της ξανθιάς ποτέ δεν βρήκε καλύτερη έκφραση από την τρίτη και τελευταία συνεργασία του με την Γκρέις Κέλι, η οποία περιφέρει τον φαινομενικά αφελή ρόλο της βαριεστημένης κλασάτης κληρονόμου, με τη σπίθα και την υπόσχεση της γυναίκας που θα εκραγεί στο άγγιγμα του επικίνδυνου αρσενικού. Ο Κάρι Γκράντ στο σήμα κατατεθέν χιτσκοκικό ρόλο του αδίκως κατηγορούμενου άντρα, σαγηνεύει με τις γοητευτικές σιωπές του, σκανδαλίζει με τα πλούσια σε σεξουαλικό ινουέντο λογοπαίγνιά του, μένει άναυδος μπροστά στο μείγμα αθωότητας και εν δυνάμει αταξίας του θηλυκού πειρασμού. Η χημεία των δύο σιγοβράζει, υπόσχεται, αδημονεί, ξεσπά σε πυροτεχνήματα.
Μπορεί να φαίνεται απλό να στηριχτεί κανείς σε μία αστυνομική νουβέλα (ο Τζον Μάικλ Χέις, σ' αυτή τη δεύτερη συνεργασία του με τον Χίτσκοκ βάσισε το σενάριο στο ομώνυμο βιβλίο του Ντέιβιντ Ντοντζ) και να καταγράψει πανοραμικά, εξωτικά, λαμπερά ένα «ποιος να το κανε» θρίλερ. Δυο μεγάλοι σταρ, τοποθεσίες που ξεκινούν από την πλαζ του Carlton και καταλήγουν σ' ένα cabrio σπορ αμάξι που ανηφορίζει τους λόφους του Μονακό, λίγο μυστήριο, λίγη σαμπάνια και ... στήθος (ή μπούτι;) κοτόπουλου.
Οταν όμως ακόμα και σήμερα, καταξιωμένοι σκηνοθέτες καταλήγουν... τουρίστες στο είδος. Το μεγάλο «macguffin» για να καταλήξεις με κάτι αυτόματα κλασικό, και όχι μία υπέρμετρα αδιάφορη καρτ ποστάλ, κρύβεται στις λεπτομέρειες. Στο πώς μια ταινία φοράει και η ίδια τη μάσκα του «Γάτου» για να σε παρασύρει με την αβάσταχτη ελαφρότητά της σε μία πολύ ευχάριστη περιπέτεια, ενώ από κάτω δουλεύουν στιβαρά όλες οι υπόλοιπες θεματικές που πάντα συνοδεύουν το χιτσκοκικό δράμα. Μία ταινία για την εμπιστοσύνη, για την παρεξηγημένη ταυτότητα, για εραστές που για να συναντηθούν πρέπει να βγάλουν τις μάσκες τους και να ξεφύγουν από τα βολικά όριά τους.
Κι αν δεν μας πιστεύετε, θυμηθείτε την έκφραση της Γκρέις Κέλι όταν αποδεικνύεται η αθωότητα του «Γάτου». Η μικρή της απογοήτευση, σκηνοθετικά καθοδηγημένη, θα μπορούσε να υπογορεύσει τόνους ψυχαναλυτικής έρευνας στη γυναικεία διαστροφή.