«Αυτός ο υπέροχος, παλιός, καλός κόσμος». Με αυτό τον απίστευτο κι όμως αληθινό τίτλο κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 70 η ελληνική διανομή το «Donkey Skin» του Ζακ Ντεμί, έναν τίτλο σίγουρα πιο πιασάρικο από το «Δέρμα Γαϊδουριού» που θα αποτελούσε και την ακριβή μετάφραση και πλέον υποδόρια και ταιριαστά (μετα)ειρωνικό γι’ αυτό το πανέμορφο και σαρδόνια σκοτεινό παραμύθι, στο οποίο νομοτελειακά κάποια στιγμή θα οδηγούταν η φιλμογραφια του σκηνοθέτη που μας χάρισε τη «Λόλα», τις «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» και τις εμβληματικές «Ομπρέλες του Χερβούργου».
Γιατί ο Ντεμί (ο οποίος απεβίωσε σαν σήμερα το 1990 από επιπλοκές της νόσου του Aids) ήταν από την αρχή της καριέρας του ένας σκηνοθέτης που έπαιζε με τις συμβάσεις του παραμυθιού στις ταινίες του και εμφυσούσε σε όλες μια εξωπραγματικά λυρική διάσταση, έναν αιθεροβάμονα ρομαντισμό τον οποίο σταδιακά συνέτριβε στις απαιτήσεις και τους συμβιβασμούς της πραγματικής ζωής, είτε αυτός εκδηλωνόταν με έναν καταιγισμό χρωμάτων, είτε με τις υπέροχες μελωδίες του Μισέλ Λεγκράν που ανάγκαζαν τους έμπλεους συναισθημάτων ήρωές του να μιλούν τραγουδιστά.
To «Donkey Skin» ήταν όμως το πρώτο ξεκάθαρο κι ανερυθρίαστο παραμύθι της φιλμογραφίας του, από εκείνα που μικρό παιδί σκηνοθετούσε σε αυτοσχέδιες παραστάσεις κουκλοθέατρου, βασισμένο στην ομότιτλη ιστορία του μεγάλου Γάλλου παραμυθά του 17ου αιώνα Ζορζ Περό, δημιουργού μεταξύ άλλων της Σταχτοπούτας και της Ωραίας Κοιμωμένης. Eνα όνειρο ζωής, το οποίο ο σκηνοθέτης οραματιζόταν ήδη από το 1962, κατόρθωσε όμως να ολοκληρώσει μόλις το 1970, μετά τη συμμετοχή της σούπερ σταρ Κατρίν Ντενέβ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κι ενώ ο Ντεμί βρισκόταν ήδη μαζί με τη σύζυγό του Ανιές Βαρντά στο Λος Αντζελες, όπου την αμέσως προηγούμενη χρονιά πραγματοποίησε το αγγλόφωνο ντεμπούτο του με το υποτιμημένο (και πηγή έμπνευσης για τον Ταραντίνο στο «Κάποτε στο Χόλιγουντ) «Model Shop». Το «Donkey Skin», ωστόσο, κατάφερε να γίνει η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς στη Γαλλία, η τελευταία δυστυχώς μιας φιλμογραφίας που συνεχίστηκε με ήσσονος καλλιτεχνικής σημασίας (μοναδική εξαίρεση το «Une Chambre en Ville» το 1982), αλλά πάντα ενδιαφέρουσες προσπάθειες.
Από την εισαγωγή της ταινίας ο Ντεμί καθιστά σαφές ότι αυτό που ξεκινά είναι ένα παραμύθι, με το πολυκαιρισμένο και σκληρόδετο βιβλίο να ανοίγει αναμενόμενα με το «Μια φορά κι έναν καιρό» και τη δράση να μεταφέρεται σε ένα μυθικό και άχρονο βασίλειο στο οποίο επικρατεί μια ειδυλλιακή κι εξωπραγματική ευτυχία, εκεί όπου ο Βασιλιάς ζει αρμονικά και ήσυχα σε ένα παλάτι όπου κυριαρχούν οι τόνοι του μπλε, μαζί με τη γυναίκα του και τη νεαρή τους κόρη, οι οποίες, αν και με διαφορετικό χρώμα στο μαλλί, φέρουν και οι δύο μυστηριωδώς τα χαρακτηριστικά της Κατρίν Ντενέβ, προοικονομώντας την πιο σκοτεινή τροπή που θα λάβει η ζωή της βασιλικής οικογένειας, όταν η Βασίλισσα θα αρρωστήσει και θα αναγκάσει το σύζυγό της να της υποσχεθεί ότι θα παντρευτεί ξανά και θα αποκτήσει τον πολυπόθητο για τη διαιώνιση του βασιλείου αρσενικό διάδοχο μόνο με μια γυναίκα που θα είναι πιο όμορφη από εκείνη.
Και ποιά θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη από την καστανή Κατρίν Ντενέβ παρά …η ξανθιά Κατρίν Ντενέβ. Γιατί μετά από μια σειρά αποτυχημένων προξενιών σ’ αυτό το άκρως τολμηρό και πολυεπίπεδης ψυχαναλυτικής προσέγγισης συμπέρασμα καταλήγει ο Βασιλιάς που αποφασίζει να παντρευτεί την αθώα κόρη του, η οποία το καλοσκέφτεται μεν, έχει όμως και ηθικούς ενδοιασμούς, τους οποίους εκμυστηρεύεται στη νονά της, την Λιλά Νεράιδα, η οποία ζει στις παρυφές του δάσους και αποφασίζει για τους δικούς της λόγους να αποτρέψει αυτή την ένωση, νουθετώντας τη νεαρή πριγκίπισσα πως υπάρχουν διαφορετικά είδη αγάπης τα οποία καλό υα ήταν να μην μπλέκονται και πείθοντας την να θέσει στον πατέρα της παράλογους όρους για να πει το ναι, όπως να της χαρίσει φορέματα με το χρώμα του καιρού, της σελήνης και του ήλιου. Όταν, όμως, εκείνος καταφέρνει να ικανοποιήσει της παραξενιές της κόρης του, τότε η πριγκίπισσα ζητά από τον πατέρα της τη μεγαλύτερη θυσία, να της χαρίσει το δέρμα του γαϊδουριού το οποίο χαρίζει στο βασίλειο τον πλούτο του, αφοδεύοντας (καλά διαβάσατε) χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.
Aκόμα και σε ένα τόσο ονειρικό περιβάλλον, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο Ντεμί υπονομεύει διαρκώς την αφήγησή του με μια αίσθηση εικονικότητας και πλαστότητας, μια καλλιγραφική επίφαση κάτω από την οποία ελλοχεύουν σκοτεινά πάθη κι επιθυμίες που απαγορεύονται να εκφραστούν και μόνο υποσυνείδητα εκδηλώνονται.»
Κι όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο η αρχή, γιατί ο βασιλιάς θα χαρίσει στην κόρη του και αυτό το δώρο και τότε η πριγκίπισσα θα αναγκαστεί με τη βοήθεια της προστάτιδάς της να δραπετεύσει κρυμμένη κάτω από το δέρμα του γαϊδουριού σε ένα άλλο μακρινό βασίλειο, εκεί όπου θα αναγκαστεί να ζήσει ως παραδουλεύτρα σε ένα φτωχικό παράπηγμα με μοναδική συντροφιά την αποτρόπαια περιβολή της και το μαγικό ραβδί της νονάς της, με το οποίο κρυφά μετατρέπει την καλύβα σε κάτι που έστω και αμυδρά θυμίζει το πολύχρωμο και πλούσιο παρελθόν της. Όμως σ’ αυτό το βασίλειο όπου κυριαρχεί το κόκκινο η πριγκίπισσα θα γνωρίσει μοιραία και θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα τον πρίγκιπα που επισκέπτεται την περιοχή, ο οποίος φυσικά δε γνωρίζει την καταγωγή της και είναι έτοιμος να πεθάνει από έρωτα για την κοπέλα που φοβάται πως δεν θα εγκρίνουν ποτέ οι γονείς του. Η τελική δοκιμασία θα είναι το δαχτυλίδι της πριγκίπισσας, το οποίο θα φτάσει στα χέρια του νεαρού διαδόχου και θα το δοκιμάσουν όλες οι γυναίκες του βασιλείου, μέχρι φυσικά αυτό να χωρέσει ιδανικά στον παράμεσο της δικαιωματικής κατόχου του και τότε το βιβλίο του παραμυθιού θα κλείσει με όλους τους ήρωες να ζουν καλά…
…εμάς τους θεατές να ζούμε σίγουρα καλύτερα, όχι μόνο γιατί ο Ντεμί εικονοποιεί ένα ολόκληρο σύμπαν απαράμιλλης ομορφιάς, μια πανδαισία χρωμάτων και ήχων, πάντα με τη σύμπραξη του Μισέλ Λεγκράν σε συνθέσεις που (αν και δε συναγωνίζονται τις προηγούμενες συνεργασίες του με τον Γάλλο σκηνοθέτη) εξακολουθούν να πάλλονται από τα πάθη και τα συναισθήματα που εκφράζουν, αλλά κυρίως γιατί ακόμα και σε ένα τόσο ονειρικό περιβάλλον, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού, ο Ντεμί υπονομεύει διαρκώς την αφήγησή του με μια αίσθηση εικονικότητας και πλαστότητας, μια καλλιγραφική επίφαση κάτω από την οποία ελλοχεύουν σκοτεινά πάθη κι επιθυμίες που απαγορεύονται να εκφραστούν και μόνο υποσυνείδητα εκδηλώνονται.
Οι επιρροές του Ντεμί από τον Ζαν Κοκτό και την «Πεντάμορφη και το Τέρας» δεν περιορίζονται μόνο στην επιλογή του Ζαν Μαρέ στο ρόλο του Βασιλιά, αλλά εκτείνονται στον αθρωπομορφισμό των σκηνικών και της φύσης, μιας χλωρίδας και πανίδας που αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και φωνή, για να συνομιλήσει και να σχολιάσει τους ήρωες στο κυνήγι μιας εξωραϊσμένης ευτυχίας, αλλά και στην αιθέρια κίνηση της κάμερας, που ενισχύει την αίσθηση του αλλόκοτου με αργές και αντίστροφες κινήσεις, αφύσικες αλλά απολύτως συμβατές σε έναν κόσμο που διέπεται από τους δικούς του παράλογους κανόνες.
Ιδανική πρωταγωνίστρια και κυρίαρχη μορφή αυτού του σύμπαντος δε θα μπορούσε να είναι άλλη από την Κατρίν Ντενέβ, η διαβόητη και περιθρύλητη «ψυχρότητα» της οποίας συντονίζεται απόλυτα με αυτό το άχρονο κομψοτέχνημα στον διπλό μάλιστα ρόλο της μητέρας και της κόρης, άλλη μια δυναμική και μητριαρχική (τελικά) μορφή που ορίζει μόνη της το πεπρωμένο της σε ευθύ διάλογο με όλες τις συναρπαστικές γυναίκες που κατοικοεδρεύουν στο σύμπαν και στη φιλμογραφία του Ντεμί. Δεν είναι, όμως, η μόνη, αφού την παράσταση κλέβει η Ντελφίν Σεϊριγκ στον οριακά camp ρόλο της Λιλά Νεράιδας με το πλατινέ μαλλί και την ανεξάντλητη γκαρνταρόμπα, η οποία κρατά το θρίαμβο της για το τέλος, όπου ως άλλη από μηχανής θεά προσγειώνεται με το ελικόπτερο (!) για να δυναμιτίσει το προδιαγεγραμμένο happily ever after.
Γιατί κάθε παραμύθι έχει τη σκοτεινή πλευρά του, όλοι όμως θέλουν να το ζήσουν, ακόμη κι όταν συνειδητά γνωρίζουν τι κρύβεται κάτω από την λαμπερή επιφάνεια. Όπως ο ίδιος ο Ντεμί, ο οποίος είχε έναν υπέροχο κι αρμονικό γάμο με την Ανιές Βαρντά, έκρυβε όμως την queer πλευρά του από τη δημόσια εικόνα του μέχρι το θάνατό του, μια πλευρά που μόνο μέσα από τις ταινίες του έπαιρνε ζωή κι έβρισκε καλλιτεχνική μορφή και έκφραση στα χρώματα, τις εικόνες και τους ήχους, λες και τα παραμύθια της μεγάλης οθόνης ήταν ο μόνος χώρος όπου μπορούσε αυτός να είναι αληθινός.
Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»
- «Cronos» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- «Wings» του Γουίλιαμ Γουέλμαν
- «Nights and Weekends» των Γκρέτα Γκέργουιγκ και Τζο Σουάνμπεργκ
- «Απαγορευμένα Παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν
- «Morvern Callar» της Λιν Ράμσεϊ
- «To Σημάδι του Σταυρού» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ
- «Night of the Lepus» του Γουίλιαμ Φ. Κλάξτον
- «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν
- «Multiple Maniacs» του Τζον Γουότερς
- «Kaili Blues» του Μπι Γκαν
- «Weekend» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
- «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα
- «Maborosi» του Χιροκάζου Κόρε - Εντα
- «Goodbye, Columbus» του Λάρι Πιρς
- «Sweet Smell of Success» του Αλεξάντερ Μακέντρικ
- «World on a Wire» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
- «Κes» του Κεν Λόουτς
- «Ο Ωραίος Σέργιος» του Κλοντ Σαμπρόλ
- «Watership Down» του Μάρτιν Ρόζεν
- «Walden» του Γιόνας Μέκας
- «Love Streams» του Τζον Κασσαβέτη
- «Sólo con Tu Pareja» του Αλφόνσο Κουαρόν
- «Μαχαίρι στο Κεφάλι» του Ράινχαρτ Χάουφ
- «How Green Was My Valley» του Τζον Φορντ
- «Paris is Burning» της Τζένι Λίβινγκστον
- «Ο Ξένος» του Λουκίνο Βισκόντι
- «Sisters» του Μπράιαν Ντε Πάλμα (1972)
- «Le Bonheur» της Ανιές Βαρντά (1965)
- «Σημάδια Ζωής» του Βέρνερ Χέρτσογκ (1968)
- «Γροθιές στην Τσέπη» του Μάρκο Μπελόκιo (1965)
- «Memories of Murder» του Μπονγκ Τζουν-χο (2003)
- «Αγρια Αγόρια» του Μπερτράν Μαντικό (2017)
- «Η Αριστερόχειρη Γυναίκα» του Πέτερ Χάντκε (1978)