Ακόμη κι αν δεν ήσουν από αυτούς που «έλιωσαν» με τις «Περασμένες Ζωές», είχες λόγους να περιμένεις ανυπόμονα το επόμενο βήμα μιας δημιουργού που με τη σιγουριά ενός βλέμματος αποκολλημένου από το κλισέ του αμερικάνικου σινεμά, έδειχνε να κοιτάζει την Αμερική, τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις με την ευγενική μελαγχολία και την απρόσμενη ειλικρίνεια που το κάνει η ποίηση όταν εισβάλλει με το έτσι θέλω στην πραγματικότητα.

Πυρήνας σε εκείνη την πρώτη ταινία και λόγος της τεράστιας επιτυχίας που την έφεραν μέχρι τα Οσκαρ, αυτή η «ποίηση», μια στιβαρή, δηλαδή και φιλοσοφημένη απλότητα που, με ειλικρινή επιτήδευση (κι όμως υπάρχει) κατάφερε να ξεγυμνώσει τα πολύπλοκα αισθήματα ανθρώπων που και να ήθελαν να τα εκφράσουν, θα ήταν αδύνατον να το καταφέρουν χωρίς τη βοήθεια του σινεμά, λείπει ολοκληρωτικά από το «Ταιριάζουμε;».

Εδώ η Σελίν Σονγκ διεκδίκησε μεγαλύτερο budget, μια τριάδα λαμπερών πρωταγωνιστών και το όνειρό της να αναμορφώσει την έννοια της ρομαντικής κομεντί, όπως (δεν) την γνωρίζαμε, μέσα από την ιστορία μιας κοπέλας που δουλεύει σε ένα γραφείο συνοικεσίων και το δίλημμα της ανάμεσα στον τέλειο σύντροφο και τον πρώην της που σε αντίθεση με τον πρώτο δεν διαθέτει τίποτα από όσα θα τον ανέβαζαν ψηλά στη λίστα των περιζήτητων εργένηδων της πόλης.

Η Σονγκ κέρδισε τα χρήματα και το ακαταμάχητο billboard με την Ντακότα Τζόνσον, τον Κρις Εβανς και τον (φυσικά) Πέδρο Πασκάλ, χάνοντας ωστόσο στη διαδρομή της επιτυχίας, (αν όχι όλα, τα περισσότερα ) όσα την έφεραν μέχρι εδώ.

Με κάποιο τρόπο η Σελίν Σονγκ μοιάζει σε αυτή την ταινία με την ηρωίδα της και είναι ειρωνικό γιατί ο χαρακτήρας της Ντακότα Τζένσον βασίζεται στην προϋπηρεσία της Σονγκ ως υπαλλήλου σε γραφείο συνοικεσίων. Απόλυτα σίγουρη την ώρα του επαγγελματικούς της οίστρου, η Λούσι δεν είναι παρά μια ανασφαλής γυναίκα που δεν νιώθει άνετα μέσα στις δικές της ρομαντικές αναζητήσεις. Στην πραγματικότητα είναι ακόμη μια έφηβη που ζει το »αμερικάνικο» όνειρο, πνίγοντας μέσα σε μια καθησυχαστική σε στιγμές μελαγχολία τα όνειρα για μια πραγματικά ενήλικη ευτυχισμένη ζωή. Οταν θα έρθει αντιμέτωπη με τον Χάρι, έναν άνδρα που κάνει τικ σε όλα τα κουτάκια του τέλειου αρσενικού, θα αφήσει το μυαλό της να επιλέξει, ξεχνώντας την καρδιά.

Και αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει στην Σελίν Σονγκ.

Η ταινία της μοιάζει να κάνει τικ σε όλα τα κουτάκια που χτυπάνε στο συνειδητό (και υποσυνείδητο) του θεατή που αναζητά απεγνωσμένα να δει μια ρομαντική κομεντί. Από το πάντα ακαταμάχητο σκηνικό της Νέας Υόρκης, μέχρι την γυναικοπαρέα στο γραφείο συνοικεσίων, το ονειρεμένο διαμέρισμα του Χάρι και τον ίδιο τον Πέδρο Πασκάλ ως αντίβαρο του Κρις Έβανς και της γοητευτικής αποτυχίας του να γίνει κάτι περισσότερο από ένας ακόμη φιλόδοξος νέος ηθοποιός, όλα στο «Ταιριάζουμε;» μοιάζουν να έχουν βγει από το μεγάλο βιβλίο συνταγών των rom-coms, ακόμη και αυτή η διαρκής αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν διαδραματίζεται ακριβώς στο σήμερα - δηλαδή στο 2025, αλλά σε μια απροσδιόριστη 90s, βαριά αρχές 2000 εποχής.

Κι όμως τίποτα δεν λειτουργεί παρά μόνο… αξιακά.

Οπως μπερδεύεται και η Λούσι ξεκινώντας μια σχέση… του ονείρου με τον Χάρι μαγεμένη από διαμερίσματα, ακριβά εστιατόρια και το σωστό ύψος για έναν άντρα, με τον ίδιο τρόπο μπερδεύεται και η Σελίν Σονγκ που πιστεύει εδώ πως με βάση τις κοινοτοπίες των ρομαντικών κομεντί, θα αρκούσε μια ανεπαίσθητη (τόση που ούτε τη νιώθεις στο τέλος) off beat λογική που διατηρεί σε κάθε σκηνή προκειμένου να πετύχει την απόλυτη αποδόμηση και μαζί να ποτίσει έναν κόσμο «υλιστών» (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας) με ρομαντισμό.

Ολα στην ταινία μοιάζουν τόσο παγωμένα όσο η Ντακότα Τζόνσον, η μόνη από τους τρεις πρωταγωνιστές που προσπαθεί (φεύ…) να μετατοπιστεί από τον ουσιαστικά μη ρόλο που έχει στην ταινία, με τους Πέδρο Πασκάλ και Κρις Εβανς (υπέροχοι ο καθένας μόνος του σε άλλες ταινίες όμως ή και εκτός σινεμά) να διανύουν όλη τη διαδρομή ανάμεσα στο δωρεάν και το λάθος κάστινγκ.

Οσο για τη γραφή της Σελίν Σονγκ, αυτή την αναγνωρίζει μόνο αμυδρά, σε πολύ μικρές στιγμές, στριμωγμένη ανάμεσα σε μια φλύαρη και (εξώφθαλμα σε σημείο εκνευρισμού) φιλοσοφημένη ανάλυση του τι σημαίνει «τέλειο ζευγάρι» που όχι μόνο αρνείται να τελειώσει (με πολλαπλά αναίτια φινάλε), αλλά φλερτάρει επικίνδυνα και με θεματικές, όπως αυτή της κακοποίησης που δεν μπορεί (δεν θέλει;) να διαχειριστεί, χαμένη διαρκώς ανάμεσα σε ένα correctness και μια άχαρη διάθεση κωμικής επανατοποθέτησής του.

Κανένα δάκρυ δεν θα κυλήσει από αυτήν τη ρομαντζάδα, κανένα γέλιο δεν θα ακουστεί παρά μόνο εκβιαστικά σε διάσπαρτα σημεία, καμία από τις αρετές της Σελίν Σονγκ δεν βρίσκει ταίρι εδώ. Κι αν το επόμενο της βήμα είναι όντως το σίκουελ του «Γάμου του Καλύτερου Μου Φίλου», τότε, χωρίς να είμαστε άδικοι, οι «Περασμένες Ζωές» μοιάζουν ήδη με εξαίρεση στον κανόνα.