Χρειαζόμασταν πραγματικά ένα δεύτερο «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι»;
Υπάρχουν συνέχειες που προκύπτουν οργανικά, επειδή έχουν πραγματικό λόγο να συνεχίσουν μια ιστορία, και υπάρχουν άλλες που μοιάζουν να δημιουργήθηκαν απλώς για να κεφαλαιοποιήσουν μια επιτυχία. Το «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι 2» ανήκει ακριβώς στη δεύτερη περίπτωση, μια και το πράσινο φως για το σίκουελ δόθηκε σχεδόν αμέσως μετά την επιτυχία της στο box office. Από τα πρώτα λεπτά αντιλαμβάνεσαι πως η επιστροφή στον κόσμο της Freddy Fazbear’s Pizza δεν συνοδεύεται από κάποια ουσιαστική πρόθεση. Αντίθετα, μοιάζει με μια προσπάθεια να υπάρξει περισσότερη δράση, περισσότερη μυθολογία και περισσότερη ένταση, χωρίς τίποτα από αυτά να έχει πραγματική κατεύθυνση.
Eνας χρόνος έχει περάσει μετά τον μεταφυσικό εφιάλτη στην πιτσαρία του Φρέντι. Οι ιστορίες που κυκλοφορούν για όλα όσα συνέβησαν εκεί έχουν καθιερωθεί πια ως αστικοί μύθοι, δίνοντας έμπνευση για το πρώτο φεστιβάλ της πόλης αφιερωμένο στα σκοτεινά συμβάντα. Ο πρώην φύλακας Μάικ και η αστυνομικός Βανέσσα έχουν αποκρύψει από τη 11χρονη αδελφή του Μάικ, Αμπι, την τύχη των ρομποτικών της φίλων. Oταν όμως η Αμπι το σκάσει για να ξαναβρεί τον Φρέντι, την Μπόνι, την Τσίκα και τον Φόξι, θα πυροδοτήσει μία τρομαχτική αλληλουχία από γεγονότα. Σκοτεινά μυστικά θα αποκαλυφθούν για την προέλευση της πιτσαρίας του Φρέντι και ένας από καιρό ξεχασμένος τρόμος θα εξαπολυθεί.
Η Εμα Τάμι επανέρχεται στη σκηνοθεσία με την πρόθεση να μεγαλώσει τον κόσμο που είχε παρουσιάσει στο πρώτο φιλμ. Αλλά και πάλι μοιάζει περισσότερο να το κάνει ως αγγαρεία, χωρίς να ενδιαφέρεται να δώσει ένταση και τον απαραίτητο τρόμο, αφού κινείται για άλλη μια φορά μέσα σε ένα αρκετά ασφαλές και αποστειρωμένο PG-13 περιβάλλον, με την ταινία να καταλήγει να λειτουργεί σαν ένα σύνολο από μεγάλα θεματικά δωμάτια όπου τα animatronics εμφανίζονται με τρόπο που θυμίζει περισσότερο αξιοθέατο παρά απειλή. Η κάμερά της κινείται σχεδόν αδιάκοπα, οι χώροι αλλάζουν πριν αποκτήσουν ατμόσφαιρα, ενώ σπανίζουν οι στιγμές που το σασπένς σε κυριεύει με αποτέλεσμα ο τρόμος να παραμένει επιφανειακός, περισσότερο σαν διακοσμητικό στοιχείο.
Το σενάριο του Σκοτ Κόθον, δημιουργού των video games, προσπαθεί να επεκτείνει το lore της σειράς, προσθέτοντας μάλιστα και την Μαριονέτα, όμως όλα αυτά μοιάζουν σαν bullet points πάνω σε χαρτί: εμφανίζονται για λίγο και χάνονται χωρίς συνέχεια χωρίς καμία αξιοποίηση (όπως η ικανότητα της Βάνεσσα να μπαίνει στο μυαλό της για να αντιμετωπίσει τον νεκρό πατέρα της -ναι, είναι το χαζό όσο ακούγεται- χάνεται με την ίδια βαρύτητα που εμφανίζεται). Ακόμα και οι αποκαλύψεις γύρω από την οικογένεια Αφτον μοιάζουν να υπάρχουν περισσότερο για να καλύψουν κενά της μυθολογίας παρά για να χτίσουν μια συνεκτική ιστορία που μπορεί να σταθεί αυτόνομα.
Οι νέοι χαρακτήρες, όπως εκείνοι της ΜακΚένα Γκρέις και του Σκιτ Ούλριχ (ο οποίος μοιάζει να μπήκε στο καστ περισσότερο για δικαιολογήσει ίσως ένα μικρό «Scream» reunion με τον Μάθιου Λίλαρντ παρά για οτιδήποτε άλλο), μπαίνουν στην πλοκή με τη δυναμική να προσθέσουν κάτι διαφορετικό, όμως η ταινία δεν τους προσφέρει τις στιγμές που θα τους επιτρέψουν να ξεχωρίσουν ή να σε κάνουν να αναφερθείς γι' αυτούς. Οι ερμηνείες τους δεν είναι αδύναμες, αλλά παραμένουν εγκλωβισμένες σε ρόλους που δεν αναπτύσσονται και τελικά καταλήγουν να λειτουργούν σαν απλές συμπληρώσεις σε μια ιστορία που δεν ξέρει πού θέλει να πάει. Ούτε ο Τζος Χάτσερσον, ο οποίος επιστρέφει από το πρώτο φιλμ, δεν έχει το απαραίτητο υλικό για να εξελίξει τον ήρωά του ή του να δώσει κάποιο ουσιαστικό νόημα, ενώ τα ρομπότ παραμένουν ως λούτρινα μάπετς τα οποία θες να τα πάρεις αγκαλιά (ακόμα και όταν μπαίνουν σε killer mode).
Και κάπως έτσι η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα μοιάζει να παίρνει ένα ξεκάθαρο πλέον όχι και, πόσο μάλλον, ούτε ένα τρίτο μέρος, το οποίο υπονοείται από το φινάλε της. Αντί να επιστρέψει με αυτοπεποίθηση και πιο συγκροτημένο όραμα, διαλύει όσα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και αναλώνεται σε θεαματικές σκηνές που δεν χτίζουν τίποτα, γεμάτες με αδιάφορα easter eggs αποκλειστικά για τους φανς, χαρίζοντας έτσι στο Freddy Fazbear’s Pizza μια ακόμα κακή κριτική στο (κινηματογραφικό) Tripadvisor.

