Άποψη

Οι Ταινίες της Κυριακής: «Γροθιές στην Τσέπη» του Μάρκο Μπελόκιo (1965)

στα 10

Κάθε Κυριακή, το Flix επιλέγει μια σπάνια, ξεχασμένη, παραγνωρισμένη, έτοιμη να ανακαλυφθεί ξανά ταινία ως το ιδανικό sunday movie. Σήμερα το εκρηκτικό ντεμπούτο του Μάρκο Μπελόκιο, η καλύτερη ταινία του Ιταλού δημιουργού που φέτος διαγωνίζεται έβδομη φορά στην καριέρα του για το Χρυσό Φοίνικα στο 72ο Φεστιβάλ Καννών.

Οι Ταινίες της Κυριακής: «Γροθιές στην Τσέπη» του Μάρκο Μπελόκιo (1965)

Ο Μάιος είναι κατ’ εξοχήν ο μήνας κατά τον οποίο το παγκόσμιο κινηματογραφικό ενδιαφέρον στρέφεται στο φεστιβάλ των Καννών και η ανακοίνωση του επίσημου προγράμματος της 72ης διοργάνωσης είναι απλώς η αφορμή για να ασχοληθούμε από σήμερα και για τις επόμενες τρεις Κυριακές με τέσσερις από τους φετινούς διεκδικητές του Χρυσού Φοίνικα. Η αρχή γίνεται με έναν από τους πιο παλαίμαχους συμμετέχοντες στο Επίσημο Διαγωνιστικό, τον Μάρκο Μπελόκιο, ο οποίος καταφτάνει στα 80 του χρόνια για ένατη φορά στην Κρουαζέτ (και έβδομη στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα) με σκοπό να κατακτήσει με το «Il Traditore» την κορυφαία φεστιβαλική διάκριση, η οποία θα σημάνει (κάπως ειρωνικά) και την πρώτη φορά που αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης θα κερδίσει το μεγάλο βραβείο σε ένα από τρία σημαντικότερα φεστιβάλ του πλανήτη.

Η ειρωνεία, όμως, μοιάζει συνυφασμένη με την πορεία και καριέρα του Μπελόκιο. Αντιφατικός, άνισος και αταξινόμητος, ο Ιταλός σκηνοθέτης κατάφερε το 1965, σε ηλικία μόλις 26 χρόνων και με την πρώτη κιόλας ταινίας του, το «Οι Γροθιές Στην Τσέπη», όχι μόνο να προκαλέσει σκάνδαλο και να ταρακουνήσει συθέμελα την κοινή γνώμη της χώρας του, αλλά και να αναδειχθεί μαζί με τους Μπερτολούτσι και Παζολίνι σε ηγετική μορφή ενός ανανεωτικού νέου ρεύματος που έβγαλε την εγχώρια κινηματογραφία από τα λιμνάζοντα νερά του παρωχημένου νεορεαλισμού κι επανέφερε την κινηματογραφική τέχνη σε άμεσο διάλογο και επαφή με τα προβλήματα και τις ανάγκες της μεταπολεμικής Ιταλίας. Ωστόσο, καμία από τις επόμενες δημιουργίες του δεν μπόρεσε να προκαλέσει τον ίδιο αντίκτυπο και οι ταινίες που ακολούθησαν, αναμφίβολα ενδιαφέρουσες ή ακόμα και σπουδαίες (όπως το «Χαμόγελο της Μητέρας Μου» το 2002) παρέμειναν στη σκιά του εκρηκτικού σκηνοθετικού του ντεμπούτου.

Το «Οι Γροθιές Στην Τσέπη» προσγειώθηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1965 από το πουθενά, όπως ακριβώς ο πρωτοεμφανιζόμενος πρωταγωνιστής του Λου Καστέλ εμφανίζεται στην οθόνη πέφτοντας ως έκπτωτος άγγελος από ένα δέντρο. Αμέσως προκάλεσε τις αντιδράσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος της Ιταλίας, το οποίο ζήτησε την άμεση απαγόρευσή του, θεωρώντας το βλάσφημο για την Εκκλησία και για τον ιερό θεσμό της οικογένειας. Ενώ, όμως, η ταινία ενθουσίασε μια νέα γενιά κριτικών και κινηματογραφόφιλων, αντιμετωπίστηκε με αμηχανία ακόμα και από προοδευτικούς καλλιτέχνες, όπως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι και ο Λουίς Μπουνιουέλ, δύο είδωλα του Μπελόκιο, οι οποίοι δημόσια το αποδοκίμασαν.

Fists in My Pocket

Μισό αιώνα μετά, όμως, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς αυτή την υποδοχή, ειδικά αν τοποθετήσει την εμφάνισή της ταινίας στην προπαρασκευαστική εκείνη περίοδο των έντονων ζυμώσεων που οδήγησαν στον Μάη του 68 και στις φοιτητικές εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο. Κι αν σήμερα το «Οι Γροθιές Στην Τσέπη» θεωρείται με ιστορική ασφάλεια ένας προπομπός εκείνων των κινημάτων, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι αποτυπώνει αισθητικά, ηθικά και ιδεολογικά τη συσσωρευμένη οργή και την αδιέξοδη σύγχυση μιας νέας γενιάς εγκλωβισμένης στην μεταπολεμική αβεβαιότητα, η οποία δεν μπορεί να εκδηλώσει τη ρήξη με το (αισθητικό, ηθικό, ιδεολογικό, ακόμα και κινηματογραφικό) κατεστημένο, αλλά αντιθέτως τη σωματοποιεί, όπως ακριβώς υποδηλώνει ο τίτλος.

Γυρισμένο με δανεικά χρήματα από την οικογένειά του σκηνοθέτη στο σπίτι της μητέρας του στη Βόρεια Ιταλία (άλλη μια ειρωνεία δεδομένου του θέματος), το «Οι Γροθιές στην Τσέπη» αφηγείται την ιστορία και την πτώση μιας πάλαι ποτέ μεγαλοαστικής και κραταιάς οικογένειας, η οποία ζει σε μια βίλλα στα περίχωρα μιας μεγάλης πόλης του βιομηχανικού Βορρά. Χωρίς πατέρα και με μια τυφλή και φιλάσθενη μητέρα, τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας αναλώνονται σε παιχνίδια εξουσίας για να σκοτώσουν την ennui τους.

Fists in the Pocket

Με την ορμή ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη που τολμά να ρισκάρει τα πάντα, όπως ο ίδιος μεταγενέστερα δήλωσε, ο Μπελόκιο επιτέθηκε στους δύο πιο ιερούς θεσμούς της χώρας του (αλλά και κάθε χώρας) με μια ταινία που αψηφά την κατηγοριοποίηση και τα είδη και μπορεί να αναγνωστεί ως μαύρη σάτιρα και ως θρίλερ ταυτόχρονα για την έμφυτη βία που ελλοχεύει μέσα στην «αγία οικογένεια» και τις εξουσιαστικές δομές που οδηγούν σε έναν καταδυναστευτικό και πνιγηρό αυτισμό.

Fists in the Pocket

Ο μοναδικός που έχει επαφή με τον έξω κόσμο και ζει μια φαινομενικά κανονική ζωή είναι ο μεγαλύτερος γιος, ο Αουγκούστο, ο οποίος είναι και ο μόνος που εργάζεται και παρέχει τα προς το ζην στην υπόλοιπη οικογένεια, την οποία αντιμετωπίζει ως οικονομικό εμπόδιο για τις φιλοδοξίες του να ζήσει στην πόλη μαζί με την αρραβωνιαστικιά του. Τα υπόλοιπα αδέρφια έχουν το καθένα τα δικά του σοβαρά ψυχολογικά κυρίως προβλήματα: η Τζούλια έχει συναισθηματικά ασταθή συμπεριφορά που εκδηλώνεται με εκρήξεις ζήλειας στα αδέρφια της, ο Λεόνε είναι διανοητικά καθυστερημένος και παθαίνει κρίσεις επιληψίας, ενώ ο Αλεσάντρο, κεντρικός ήρωας της ταινίας, επιληπτικός κι αυτός, διακατέχεται από ένα σαρωτικό και κυκλοθυμικό αίσθημα οργής και επαναστατικότητας, το οποίο δεν μπορεί να διοχετεύσει παραγωγικά. Μέσα σ’ αυτό το τελματώδες κλίμα η παθογένεια δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί για να λάβει σταδιακά δολοφονικές και αιμομεικτικές διαστάσεις.

Με την ορμή ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη που τολμά να ρισκάρει τα πάντα, όπως ο ίδιος μεταγενέστερα δήλωσε, ο Μπελόκιο επιτέθηκε στους δύο πιο ιερούς θεσμούς της χώρας του (αλλά και κάθε χώρας) με μια ταινία που αψηφά την κατηγοριοποίηση και τα είδη και μπορεί να αναγνωστεί ως μαύρη σάτιρα και ως θρίλερ ταυτόχρονα για την έμφυτη βία που ελλοχεύει μέσα στην «αγία οικογένεια» και τις εξουσιαστικές δομές που οδηγούν σε έναν καταδυναστευτικό και πνιγηρό αυτισμό. Η αναλογία ανάμεσα στην ακέφαλη οικογένεια και στην μεταπολιτευτική Ιταλία, όπου το φάντασμα του «πατέρα» Μουσολίνι ακόμα πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, είναι προφανής και τα κατάλοιπα του φασιστικού παρελθόντος της χώρας αναφύονται αταβιστικά σε μια κοινωνία, όπου ακόμα «homo hominis lupus est», κατά τον κλασικό αφορισμό του Τόμας Χομπς, τον οποίο θα επαναλάβει στη σκηνή του πάρτι γενεθλίων της αρραβωνιαστικιάς του Αουγκούστο ένας από τους παρευρισκομένους.

Κι είναι αλήθεια ότι όλα τα μέλη της οικογένειας θυμίζουν αγρίμια λαβωμένα η απατηλά εξημερωμένα, που δεν αργούν να εκδηλώσουν τα ένστικτά τους, όσο κι αν η κοινωνία προσπαθεί να τα καταπνίξει, ειδικά ο Αλεσάντρο, τον οποίο υποδύεται με έναν ζωώδη μαγνητισμό ο επίσης πρωτοεμφανιζόμενος τότε Λου Καστέλ, προκαλώντας αναπόφευκτες συγκρίσεις με τον Μάρλον Μπράντο. Ακόμα και το απομονωμένο στην εξοχή σπίτι θυμίζει ένα τεράστιο κλουβί, μέσα στο οποίο τα πορτρέτα των ένδοξων προγόνων επιτείνουν την αίσθηση του ξεπεσμού και είναι τα πρώτα που καταστρέφονται μετά το θάνατο/δολοφονία της μητέρας.

Fists in the Pocket

Ο Αλεσάντρο, του οποίου η κατακερματισμένη ταυτότητα υπογραμμίζεται από τη συνεχή προσφώνηση με υποτιμητικά υποκοριστικά που δεν αποδίδουν ποτέ ολόκληρο το όνομά του, μοιάζει να κουβαλά εντός του όλη την περιρρέουσα παθογένεια και τη σήψη, οι οποίες εκδηλώνονται σωματικά, με μια ψυχική ασθένεια που ποτέ δεν κατονομάζεται και αγγίζει τον διπολισμό, ενώ αυτός ξεσπά σε δολοφονική μανία αποδραματοποιημένα, σχεδόν σαν μια φυσική εκδήλωση του μύχιου εαυτού του. Αρκούν, άλλωστε, τα δύο γυμνά χέρια του για να πράξουν τους δύο φόνους της ταινίας, εκείνα τα χέρια που είτε επαναλαμβάνουν μηχανικές κινήσεις προκειμένου να εγκλιματιστούν στο αλλότριο κι εχθρικό περιβάλλον, είτε παραμένουν σφιχτά ενωμένα στις γροθιές του τίτλου, προσπαθώντας να καταπνίξουν την εξέγερση.

Με μια ασπρόμαυρη διεύθυνση φωτογραφίας που δίνει ζωή στις σκιές και αναδεικνύει όλες τις ηθικές γκρίζες ζώνες, τις οποίες οποίες η ταινία με ευκολία και αυθάδεια διέρχεται, ο Μπελόκιο κινηματογραφεί υπαινικτικά, με μια φαινομενική ελαφρότητα και μια σαρδόνια σατιρική διάθεση που παγώνει σταδιακά το χαμόγελο στα χείλη. Κι είναι η συγκλονιστική τελευταία σκηνή, στην οποία οι άναρθρες κραυγές του Αλεσάντρο θα μπλεχτούν με την ηχητικά παραμορφωμένη άρια από την Τραβιάτα του Βέρντι, το τελευταίο (;) κρεσέντο ζωής ενός θηρίου που δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο πριν παραδοθεί στη σιωπή.



Περισσότερες «Ταινίες της Κυριακής»


Fists in the Pocket