Παραδοσιακά, η δεκάδα των καλύτερων ταινιών των αναγνωστών του Flix για το ημερολογιακό έτος 2020 κλείνει οριστικά την κινηματογραφική χρονιά που αφήνουμε πίσω μας, μια χρονιά που θα αργήσουμε να ξεχάσουμε - ευτυχώς και για τις καλές ταινίες που είδαμε στο σινεμά, στο σπίτι, με μάσκα ή και χωρίς.
Και με μια ευχή για ανοιχτές αίθουσες το νέο χρόνο που έχει ήδη ξεκινήσει...
10. Μικρές Κυρίες (Little Women) της Γκρέτα Γκέργουιγκ
Οι «Μικρές Κυρίες» της Λουίζ Μέι Αλκοτ (που κυκλοφορησε αρχικά σε δύο τόμους, το «Little Women» το 1868 και το «Good Wives» το 1869 και σε ένα τόμο ως «Little Women» το 1880) ήταν ήδη από την πρώτη του έκδοση ένα βιβλίο της εποχής του και την ίδια στιγμή ένα βιβλίο που κοιτούσε μπροστά από την εποχή του. Η εν μέρει αυτοβιογραφική ματιά της Αλκοτ πάνω στη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες των τεσσάρων κοριτσιών της οικογένειας Μαρτς δεν απείχε ιδιαίτερα από τα νεανικά και τα ρομαντικά αναγνώσματα της εποχής, αλλά ήταν μια άλλοτε αδιόρατη και άλλοτε υπογραμμισμένη διάθεση ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης που θα χάριζε για πάντα στη Μεγκ, τη Τζο, την Μπεθ και την Εϊμι μια όχι προκλητική ώς προς τα ήθη της εποχής αλλά ωστόσο σαφή επίστρωση χειραφέτησης: όλα να γίνουν όπως πρέπει και όπως αναλογούν στις επιταγές της κοινωνίας, με μοναδική προϋπόθεση να είναι όλα θέμα προσωπικής επιλογής. Επιλογή... ζωής και για την Γκρέτα Γκέργουιγκ που δύο χρόνια μετά το «Lady Bird» επιμένει σε ένα σινεμά που, παρά τις επιταγές της εποχής και το δυναμισμό της φεμινιστικής ματιάς του, δεν παρασύρεται από το hype, δεν φωνάζει τα μηνύματά του, αντίθετα, το βλέπεις, ότι μένει προσκολλημένο στις βασικές αρχές της μυθοπλασίας προσπαθώντας με κώδικες γνώριμους και τεχνική κλασική να μιλήσει για το σήμερα. Χωρίς να προφασίζεται ότι εφευρίσκει από την αρχή το σινεμά, αλλά αποθεώνοντας την πρωταρχική δύναμή του, κάθε ταινία της Γκέργουιγκ είναι σαν να «διορθώνει» λίγο ό,τι προηγήθηκε: στην περίπτωση του «Lady Bird» κάθε ταινία με μια έφηβη που κάνει το μεγάλο βήμα προς την ενηλικίωση και στην περίπτωση των «Μικρών Κυριών» όλη την προϊστορία ενός βιβλίου που μίλησε πρώτη φορά για κορίτσια με απτές επιθυμίες (ή για να είμαστε πιο δίκαιοι για κορίτσια που μίλησαν πρώτη φορά για τις επιθυμίες τους). Διαβάστε εδώ περισσότερα για τις «Μικρές Κυρίες».
9. Στη Γη του Αγριου Μελιού (Honeyland) των Ταμάρα Κοτέβσκα, Λούμπομιρ Στεφάνοφ
Μια μικρή ταινία που μπόρεσε να ταξιδέψει μακριά και κατόρθωσε να φτάσει ως τα Οσκαρ σε δύο μάλιστα κατηγορίες, τόσο αυτή της διεθνούς ταινίας, όσο και του καλύτερου ντοκιμαντέρ, το «Στη Γη του Αγριου Μελιού», μοιάζει να γοήτευσε οποιονδήποτε θεατή, γεύτηκε λίγη από την ομορφιά της. Γυρισμένη στην διάρκεια τριών ετών, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας, και σκηνοθετημένη μέσα από 400 ώρες υλικού σε ένα γοητευτικό παραμύθι που κατορθώνει να κρατά στην καρδιά του την αλήθεια ενός τόπου και των ανθρώπων που ακολουθεί, η ταινία σε κάνει να ξεχνάς ότι παρακολουθείς ένα ντοκιμαντερ. Σχεδόν να ξεχνάς ότι αυτό που βλέπεις είναι σινεμά, αφού ζεις μαζί με τους ήρωες του, την αλλαγή των εποχών, το πέρασμα του χρόνου, την λαμπρότητα της φύσης, το βουητό των μελισσιών, την σιωπή του θανάτου. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Στη Γη του Αγριου Μελιού».
8. Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς του Γιάννη Οικονομίδη
Ο θρασύδειλος Ηρακλής, επαρχιώτης επιχειρηματίας, σχεδιάζει να εκδικηθεί τη γυναίκα του Ολγα που τον κερατώνει με τον Μάνο, πρώην λαϊκό τροβαδούρο και νυν ιδιοκτήτη τοπικού σκυλάδικου. Για την τιμή όχι μόνο του ανδρισμού του, αλλά και του σακ βουαγιάζ με το εκατομμύριο που αφαίρεσε η μοιχαλίδα από τις κρυψώνες στο σπίτι. Οι μαμάδες εκατέρωθεν μπλέκουν μανιπουλαριστικά στη βεντέτα, το ίδιο και τυχοδιώκτες, απατεώνες και παράγοντες τοπικοί, μαζί και εκτελεστές εισαγόμενοι. Είναι αμφίβολο αν έστω κι ένας θα ξεφύγει από τον μύλο των προδοσιών και των αναμετρήσεων. Οπως πάντα, έτσι κι εδώ, στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», το σε ρυθμούς οπλοπολυβόλου χυδαιολόγημα είναι μέρος του οικονομιδικού υπερρεαλισμού. Οπως εξίσου είναι η διόγκωση της ανθρώπινης μωρίας, που παίρνει ταυτότητα ελληνική δια της υπογράμμισης συγκεκριμένων εθνικών χαρακτηριστικών. Του μαμοθρεφτισμού, του ψευτοπαλικαρισμού, της καφρίλας. Της λαχτάρας για αρπαχτή, που μπορεί να σε παρασύρει σε κάθε είδος καραγκιοζιλίκι (το «Ροκ του Καραγκιόζη», η εκπληκτική διασκευή του παραδοσιακού θέματος από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, δίνει επακριβώς τον τόνο). Η αναπάντεχη ελληνική εμπορική επιτυχία του 2020, συν η πιο feelgood ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, με εισιτήρια που απλώθηκαν από πριν το πρώτο lockdown μέχρι και το δεύτερο. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τη «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς».
7. Mank του Ντέιβιντ Φίντσερ
Κάτι πολύ περισσότερο από το παρασκήνιο του making of του «Πολίτη Κέιν». Kάτι εξαιρετικά πιο σημαντικό από ένα κρυφοκοίταγμα από την κλειδαρότρυπα στην στουντιακή βιομηχανία του Old Hollywood. Κάτι πολύ πιο ευρύ, εύστοχο και ουσιώδες από μία απλή βιογραφία του σεναριογράφου Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς, ή «Mανκ» - του ταλαντούχου, πνευματώδη, αλκοολικού, τζογαδόρου, αυτοκαταστροφικού σεναριογράφου που συνεργάστηκε με τον Ορσον Γουέλς στην εμβληματικό του ντεμπούτο. Με την πρόφαση να μάς αφηγηθεί την ιστορία της κατασκευής μιας ταινίας, ο Ντέιβιντ Φίντσερ λέει κάτι πολύ πιο μεγάλο από τη μεγάλη οθόνη, κάτι πολύ πιο σπουδαίο για τον άνθρωπο, τις αξίες του, τους δαίμονές του και την κοινωνική υποκρισία. Οταν ανάβει ο κινηματογραφικός προβολέας κι όλα λάμπουν και μάς θαμπώνουν, κάποιοι χάνονται στις σκιές. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Mank».
6. Ακοπο Διαμάντι (Uncut Gems) των Μπένι και Τζος Σάφντι
Οποιος έχει δει το «Good Time» ή κάποια από τις απρόβλητες στη χώρα μας προηγούμενες δουλειές των Νεοϋορκέζων αδερφών («The Pleasure of Being Robbed», «Daddy Longlegs» (2009) και «Heaven Knows What») γνωρίζει ότι τα αδέρφια Σάφντι ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν κάθε φορά τις ιστορίες τους με μια ωμή και ακατέργαστη συναισθηματική και σκηνοθετική ένταση, η οποία, όμως, μέχρι πρότινος αποτελούσε και το μεγάλο μειονέκτημα μιας συχνά επιφανειακής και εν πολλοίς εφετζίδικης και μονοδιάστατης δραματουργίας. Με το «Ακοπο Διαμάντι» και τη σαρωτική ερμηνεία του Ανταμ Σάντλερ επιτυγχάνεται το παράδοξο να αυξάνουν αυτή την ένταση στο τέρμα, αλλά ταυτόχρονα να υπογράφουν την πιο εκκωφαντική, αλλά και ώριμη δουλειά τους. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Ακοπο Διαμάντι».
5. Σκέφτομαι Να Βάλω Ενα Τέλος (I'm Thinking of Ending Things) του Τσάρλι Κάουφμαν
H Λούσι (ή Λουίζα, ή Λουτσία, ή Εϊμι) δέχθηκε την πρόσκληση του Τζέικ, του αγοριού της εδώ και δύο μήνες, να γνωρίσει τους γονείς του. Θα οδηγήσουν για ώρες μέσα στην χιονοθύελλα για να φτάσουν στη φάρμα που μεγάλωσε, να φάνε όλοι μαζί και να επιστρέψουν. Η γνωριμία με τους γονείς είναι πάντα ένα μεγάλο βήμα. Στρεσογόνο κι αποκαλυπτικό. Ειδικά... όταν, εσύ μυστικά, μέσα σου, σκέφτεσαι να δώσεις ένα τέλος στα πράγματα. Καλό παιδί ο Τζέικ. Αλλά αυτό ήταν όλο; Επίσης, όσο προχωρά ο αδυσώπητος χρόνος, οι λεπτομέρειες που σε ενοχλούν φουντώνουν. Κι ο χρόνος στο πατρικό σπίτι θα τρέξει αμείλικτα, μπρος-πίσω, σε αυτό τον σουρεαλιστικό, αλληγορικό εφιάλτη. Ζωντανεύοντας ντροπιαστικές ιστορίες της παιδικής ηλικίας, αποκαλύπτοντας τη ρίζα των ανασφαλειών σου στα πρόσωπα και τα λόγια των γονιών, αλλά και βλέποντας τους δυο σας στις καρέκλες τους, στις ηλικίες τους. Σκέφτεσαι να δώσεις ένα τέλος. Το τόλμησες ποτέ, άραγε; Ευφυής. Πολυσύνθετα φιλοσοφημένη. Αβάσταχτα αληθινή, παρά τον προφανή σουρεαλισμό της. Μία ταινία που εκτιμάς και υποκλίνεσαι. Αλλά δεν θα την αγαπήσεις ποτέ. Μπροστά στο απύθμενο σκοτάδι του 60χρονου Τσάρλι Κάουφμαν, εδώ στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα πέντε χρόνια μετά το «Anomalisa», σου λείπει ακόμα περισσότερο η λιακάδα της κινηματογραφικής νιότης του (σας). Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Netlfix. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Σκέφτομαι να Βάλω Ενα Τέλος».
4. Η Δίκη των 7 του Σικάγου (The Trial of the Chicago 7) του Ααρον Σόρκιν
Σικάγο, Συνέδριο των Δημοκρατικών, 1968. Εξω από το Χίλτον, στους δρόμους, οι αντι-πολεμικές διαδηλώσεις για όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ παίρνουν μεγάλες διαστάσεις (όπως σήμερα οι αντίστοιχες του #BlackLivesMatter) και η κυβέρνηση του Λίντον Τζόνσον δίνει το σήμα για πλήρη καταστολή από τις αστυνομικές δυνάμεις- κάτι που τις μεταμορφώνει σε εξέγερση. Επί πέντε μέρες και πέντε νύχτες, το Σικάγο καίγεται. Ακολουθούν συλλήψεις. Η επόμενη κυβέρνηση, του Ρίτσαρντ Νίξον, αποφασίζει μία κίνηση που θα δώσει ένα μάθημα παραδειγματισμού στους μελλοντικούς διαδηλωτές: εφαρμόζοντας το Αρθρο Χ (που καθιστά παράνομες τις εξεγέρσεις) του Νομοσχεδίου για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1968, συλλαμβάνει και κατηγορεί 7 (αρχικά 8) πολιτικούς αρχηγούς κινημάτων και τους χαρακτηρίζει «τρομοκράτες»: «με σχέδιο και στόχο κατεύθυναν τον όχλο σε βίαιη εξέγερση». Η Δίκη των 7 του Σικάγου μένει ιστορική, καθώς οι κατηγορίες συνωμοσίας και τρομοκρατίας δεν μπόρεσαν τελικά να σταθούν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το σύστημα να προσπαθήσει. Δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Ααρον Σόρκιν (μετά το «Molly's Game»), όμως πολλαπλή σεναριακή κατάθεση πάνω σε... ζητήματα τιμής. Από το «A Few Good Men» μέχρι το «The West Wing» κι από το «The Newsroom» μέχρι το «The Social Network», ο Σόρκιν είναι πιστός σε όσα τον προβληματίζουν. Ενας πολιτικός και κοινωνικός ανατόμος των (εκάστοτε) καιρών που χρησιμοποιεί την πέννα του για να μελετήσει και να αφυπνίσει πάνω σε καίρια ζητήματα. Η διαχείριση της Δημοκρατίας, τα δικαιώματα και η ευθύνη της, η πλάνη της ισότητας απέναντι στους νόμους, τα πολιτικά ιδεώδη σε σύγκρουση με το ακλόνητο οικονομικό σύστημα, η θέση του ενός (πολίτη) απέναντι στους θεσμούς (κράτος). Η ταινία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες δύο εβδομάδες πριν κάνει την πρεμιέρα της στο Netflix. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τη «Δίκη των 7 του Σικάγου».
3. Τζότζο (Jojo Rabbit) του Τάικα Γουαϊτίτι
Ο Τζο Μπέτζλερ, ένα αδύνατο και μοναχικό αγοράκι, μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία με την καλόκαρδη και τρυφερή μητέρα του, όσο ο πατέρας του λείπει εδώ και χρόνια «για δουλειές». Ο «Τζότζο» έχει ένα όνειρο: να φορέσει τη στολή με τις σβάστιγκες και να υπηρετήσει τον Φύρερ. Τον ενοχλεί που τον θεωρούν αδύναμο και δειλό, εκείνος θα αποδείξει στους συμμαθητές του ότι είναι σκληρός, ικανός και πιο πιστός στο όραμα από όλους. Αλλωστε έχει και τη βοήθεια του φανταστικού του φίλου, Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος εμφανίζεται συχνά στο δωμάτιό του, τον ενθαρρύνει και τον κατηχεί: μισούμε τους Εβραίους. Μόνο που την Ημέρα της Ναζιστικής Νεολαίας, ο Τζότζο αποτυγχάνει στις δοκιμασίες: δεν μπορεί να σκοτώσει ένα κουνελάκι με τα γυμνά του χέρια, ενώ τραυματίζεται από θραύσματα μιας χειροβομβίδας και το πρόσωπό του παραμορφώνεται για πάντα. Καταστροφή. Τώρα όλοι τον κοροϊδεύουν ακόμα περισσότερο από πριν: είναι άσχημος, είναι τέρας, είναι δειλός όπως ο πατέρας του που το έσκασε. Είναι ο «Τζότζο το κουνέλι». Οσο αναρρώνει, η μητέρα του τον σταματά από το σχολείο και, μένοντας σπίτι, η ζωή του αλλάζει απότομα. Κι αυτό γιατί ανακαλύπτει ότι σε μια μυστική σοφίτα, που επικοινωνεί μόνο από το δωμάτιό της, η μαμά του κρύβει από τους Γερμανούς μία έφηβη Εβραία κοπέλα. Ο Τζο δεν έχει ξαναδεί ποτέ κάποιον που πρέπει να μισεί, αλλά δεν νιώθει να μισεί την Ελσα. Δεν έχει ουρά, δεν μοιάζει με το διάβολο. Οσο ο Τζότζο ερωτεύεται, όσο καταλαβαίνει την αλήθεια για την αντιστασιακή μητέρα του, τόσο πρέπει να ξυπνήσει από τον τυφλό φανατισμό του, να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι, τι πραγματικά πιστεύει, και να πάρει θέση απέναντι σ' έναν αδίστακτο πόλεμο που σκοτώνει ανεπίστρεπτα την παιδική (κι όχι μόνο) αθωότητα. Ο Τάικα Γουαϊτίτι τολμά μία αναρχική κωμωδία για τη ναζιστική Γερμανία. Μία παρωδία με αναχρονιστικό μουσικό σάουντρακ, ανελέητο σαρκασμό, και αναπάντεχη τρυφερή παιδικότητα. Οσκαρ Σεναρίου. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Τζότζο».
2. Ο Φάρος (The Lighthouse) του Ρόμπερτ Εγκερς
Ο Τόμας Γουέικ κι ο Εφρέμ Γουίνσλοου, δυο φαροφύλακες, φτάνουν σε ένα ξερονήσι, κάπου έξω από το Μέιν, γύρω στα μέσα του 1890. Θα αναλάβουν για έναν μήνα την ευθύνη του φάρου που στέκεται εκεί και μιας σειρήνας, της οποίας ο επαναλαμβανόμενος ήχος προειδοποιεί τα πλοία που περνούν για τον κίνδυνο που παραμονεύει. Μέσα σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο και για τα περίπου εφτά με δέκα πρώτα λεπτά, ο Ρόμπερτ Εγκερς αρχίζει να χτίζει, σιγά αλλά σταθερά, μια υποβλητική ατμόσφαιρα, καθώς ακολουθεί τους δυο ήρωές του στις καθημερινές τους ασχολίες στον φάρο, κι όλα αυτά χωρίς να ειπωθεί το παραμικρό. Κάτι που μπορεί να μοιάζει ως ασήμαντο και ως μια απλή ρουτίνα, εδώ ο Εγκερς το χρησιμοποιεί για να θεμελιώσει την δυναμική της σχέσης των ηρώων του με μια ανείπωτη ένταση να ελλοχεύει από το πρώτο κιόλας λεπτό ως κάτι το μοχθηρό. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή σε ένα εφιαλτικό ταξίδι στα αχαρτογράφητα, κρύα και σκοτεινά νερά του ανδρικού ψυχισμού, σε ένα φιλμ το οποίο κερδίζει αμέσως τον τίτλο του κλασικού. Διαβάστε εδώ περισσότερα για το «Φάρο».
1. 1917 του Σαμ Μέντες
6 Απριλίου 1917, Β. Γαλλία. Ο Μπλέικ κι ο Σκόφιλντ, δύο νεαροί στρατιώτες της 8ης διμοιρίας του βρετανικού στρατού, αναλαμβάνουν μία αποστολή αυτοκτονίας: έχουν λίγες ώρες για να διασχίσουν 15 χιλιόμετρα εχθρικού εδάφους και να παραδώσουν την εντολή του Στρατηγού απέναντι, στους λοχαγούς της 2ης διμοιρίας που είναι έτοιμοι να επιτεθούν στους Γερμανούς, οι οποίοι (φαίνονται να) υποχωρούν. Είναι παγίδα. Οι Γερμανοί τους περιμένουν για να τους αποδεκατίσουν. Ανάμεσα στους 1600 άντρες που καλούνται να σώσουν είναι κι ο μεγάλος αδελφός του Μπλέικ. Για αυτό κι ο δεκαοχτάχρονος φαντάρος περνά το συρματόπλεγμα με φόρα κι αυτοθυσία. Βοηθάει και το ότι πιστεύει ακόμα σε ηρωισμούς, αντίθετα από τον συνομήλικό του Σκόφιλντ που βλέπει πιο καθαρά. Δεν περιμένει παράσημα, στο τέλος της μέρας. Γνωρίζει ότι τους στέλνουν σε αυτή την αποστολή γιατί είναι αναλώσιμοι. Ο Σαμ Μέντες («Skyfall», «Road to Perdition», «American Beauty»), ο οποίος υπογράφει (για πρώτη φορά στην καριέρα του) και το σενάριο μαζί με την Κρίστι Γουίλσον-Κερνς, βασισμένος σε αφηγήσεις του παππού του από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφασίζει να γυρίσει την ταινία με την ψευδαίσθηση ενός μονοπλάνου 119 λεπτών. Αυτό μπορεί να μην ισχύει τεχνικά (υπάρχουν στιγμές που το γυμνό μάτι δεν καταλαβαίνει, αλλά ο Μέντες κόβει), αλλά ως κινηματογραφική εμπειρία λειτουργεί έτσι ακριβώς: τρέχεις να σωθείς μαζί με τους ήρωες. Ακατάπαυστα, αδιάκοπα, άπνοα. Τρία Οσκαρ, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας, η νούμερο 1 ταινία του ελληνικού box office για το 2020 και μια τεράστια εμπορική επιτυχία παγκοσμίως. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «1917».
Στατιστικά, παραλειπόμενα, οι χαμένοι και οι νικητές της χρονιάς:
Στη δεκάδα βρίσκουμε τρεις ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στην Ελλάδα σε πλατφόρμα και συγκεκριμένα στο Netflix («Mank», «Σκέφτομαι να Βάλω Ενα Τέλος», «Ακοπο Διαμάντι»).
Οι αναγνώστες του Flix ψήφισαν περισσότερες από 100 ταινίες ως τις αγαπημένες τους από την κινηματογραφική χρονιά του 2020. Ψήφισαν ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στις αίθουσες, αλλά και σε πλατφόρμες (Netflix, Cinobo, AppleTV+, Amazon), ψήφισαν και μερικές ταινίες που ανήκαν ημερολογιακά στο 2019 και κάποιες που δεν βρίσκονταν μέσα στη λίστα των ταινιών της χρονιάς που μπορούσαν να συμμετέχουν στην ψηφοφορία, αλλά και κάποιες που είδαν «παράνομα» στο σπίτι τους.
Στην πρώτη δεκάδα δεν χώρεσαν το «Κατηγορώ...!» του Ρόμαν Πολάνσκι, το «Ενα Ψηλό Κορίτσι» του Καντεμίρ Μπαλάγκοφ, το «Tenet» του Κρίστοφερ Νόλαν, το «Corpus Christi» του Γιαν Κομάσα, το «Μια Κρυφή Ζωή» του Τέρενς Μάλικ, το «Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο» του Καρίμ Αινούζ, το «Babyteeth» της Σάνον Μέρφι, το «Da 5 Bloods» του Σπάικ Λι, το «Οι Monos» του Αλέχάντρο Λάντες και το «Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» του Κλιντ Ιστγουντ.
Τέσσερις από τις δέκα ταινίες των αναγνωστών βρίσκονται και στη δεκάδα των συντακτών του Flix με τις καλύτερες ταινίες του 2020.
Συνολικά ψηφίστηκαν οκτώ ελληνικές ταινίες. Τις περισσότερες ψήφους πήρε η «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» που φιγουράρει και στη δεκάδα, ενώ ακολουθούν το «Pari» του Σιαμάκ Ετεμάντι, ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή, το «Winona» του The Boy, η «Αλυτη» του Μίνωα Νικολακάκη, η «Μεταφορά» του Ηλία Γιαννακάκη, οι «Αγνωστοι Αθηναίοι» της Αγγελικής Αντωνίου και το «Agora II-Δεσμώτες» του Γιώργου Αυγερόπουλου.
Οι νικητές των διαγωνισμών για φέτος είναι α. για τις 12μηνες συνδέσεις Vodafone TV οι Βασίλης Χρηστίδης και Νίκος Καλτσούνης, β. για την ετήσια συνδρομή Cinobo η Πηνελόπη Μανέτα και γ. για από δύο δωρεάν θεάσεις για ταινίες της επιλογής τους από τη StraDa Films οι Γιώργος Ψευτέλης, Χρήστος Τουλίγκος, Μάκης Αμανάτης, Ιουλία Γεωργίου, Γεωργία Βλάχου. Διαβάστε περισσότερα για τα δώρα και το διαγωνισμό εδώ.