Στην πραγματικότητα και παρά την ακρίβεια του υπότιτλου της τρίτης ταινίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ που ξεκαθαρίζει πως ό,τι ακολουθεί είναι «μια ταινία σε 12 πίνακες» (εννοώντας προφανώς τα κεφάλαια που στη συνέχεια θα χωρίσουν σε μικρότερες ενότητες την αφήγηση της ταινίας), το «Ζούσε τη Ζωή της» αποτελείται από πολλά περισσότερα, άπειρα μικρά, μεγάλα, μεγαλύτερα, αόρατα, επιβλητικά, κομμάτια που συναρμολογούνται και αποσυναρμολογούνται σχεδόν λες την ίδια στιγμή που γυρίζεται η ταινία και με μια μοναδική στην ιστορία του σινεμά διαστολή του χρόνου, σαν αυτό το παιχνίδι με τα μέρη του όλου να συμβαίνει αέναα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ατομικά και συλλογικά σε κάθε ένα και όλους μαζί τους θεατές της.

Ηδη από τη σύνθεση των τίτλων της αρχής, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως αυτή η ταινία θα είναι φτιαγμένη από θραύσματα εικόνων, λέξεων και ήχων, σαν ένα άναρχο ψηφιδωτό που κάθε ένα του κομμάτι θα αφηγείται ξεχωριστά τη δική του ιστορία και όλα μαζί μια άλλη, ίσως μεγαλύτερη, ίσως σημαντικότερη. Ισως και όχι.

Η κάμερα εξερευνά προφίλ, ανφάς και πάλι προφίλ το πρόσωπο μιας γυναίκας. Στο ανφάς η γυναίκα κοιτάζει κατάματα την κάμερα. Οχι για πολύ. Πάνω στα μάτια της πέφτουν οι τίτλοι της ταινίας. Το αριστουργηματικό εμμονικό μουσικό θέμα του Μισέλ Λεγκράν σταματά ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να συνεχίσει και ξεκινά ξανά τη στιγμή που θα έπρεπε να σταματήσει. Ο χρόνος σταματά, ο ήχος συνεχίζει, πάνω στην οθόνη εμφανίζονται οι λέξεις ενός γνωμικού του Μοντέν, τελευταίου ουμανιστή της Γαλλικής Αναγέννησης: «Πρέπει να προσφέρεσαι στους άλλους και να προσφέρεις στον εαυτό σου».

Η γυναίκα είναι η Νανά, που θα εγκαταλείψει τον Πολ και το παιδί τους για να ακολουθήσει το όνειρο της και να γίνει σταρ του θεάτρου ή, γιατί όχι, και του σινεμά. Η προσφορά της στους άλλους θα είναι η μοναδική οδός για την ανεξαρτησία, για να μπορέσει να προσφέρει στον εαυτό της, πριν από οτιδήποτε την ελευθερία και στη συνέχεια την ίδια της τη ζωή. Η Νανά που λέει τις φράσεις ξανά και ξανά, σαν να κάνει πρόβα για να βρει το σωστό τόνο, όχι επειδή, όπως την κατηγορούν, νομίζει πως όλα είναι θέατρο αλλά γιατί όταν προφέρεις σωστά αυτά που λες οι άλλοι σε ακούνε, σε καταλαβαίνουν. Η Νανά που θα κλάψει βλέποντας την Φαλκονέτι να καίγεται στην «Ζαν Ντ’Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ, επειδή δεν μπορεί να αντέξει ούτε τόση ομορφιά εκεί ψηλά στη μεγάλη οθόνη, ούτε τη θυσία μιας γυναίκας ακριβώς επειδή ήταν γυναίκα. Η Νανά που θα φιλοσοφήσει τη ζωή, σε φωνή off, χορεύοντας rock ’n’ roll, αλλά και στο ίδιο τραπέζι με τον υπαρξιστή Μπράις Παρέν, διασχίζοντας το Παρίσι σαν να είναι η πιο τιμητική κάτοικός του και εξόριστη μαζί, μια φιγούρα στο πλήθος που θα κάνει αισθητή την παρουσία της, διεκδικώντας το κομμάτι ζωής που της ανήκει.

Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στην πιο (κι όμως) κλασικότροπη ταινία του μαζί με την «Περιφρόνηση» (θυμηθείτε την Μπριζίτ Μπαρντό να φοράει την μαύρη περούκα σαν να είναι η Ανά Καρίνα από αυτήν εδώ την ταινία) δεν ενδιαφέρεται για την ιστορία του. Είναι φανερό άλλωστε από τα κεφάλαια με τα οποία διακόπτει την αφήγηση που στην πραγματικότητα προδίδουν τι θα γίνει στη συνέχεια. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι αυτή η συνέχεια, το βλέμμα του θεατή να ακολουθεί συνεχώς την Νανά, να βλέπει τα πράγματα που αυτή βλέπει, να ακούει τους ήχους που αυτή ακούει, να γίνει ένα με τη σκέψη και τις σκέψεις της, να ταυτιστεί μαζί της με τον τρόπο ενός άβαταρ που παίζει σε ένα παιχνίδι επιβίωσης. Παρά τη φαινομενική αναρχία και τον ακόμη και σήμερα σοκαριστικά τολμηρό πειραματισμό του, το «Ζούσε τη Ζωή της» είναι απόλυτα οργανωμένο στο μυαλό του δημιουργού του, μια συμφωνία (με αρχή, μέση και τραγικό τέλος - ακριβώς με αυτή τη σειρά) που αντηχεί τα φετίχ, τις εμμονές του και το οργασμικό Παρίσι των 60s αφήνοντας άπλετο χώρο για ένα πορτρέτο μιας ελεύθερης γυναίκας που πραγματικά είναι αμφίβολο αν έκτοτε υπήρξε κάποιο που να το συναγωνιστεί σε ομορφιά, τραγικότητα, ποπ φαντασμαγορία, θράσος και ανθρωπιά.

Είναι η εποχή που ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ζει μέσα στο στρόβιλο της nouvelle vague, του σινεμά βεριτέ, του «επικού θεάτρου» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, (της «Νανά») του Εμίλ Ζολά, του «Pickpocket» του Ρομπέρ Μπρεσόν που του έχει ανατινάξει το μυαλό, της απόλυτης ελευθερίας που επιτέλους έκανε το σινεμά να αναπνέει με απαγγελίες από το «Οβάλ Πορτρέτο» του Εντγκαρ Αλαν Πόε, τόσα jump cuts που θα αρκούσαν για μια ολόκληρή ζωή σινεμά, κινηματογραφικές αναφορές σε όλους τους μεγάλους και μικρότερους ήρωες των Cahiers du Cinema. Είναι η ίδια εποχή που ο Γκοντάρ είναι ερωτευμένος με την Ανά Καρίνα σε σημείο που - ακόμη κι αν δεν θα το παραδεχόταν ποτέ - κάνει σινεμά μόνο γι’ αυτήν. Περισσότερο από μούσα του, είναι η ενσάρκωση της μοντέρνας γυναίκας με τρόπο αποστομωτικό, με τη θέση της στη μεγάλη οθόνη αλλά κυρίως στη συλλογική φαντασίωση, μαζί ένα σύμβολο και μια αλήθεια που ειδικά σε αυτή την ταινία ανάγεται και θυσιάζεται σαν άλλη Ζαν Ντ’ Αρκ στο πάνθεον των μύθων. Αν η έμπνευση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ για το πορτρέτο μιας πόρνης ξεκίνησε από την χαμένη μέσα στα χρόνια μελέτη «Où en est la Prostitution» του Μαρσέλ Σακότ, η Ανα Καρίνα και ο τρόπος που Γκοντάρ την κινηματογραφεί δίνει στην ταινία τη διάσταση που σοκαριστικά κατέχει ανεξίτηλα μέχρι και σήμερα: ενός ρεμιξ φτιαγμένου από τα κομμάτια ενός ντοκιμαντέρ, μιας εθνογραφικής ταινίας, μιας πειραγμένης αρχαίας τραγωδίας, ενός μανιφέστου για την αυτοδιάθεση μιας γυναίκας που 60 χρόνια μετά μοιάζει το ίδιο μοντέρνο με τότε, αν όχι και περισσότερο.

«Νομίζω ότι είμαστε πάντα υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Είμαστε ελεύθεροι. Σηκώνω το χέρι μου. Είμαι υπεύθυνη. Γυρίζω το κεφάλι μου προς τα δεξιά. Είμαι υπεύθυνη. Είμαι δυστυχισμένη. Είμαι υπεύθυνη. Καπνίζω ένα τσιγάρο. Είμαι υπεύθυνη. Κλείνω τα μάτια μου. Είμαι υπεύθυνη. Ξεχνάω ότι είμαι υπεύθυνη αλλά είμαι. Στο είπα ότι η απόδραση είναι ένα ονειροπόλημα. Εξάλλου, όλα είναι όμορφα. Πρέπει απλά να ενδιαφερθείς για τα πράγματα, να δεις την ομορφιά τους. Είναι αλήθεια. Στο τέλος, ο κόσμος είναι αυτός που είναι. Ενα πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο. Τα πιάτα είναι πιάτα. Οι άνδρες είναι άνδρες. Και η ζωή είναι ζωή.»

Μια ταινία - διακήρυξη ελευθερίας. Μια ταινία - ατόφια πράξη σινεμά. Μια ταινία να την κρατάς από το χέρι για να μην χάσεις το δρόμο.