Στις «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» όλοι ονειρεύονται.
Οί δίδυμες Ντελφίν και Σολάνζ, δασκάλα χορού και δασκάλα μουσικής και φιλόδοξη συνθέτρια αντίστοιχα, ονειρεύονται μια ζωή γεμάτη τέχνη και έρωτα στο Παρίσι, μακριά από την ασφυκτική «μικρή» ζωή στο λιμάνι του Ροσφόρ. Ο Ετιέν και ο Μπιλ, χορευτές ενός περιοδεύοντα θιάσου που θα φτάσει στο λιμάνι του Ροσφόρ για το Σαββατοκύριακο ονειρεύονται ένα κόσμο γεμάτο όμορφα κορίτσια και ξεγνοιασιά, μια ακόμη σελίδα στο μεγάλο βιβλίο της ελεύθερης ζωής τους. Ο ναύτης Μαξάνς ονειρεύεται το «Ιδανικό θηλυκό» που το έχει ζωγραφίσει με τη μορφή της Ντελφίν, χωρίς όμως να την έχει συναντήσει ποτέ στη ζωή του. Ο Σιμόν Νταμ (με το αστείο όνομα) ονειρεύεται τη γυναίκα που αγάπησε και έχασε πριν δέκα χρόνια - θυμάται ότι είχε δύο δίδυμα κορίτσια από μια προηγούμενη σχέση και μάλλον βρίσκεται στο Μεξικό. Και ο «Αμερικάνος στη Γαλλία» Αντι Μίλερ περιοδεύει ως διάσημος πιανίστας, ανίκανος να αντιληφθεί πως αυτό που δεν ήξερε ότι ονειρευόταν βρίσκεται στη γωνιά του δρόμου έξω από ένα σχολείο στο πολύβουο, ειδικά αυτές τις μέρες, Ροσφόρ.
Στις «Δεσποινίδες του Ροσφόρ», ο Ζακ Ντεμί, τρία χρόνια μετά το θρίαμβο του «Οι Ομπρέλες του Χερβούργου», συνεχίζει κι αυτός να ονειρεύεται το μεγάλο «αμερικάνικο» μιούζικαλ, έτσι όπως το «ενορχήστρωσε» από την αρχή ο ίδιος ως άρρηκτο κομμάτι της φιλμογραφίας του για να το στείλει ξανά πίσω στη συνέχεια ως μία διαρκή έμπνευση για όλα τα «La La Land» (δείτε μόνο την αρχική σκηνή και στις δύο ταινίες) της μετέπειτα χολιγουντιανής φαντασμαγορίας.
Σε τόνους πιο ανάλαφρους και λιγότερο πολιτικούς από τις «Ομπρέλες του Χερβούργου», με προφανείς φόρους τιμής σε εμβληματικά χολιγουντιανά μιούζικαλ (το «On the Town» των Τζιν Κέλι και Στάνλεϊ Ντόνεν είναι κάτι που έρχεται αμέσως στο μυαλό και όχι μόνο λόγω της παρουσίας αυτοπροσώπως του Τζιν Κέλι), με το τζαζ μελόδραμα του Μισέλ Λεγκράν να δίνει «φωνή» σε κάθε μικρή ή μεγάλη περιπέτεια των ηρώων του και μια παλέτα που ακόμη κι αν δεν ήξερες ότι 1000 παραθυρόφυλλα βάφτηκαν παστέλ από την αρχή για τις ανάγκες της ταινίας, είσαι σίγουρος πως βγήκε από το εργαστήριο ενός ζαχαροπλαστείου, οι «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» τραγουδούν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν για τα παιχνίδια της μοίρας, το τυχαίο και εκείνες τις δεύτερες ευκαιρίες που με τον δικό τους τρόπο αποτελούν και την ευθεία γραμμή σε όλο του έργο του Ζακ Ντεμί.
Από το κλασικό τραγούδι των διδύμων που σε λάιτ μοτίφ που διαρκεί σε όλη την ταινία και αποθεώνει στην κινηματογραφική ιστορία ό,τι υπέροχο θα συνέβαινε στις οθόνες του κόσμου αν η πραγματική αδερφή της Κατρίν Ντενέβ, Φρανσουάζ Ντορλεάκ δεν σκοτωνόταν σε αυτοκινηστικό δυστήχημα τρεις μήνες μετά την έξοδο της ταινίας, μέχρι το σπαραξικάρδιο τραγούδι του Μαξάνς (ο πανέμορφος Ζακ Περέν πριν γίνει παραγωγός) που αναρωτιέται αν η κοπέλα που έχει φτιάξει στο μυαλό του βρίσκεται δίπλα του ή πολύ μακριά του, ο Ζακ Ντεμί γράφει στις «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» το λιμπρέτο μιας ολόκληρης γενιάς που αναζητά μια καινούρια αρχή στο φινάλε των 60s. Ο ενθουσιασμός του είναι μεγαλύτερος από τη ευκολία με την οποία τελικά ενώνει τις διαφορετικές ιστορίες του «θιάσου» του και θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει ξανά και ξανά για το γεγονός ότι μερικές φορές δεν χρειάζεται να τα πείς όλα τραγουδιστά για να ακουστούν δυνατά.
Στο κέντρο μιας σκηνής που επίτηδες θυμίζει σκηνικό, ενώ είναι πραγματική τοποθεσία και ενός θιάσου που, εκτός από την Ντανιέλ Νταριέ, δεν τραγουδάει κανείς με τη φωνή του, σε ένα technicolor κομμάτι φιλμ που μελαγχολεί από την ίδια του τη μελωδία και χορεύει εκεί ακριβώς που δεν θα περίμενες ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε στην αληθινή ζωή, κάπου ανάμεσα στις αριστουργηματικές και διαχρονικές «Ομπρέλες του Χερβούργου» και στο ακραιφνώς πιο μαχαίρι-στην-καρδιά και τολμηρό «Ενα Δωμάτιο στην Πόλη» του 1982, οι πιο φλύαρες και υπερβολικά χολιγουντιανές αλά γαλλικά και ευπρόσδεκτα ρετρό «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» είναι περισσότερο απ’ όλα μια ταινία που δεν θα σταματήσει ποτέ να ονειρεύεται.
Επιβεβαιώνοντας με έναν φευγαλέο, σαν μια παρτιτούρα μουσικής που την παίρνει ο αέρας και την προσγειώνει στα πόδια του ανθρώπου που από τύχη θα αγαπήσεις περισσότερο στη ζωή σου, και επίμονο τρόπο τη δύναμη ενός σινεμά που μπορεί να οφείλει σχεδόν τα πάντα στην εικόνα του, αλλά το happy end του - όπως και στη ζωή - γράφεται καλύτερα off-screen.