Είθισται στην πρώτη ταινία κάθε (μεγάλου) σκηνοθέτη να βρίσκονται όλα εκείνα τα στοιχεία και τα θέματα που διατρέχουν τη μετέπειτα φιλμογραφία του, τα ψήγματα ενός μεγαλείου που εν σπέρματι ακόμα προμηνύουν όσα θαυμαστά θα ακολουθήσουν.
Στην περίπτωση του Βέρνερ Χέρτσογκ όλα αυτά τα …σημάδια φάνηκαν ήδη το 1968 με το «Σημάδια Ζωής» (Lebenszeichen), το οποίο γύρισε σε ηλικία μόλις 24 ετών με ένα σενάριο που είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα αντλώντας έμπνευση από το διήγημα του συμπατριώτη του και ρομαντικού συγγραφέα Λούντβιχ Αχιμ φον Αρνιμ, «Ο Τρελός Ανάπηρος του Φρουρίου Ρατονό» («Der tolle Invalide auf dem Fort Ratonneau»).
Ο Βέρνερ Χέρτσογκ μαζί με τον Πέτερ Μπρόγκλε στα γυρίσματα του «Σημάδια Ζωής»
Με έναν προϋπολογισμό είκοσι χιλιάδων δολαρίων που κέρδισε σε έναν διαγωνισμό σεναρίου στην πατρίδα του και μια κλεμμένη κάμερα 35 χιλιοστών από τη σχολή κινηματογράφου του Μονάχου, το λίκνο του Γερμανικού Νέου Κύματος, ο νεαρός Χέρτσογκ, παράτολμος και μεγαλεπήβολος όσο οι ήρωες που έμελλε να αποτυπώσει στη μεγάλη οθόνη, μετέφερε τη δράση του διηγήματος στην Κω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησε τα γυρίσματα στο νησί της Δωδεκανήσου και στην Ελούντα της Κρήτης παρά τις απαγορεύσεις της Χούντας, η οποία ανακάλεσε την άδεια που είχε παραχωρηθεί πριν το πραξικόπημα, υπέκυψε όμως τελικά στο πείσμα του σκηνοθέτη, ο οποίος δήλωσε ότι θα σταματήσει την ταινία του μόνο στην περίπτωση που θα τον συλλάβουν.
Κι ενώ επιλογή του νησιού της Κω από τον σκηνοθέτη κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν, αφού εκεί πραγματοποίησε ανασκαφές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο παππούς του, Ρούντολφ Χέρτσογκ, αποδείχθηκε τελικά ιδανική, γιατί το ηλιόλουστο και αραιοκατοικημένο τοπίο με τα διάσπαρτα αρχαία ερείπια και τα ανεξίτηλα σημάδια από όλους τους κατακτητές που πέρασαν έγινε το συναισθηματικό πεδίο στο οποίο ξεδιπλώθηκε η τρέλα και η μανία του πρώτου κεντρικού του ήρωα.
Ο Στρότσεκ, λοιπόν, αλεξιπτωτιστής της Βέρμαχτ στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίζεται κατά τη διάρκεια της απόβασης στην Κρήτη και μεταφέρεται για ανάρρωση στο νησί της Κω μαζί με άλλους δύο συμπατριώτες και συμπολεμιστές του, τον άξεστο Μαίνχαρτ και τον εσωστρεφή Μπέκερ και τη νεαρή Ελληνίδα γυναίκα του, Νόρα. Το νησί είναι ήσσονος στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς και φυλάσσεται μόνο από από έναν λόχο εξήντα ατόμων. Καθώς μάλιστα η αντίσταση στο νησί είναι μάλλον υποτυπώδης, ανατίθεται στους τρεις νεοαφιχθέντες στρατιώτες η φύλαξη του παλιού φρουρίου στο λιμάνι, το οποίο χρησιμοποιείται και ως αποθήκη των πυρομαχικών που άφησε πίσω ο ελληνικός στρατός. Αποκομμένοι από τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους και χωρίς να έχουν τίποτε ουσιαστικό να κάνουν, οι τέσσερις ήρωες παραδίδονται σταδιακά στην απόλυτη αδράνεια, η οποία όμως αρχίζει να επιδρά διαβρωτικά στην ήδη εύθραυστη, μετατραυματική ψυχολογική τους κατάσταση. Εκείνος, όμως, που θα επηρεαστεί περισσότερο είναι ο Στρότσεκ, ο οποίος θα παραδοθεί σταδιακά στην παράνοια και θα στραφεί πρώτα ενάντια στη γυναίκα του και στους φίλους του κι ύστερα θα απειλήσει να ανατινάξει το φρούριο.
Αν και ο Χέρτσογκ ποτέ δεν δέχθηκε ότι ανήκει στο Γερμανικό Νέο Κύμα μαζί με τους φίλους του Φόλκερ Σλέντορφ, Βιμ Βέντερς και Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του αποτελεί αναμφίβολα μια απόπειρα να επεξεργαστεί δημιουργικά το συλλογικό μεταπολεμικό τραύμα της ευθύνης της χώρας του για τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτείνει όμως από την αρχή κιόλας τον προβληματισμό του για την εντροπική ανθρώπινη φύση που παραπαίει στις επιταγές και στους περιορισμούς του πολιτισμού, αυτού «του λεπτού στρώματος πάγου, κάτω από το οποίο ελλοχεύει η άβυσσος του χάους», όπως ο ίδιος έχει δηλώσει.
Ο Στρότσεκ είναι ο πρώτος (αρχε)τυπικά χερτσογκ-ικός ήρωας, ένας απονενοημένος ρομαντικός κι απελπισμένα ιδεαλιστής, ο οποίος συντρίβεται κάτω από ένα περιβάλλον στο οποίο δεν μπορεί να ξεδιπλώσει την ταυτότητά του κι επομένως την επαναπροσδιορίζει μέσα από μια εκκωφαντική, παράλογη κι a priori καταδικασμένη σε αποτυχία αντίσταση.»
Σε ένα ξηρό και άνυδρο φυσικό τοπίο, το οποίο μαστιγώνεται από έναν εκτυφλωτικό κι ανελέητο ήλιο, ο Χέρτσογκ θολώνει από την αρχή τα νερά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την τεκμηρίωση, παρουσιάζοντας έναν περίγυρο όπου όλα εκτυλίσσονται προβλέψιμα μέσα στη ράθυμη καθημερινότητά τους, γίνονται όμως ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αλλόκοτα κι αποκαλύπτουν την εύθραυστη ισορροπία των συμβάσεων και τον περιορισμών του πολιτισμένου κόσμου. Κι ενώ ο φιλομαθής κι εσωστρεφής Μπέκερ βρίσκει διέξοδο στα αρχαία ερείπια και στην αποκωδικοποίηση των επιγραφών κι ο πιο βίαιος και παρορμητικός Μάινχαρτ καταπιάνεται με πειράματα στις κατσαρίδες και στις κότες του φρουρίου, ο Στρότσεκ αδυνατεί να διαπραγματευτεί το βάρος της ennui με έναν πιο βολικά παραγωγικό τρόπο, βυθίζεται στην απελπισία κι εγκλωβίζεται στη μοναξιά του, την οποία μετουσιώνει σε παράλογο μίσος.
Οι εσκεμμένα αργοί ρυθμοί στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας οδηγούν μεθοδικά στη βίαιη έκρηξη του τελευταίου μέρους, όπου η κορύφωση και κρίσιμη καμπή της μετάβασης στην τρέλα αποτυπώνονται σε μια συγκλονιστική σκηνή, στην οποία ο Στρότσεκ στη διάρκεια μιας περιπολίας βλέπει να απλώνεται μπροστά του μια ατελείωτη πεδιάδα με ανεμόμυλους, οι οποίοι αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και καλύπτουν το οπτικό του πεδίο, θυμίζοντας (και κλείνοντας το μάτι φυσικά) στον Δον Κιχώτη, τον πρώτο εκείνο ήρωα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο Χέρτσογκ εκμεταλλεύεται στο έπακρο όχι μόνο το ηλιόλουστο τοπίο της Κω (και της Κρήτης), φωτογραφημένο σε ένα μανιχαϊστικό ασπρόμαυρο, αλλά και την αντίστιξη της μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου με εκείνη του Σοπέν, που υποδαυλίζει την αέναη μάχη ανάμεσα στη λογική και στο ορμέμφυτο, στην τευτονική πειθαρχία και στη μεσογειακή ελευθεριότητα.
Οι Τελευταίες Λέξεις
Εκτός, όμως, από το «Σημάδια Ζωής», το οποίο κέρδισε το ειδικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1968 κι αποτέλεσε την πρώτη καλλιτεχνική κι εμπορική επιτυχία του, ο Χέρτσογκ θα γύριζε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κρήτη και σε δύο μόλις μέρες, άλλη μια ταινία, το μικρού μήκους «Letzte Worte» («Οι Τελευταίες Λέξεις»), μια ακόμη απόδειξη της ολιστικής προσέγγισής στον κινηματογράφο χωρίς διακρίσεις ανάμεσα σε μυθοπλασία και τεκμηρίωση κι ένα ιδανικό συμπλήρωμα στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ως προς τον παραλογισμό μιας πραγματικότητας που ξεπερνά ακόμα και την ίδια τη γλώσσα.
Η ιστορία του λυράρη που αποφάσισε να μείνει στο νησί της Σπιναλόγκα, το επίσημο ελληνικό λεπροκομείο που λειτούργησε από το 1903 μέχρι και το 1957, μέχρι τη στιγμή που μεταφέρθηκε δια της βίας από του χωροφύλακες στην Ελούντα κι έκτοτε αρνιόταν πεισματικά να μιλήσει μετατρέπεται στα χέρια του Χέρτσογκ σε ακόμα ένα αποκαλυπτικό, όσο κι αινιγματικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που κοίταξε την άβυσσο κι η άβυσσος τον κοίταξε πίσω και μιας κοινωνίας που αναμασά αυτιστικά φήμες και ιστορίες προσπαθώντας να εγκλωβίσει το άφατο σε ένα βολικό αφήγημα.
Oλη η καριέρα του Βέρνερ Χέρτσογκ τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν μέχρι σήμερα θα εξερευνούσε και θα αποκάλυπτε την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας
- «Love Streams» του Τζον Κασσαβέτη
- «Sólo con Tu Pareja» του Αλφόνσο Κουαρόν
- «Μαχαίρι στο Κεφάλι» του Ράινχαρτ Χάουφ
- «How Green Was My Valley» του Τζον Φορντ
- «Paris is Burning» της Τζένι Λίβινγκστον
- «Ο Ξένος» του Λουκίνο Βισκόντι
- «Sisters» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1972)
- «Le Bonheur» της Ανιές Βαρντά (1965)