Στη Νάντη, ο νεαρός Ρολάν ζει ράθυμα και αφήνει τη ζωή να τον προσπερνά. Oταν τυχαία συναντά μια γυναίκα που γνώριζε στην εφηβεία του, τη Λόλα, που είναι χορεύτρια σε καμπαρέ, συνειδητοποιεί ότι είναι ερωτευμένος μαζί της και αυτό ξαφνικά δίνει σκοπό στη ζωή του. Η Λόλα είναι ανύπαντρη μητέρα ενός επτάχρονου αγοριού, και ζει με την ελπίδα ότι ο πατέρας του Μισέλ, ο οποίος την εγκατέλειψε όταν ήταν έγκυος, θα επιστρέψει.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ντεμπούτο του Ζακ Ντεμί είναι αφιερωμένο στον Μαξ Οφίλς. Η «Λόλα» είναι μια ταινία φτιαγμένη από συναντήσεις. Συναντήσεις κινηματογραφικές, συναντήσεις τυχαίες, συναντήσεις χωρίς νόημα, συναντήσεις καθοριστικές. Συναντήσεις σαν αυτές στις οποίες ο Οφίλς έχτισε το μεγαλόπνοο σινεμά του των ντελικάτων συναισθημάτων και σαν αυτές με τις οποίες ο Ντεμί ξεκινάει μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές φιλμογραφίες ολόκληρου του γαλλικού σινεμά.
Μια συνάντηση βρίσκεται και στο κέντρο της «Λόλας». Αυτή του Ρολάν με τη Λόλα. Ενός νέου που δεν βρίσκει κανένα νόημα στη ζωή του και μιας όμορφης γυναίκας που έχει πάψει από καιρό να ψάχνει νοήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Ο φευγαλέος έρωτας τους θα είναι μια αφορμή για να επαναδιαπραγματευτούν – μαζί και ξεχωριστά – το παρελθόν και το μέλλον τους κάνοντας έναν τέλειο κύκλο γύρω από το εφήμερο κυνήγι της ευτυχίας. Οταν επιστρέψουν στην αρχή, θα είναι ίδιοι, λίγο πιο σοφοί, ίσως λίγο πιο μόνοι, δύο άκρως κινηματογραφικοί ήρωες ενός ασπρόμαυρου φιλμ νουάρ, χωρίς το νουάρ ή, (όπως περιγρφάει ο ίδιος ο Ντεμί τη «Λόλα»), ενός μιούζικαλ χωρίς μουσική.
Πριν από αυτούς, στη «Λόλα» έχει συναντηθεί – σε μια καθοριστική εναρκτήρια σκηνή – η ιστορία του γαλλικού σινεμά με μια αμερικάνικη άσπρη κάντιλακ, η μουσική του (μόνιμου συνεργάτη του Ντεμί) Μισέλ Λεγκράντ με τον Μπαχ και η nouvelle vague με την ίδια της τη μοίρα. Το «ελεύθερο» σινεμά του Ντεμί μπορεί να μην διαθέτει ίχνος από την προφανή αναρχία του Ζαν Λικ Γκοντάρ, αλλά με έναν περίεργο τρόπο είναι το ίδιο ελεύθερο, το ίδιο παρορμητικό, το ίδιο μοντέρνο. Μια μικρή ασήμαντη στάση σε μια στιγμή στο χώρο και το χρόνο που αποτυπώνεται σαν να αφηγείται την ιστορία του κόσμου από την αρχή.
Με φόντο τη φωτογενή γεννέτειρα του, Νάντη, οι ήρωες του Ζακ Ντεμί συναντούν τα όνειρα και τις ελπίδες τους με μοναδικό σκοπό να τα χάσουν και να παραμείνουν αυτό για το οποίο πασχίζουν: άνθρωποι με αδυναμίες που ξέρουν να χάνουν. Ισως γι'αυτό και η Λόλα της Ανούκ Εμέ παύει ήδη από νωρίς να είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο και μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο, μια γυναίκα που δεν ξέρει να λέει ψέματα γιατί ξέρει πως τα μάτια της θα την προδώσουν.
Οσο για τον Ρολάν... Αυτός θα παραμείνει ο αρχετυπικός ήρωας της nouvelle vague, ένα μείγμα όλων των Μισέλ («Με Κομμένη την Ανάσα») και των Αντουάν («Τα 400 Χτυπήματα») του γαλλικού νέου κύματος. Που θα συνεχίζει να ζει και να αναπνέει – όπως ολόκληρο το σινεμά του Ζακ Ντεμί που γρήγορα θα γίνει έγχρωμο (φτάνοντας στο απόγειο του με τις «Ομπρέλες του Χερβούργου») - εκεί όπου η ζωή συναντά την ποίηση.
Συνεχίζοντας να πιστεύει ως γνήσιος ρομαντικός ήρωας πως: «Είμαστε μόνοι και μένουμε μόνοι. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να θέλεις κάτι, χωρίς να σκέφτεσαι το κόστος. Υπάρχει λίγη ευτυχία απλά στο να αναζητάς την ευτυχία».