Επειτα από μία περίπου ντουζίνα πεισματικά αταξινόμητες, βαθιά υπαρξιακές κι ενίοτε αινιγματικές ταινίες, η Γαλλίδα auteure Κλερ Ντενί αποτόλμησε με τη «Μαύρη Τρύπα» το αγγλόφωνο ντεμπούτο της και παράλληλα την πρώτη της απόπειρα στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Σε συνδυασμό με την επιλογή του Ρόμπερτ Πάτινσον για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, το hype γύρω από τη νέα της ταινία προμήνυε υποθετικά την πιο βατή δημιουργία της και ενδεχομένως μια προσπάθεια να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό – κάτι το οποίο η ίδια μάλλον πρέπει να έβρισκε αρκούντως διασκεδαστικό.

Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που η Ντενί καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, παραπλανώντας τον θεατή για να τραβήξει στη συνέχεια σαδιστικά το χαλί κάτω από τις προσδοκίες του, αγνοώντας σχεδόν περιφρονητικά τους κανόνες του – το ντελίριο ερωτισμού και κανιβαλισμού του «Trouble Every Day» αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιου «θράσους» σε μια φιλμογραφία γεμάτη ταινίες που υπερβαίνουν τα επιφανειακά τους χαρακτηριστικά, και η «Μαύρη Τρύπα» δεν θα μπορούσε να διαφέρει και πολύ.

Η μινιμαλιστική πλοκή της θέλει ένα πλήρωμα καταδίκων και θανατοποινιτών να έχουν ανταλλάξει την ποινή τους με τη συμμετοχή τους σε μια ριψοκίνδυνη διαστημική αποστολή με κατεύθυνση μια μαύρη τρύπα και μια πολυπόθητη πιθανή εναλλακτική πηγή ενέργειας. Κι ενώ το ίδιο το ταξίδι τους μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας την οποία κάποιοι αντιμετωπίζουν λυτρωτικά κι άλλοι με απάθεια ή συσσωρευμένη οργή, τα πράγματα περιπλέκονται από μία γιατρό που πραγματοποιεί τα δικά της αμφιλεγόμενα πειράματα γονιμοποίησης.

Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, και τα πρώτα λεπτά με πρωταγωνιστές έναν άνδρα και τη μικρή του κόρη, μοναδικούς επιζώντες του πληρώματος, είναι εμφανές ότι λιγότερο από μια συμβατική απόπειρα επιστημονικής φαντασίας πρόκειται για μια καθαρόαιμη ταινία της… Κλερ Ντενί, με ό,τι -καλό ή κακό- μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Με τη χαρακτηριστική της αφαίρεση, αφήνοντας στη φαντασία του θεατή την όποια κατάσταση στον πλανήτη Γη επέβαλε ως έσχατη λύση μια τέτοια αποστολή, και προσπερνώντας με συνοπτικές διαδικασίες κάθε απόπειρα επιστημονικοφανών εξηγήσεων, ειδικών εφέ και τεχνολογικού ρεαλισμού, η Ντενί αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη σχεδόν μυστικιστική αποτύπωση ενός ζοφερού κόσμου, κατ’ επίφαση μονάχα φουτουριστικού, και στην κλειστοφοβική οδύσσεια μιας χούφτας ανθρώπων που έρχονται αναπόφευκτα αντιμέτωποι με τους φόβους και τα (κατώτερα) ένστικτά τους.

Σαν τη μαύρη τρύπα προς την οποία κατευθύνονται, ακόμα και ο ίδιος ο χρόνος μοιάζει να μην υπακούει εδώ σε αυστηρούς δραματουργικούς κανόνες και λογική, καθώς τα στοιχειωτικά θραύσματα από το γεμάτο ενοχές παρελθόν των ηρώων μπλέκονται αδιάρρηκτα με το μοναχικό ταξίδι του πρωταγωνιστή και τα φλας μπακ που αποκαλύπτουν σταδιακά τη βίαιη τύχη του πληρώματος. Μια βία που, όπως θα περίμενε κανείς να συμβαίνει σε μια ταινία της Ντενί, ξεσπά μέσα από εκρήξεις όχι μόνο αίματος αλλά και κάθε είδους σωματικών υγρών, σε μια σειρά από αλλόκοτες αλλά περιέργως διόλου ηδονοβλεπτικές ερωτικές σκηνές, με αποκορύφωμα το απόκοσμο αυνανιστικό κρεσέντο της γιατρού Ζιλιέτ Μπινός στην καμπίνα αυτοϊκανοποίησης του σκάφους. Και μόνο για την επινόηση της τελευταίας, η Ντενί αξίζει μια θέση στο πάνθεον της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας.

Σαν ένα εκκεντρικό πείραμα και η ίδια, η «Μαύρη Τρύπα» μοιάζει να ανταλλάσσει το σύνηθες αποστειρωμένο κλινικό περιβάλλον του είδους με μια πρωτόγονη, σάρκινη οδύσσεια του διαστήματος, ξεγυμνώνοντας όλη την αγριότητα και την ωμή επιθυμία που κρύβονται ακόμα και πίσω από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους.