Στο διηνεκές, όλα τα ντοκιμαντέρ που θα αναφέρονται σε αυτή τη «δεκαετία της ελληνικής κρίσης» θα φέρουν το ίδιο βάρος: κανείς δεν θέλει να ξαναδεί όλα όσα διάβασε, είδε και κυρίως «εζησε» - χωρίς ανάσα και χωρίς τελειωμό - σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Πράγμα που βέβαια δεν αναιρεί - μάλλον το αντίθετο - τη δύναμη της τεκμηρίωσης, ως το μοναδικό τρόπο να επιστρέφεις στο παρελθόν και να προσπαθείς να εξηγήσεις, να κατανοήσεις, ακόμη και - ναι, είναι θεμιτό - να βοηθήσεις στην εσωτερική και εξωτερική «τακτοποιήση» μιας εμπειρίας που σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσες καν να περιγράψεις με λόγια.

Υπό αυτό το - μοναδικό που έχει σημασία - πρίσμα, το άτυπο σίκουελ του ντοκιμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου που εν έτει 2015 συνόψισε την οικονομική και σύντομα ανθρωπιστική κρίση των τεσσάρων πρώτων χρόνων της ελληνικής κρίσης, είναι από τη φύση του σημαντικό, αν όχι για οτιδήποτε άλλο, τότε και μόνο επειδή δεν φοβάται να ισορροπήσει με ρίσκο ανάμεσα σε όλες τις παράπλευρες απώλειες μιας ολοκληρωτικής κρίσης, χωρίς ποτέ να χάνει το πυρήνα του «προβλήματος».

Οπως και στο «Agora», είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο Γιώργος Αυγερόπουλος βρίσκεται με την ίδια άνεση και περισσή γνώση, πραγματικά, παντού. Μέσα στα Eurogroup και στα υψηλά κλιμάκια των ευρωπαικών κλειστών δωματιών στις Βρυξέλλες και από εκεί στις ακτές της Λέσβου όπου φτάνουν οι πρόσφυγες με το απατηλό χαμόγελο της «σωτηρίας», στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου δικάζεται η υπόθεση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή, στο γραφείο του Αλέξη Τσίπρα και από εκεί στην πλατεία Αμερικής του Ζακ Κωστόπουλου.

Σαν ένα θρίλερ με all star cast που διεξάγεται σε μια συνεχή διαδρομή, ο Αυγερόπουλος μοντάρει τα πραγματικά γεγονότα στη μορφή μιας ανατριχιαστικής μυθοπλασίας και αφήνει τα talking heads του να αφηγηθούν ο καθένας τη δική του εκδοχή πάνω στην «τραγωδία». Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η αντίστιξη ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάνη Βαρουφάκη. Είναι κρίμα που δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έχουν κινηματογραφηθεί οι κεντρικές τους συνεντεύξεις, αλλά είναι σαφές πως ο Αυγερόπουλος διασκεδάζει με το πόσο πιο σοφός = αν και διαρκώς αλαζόνας - αποδεικνύεται ο Τσίπρας απέναντι στον διαρκή αστειευόμενο και προσβλητικό ως προς τη σοβαρότητα του θέματος Βαρουφάκη, ενδεικτικο κι αυτό μιας ολόκληρης εποχής που η Ελλάδα βυθίστηκε μέσα στην ελαφρότητα μιας ψευδοεπαναστατικής διάθεσης της «πρώτης φορά Αριστερά».

Ενδιάμεσα στο (φευ, όχι μόνο) πολιτικό παιχνίδι, βινιέτες πραγματικής ζωής (από ήρωες μιας απτής καθημερινότητας) δίνουν τη σωστή διάσταση στην έννοια «ανθρωπιστική κρίση». Οχι πάντα οι πιο ενδιαφέρουσες και σίγουρα όχι οι λιγότερο «λαϊκίστικες» του ψηφιδωτού που επιχειρεί ο Αυγερόπουλος, αλλά σιγουρα αυτές που εξηγούν πως το παιχνίδι των ισχυρών «εφαρμόστηκε» στον ελληνικό λαό και δη στους αδυνάτους, που μοιάζουν διαρκώς να είναι οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, σίγουρα οι μόνοι που μπορούν να μιλήσουν ακόμη και σήμερα για το που οδήγησαν τα χρόνια της κρίσης, των αέναων διαπραγματεύσεων, του εφιαλτικού (από κάθε άποψη) δημοψηφίσματος, της «εξόδου» από τα μνημόνια που γιόρτασε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν δώσει τη σκυτάλη στην επόμενη φιλελεύθερη (και γι’ αυτό ό,τι πιο «βδελυρό» υπήρξε στη χώρα, για όσους, ειρωνικά, ονομάζουν μέσα στο ντοκιμαντέρ τον ίδιο τους τον εαυτό «ψευδοαριστερά») κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Ο Αυγερόπουλος συνοψίζει. Και κάνει καλά, απέναντι σε ένα λαό που διακρίνεται διαχρονικά από την πιο κοντή μνήμη που είχε λαός στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Παρασύρεται, ωστόσο, συνεχώς από τη ρητορική των κακών Ευρωπαίων, της ενοχής των κυβερνήσεων και όχι των λαών, της λογικής που χαιδεύει τα αυτιά ενός ολόκληρου λαού ότι για τα δεινά του ευθύνεται μόνο ένα ολόκληρο σύστημα που τον θέλει πιόνι σε ένα μεγάλο παιχνίδι ισχυρών. Αυτές είναι και οι πιο αδύναμες στιγμές ενός ντοκιμαντέρ που μέσα στην πραγματικά αξιοσημείωτη σύνθεση που επιχειρεί μπροστά σε ένα όγκο υλικού που είναι ακόμη πολύ νωρίς για να ταξινομηθεί, είναι εύστοχο όταν περιγράφει τον παραλογισμό μέσα στον οποίο μπήκε το ελληνικό κράτος να αναμετρηθεί ουσιαστικά με τον εαυτό του, την ευρωπαϊκή του υπόσταση, την ανθρώπινη πλευρά μιας κρίσης που ξεκίνησε ως οικονομική, κορυφώθηκε ως ανθρωπιστική αλλά κατέληξε ως βαθιά υπαρξιακή.

Οχι, το «Agora II: Οι Δεσμώτες», ήδη από τον «εύκολο» τίτλο του που περιορίζει το πιο ευρύ στην τεκμηρίωσή βλέμμα του, δεν φτάνει ποτέ να εξηγήσει την υπαρξιακή πλευρά μιας πραγματικά παράλογης περιόδου που, ναι, άλλαξε για πάντα αυτήν την χώρα. Παρακολουθείται, ωστόσο, με διαρκές ενδιαφέρον γιατί έχει τη γνώση να κατανοεί πως η απόσταση ανάμεσα στο Eurogroup και την Ειδομένη, η απόσταση ανάμεσα στο Μαξίμου και τη γκαρσονιέρα χωρίς θέρμανση στο Νέο Κόσμο, η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν που πεθαίνει από το φονικό χέρι ενός χρυσαυγίτη και αυτόν που γίνεται χρυσαυγίτης γιατί η ρητορική των αισχρών δανειστών είναι η ίδια που γεννάει τον επαναστάτη και τον φασίστα, είναι μηδενική. Ο,τι αποθεώνεται μέσα στις περίπου δύο ώρες του ντοκιμαντέρ, υπονομεύεται την ίδια στιγμή από την πραγματικότητα και ο Αυγερόπουλος, παρά τον συναισθηματισμό που τον παρασύρει, θα ήθελε πολύ ο θεατής του «Agora II: Οι Δεσμώτες» να ζήσει περισσότερο απ’ οτιδήποτε τον παραλογισμό μιας χώρας που πόνεσε και που πονάει ακόμη. Δεν φτάνει μέχρι τέλους, όμως, χάνοντας την ευκαιρία να πει με αυτό το ντοκιμαντέρ την τελευταία λέξη σε μια κρίση που, εννοείται, φυσικά και αδιαπραγμάτευτα, δεν έχει τελειώσει και θα αργήσει πολύ να τελειώσει.

Οπως και στο πρώτο μέρος της τεκμηρίωσης του, ο Αυγερόπουλος τεκμηριώνει τα ήδη γνωστά, κρίνει χωρίς να φτάνει στα άκρα και μικραίνει την ιστορία του και τη διαχρονικότητά του για να μοιάζει οικεία και «ευχάριστη» στα αυτιά όσων πληγώθηκαν περισσότερο σε αυτή τη δεκαετία, καταλήγοντας με τις εύκολες αναγωγές στα δεινά του καπιταλισμού, να θυμίζει περισσότερο σχόλιο στα κοινωνικά δίκτυα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μια ταινία τεκμηρίωσης. Οχι, δηλαδή, ακριβώς το ζητούμενο ενός ντοκιμαντέρ που, το νιώθεις, ότι θέλει να συνοψίσει μια για πάντα την «ελληνική κρίση», αλλά δεν υποχωρεί στην κεντρική του ιδέα να παραμερίσει τη στράτευση του και να δει πιο αντικειμενικά τα γεγονότα.

Και είναι λογικό. Γι’ αυτό θα χρειαστούν περισσότερα χρόνια. Οπως θα χρειαστούν περισσότερα χρόνια για να αποκτήσουμε την ωριμότητα να μην θεωρούμε τα χρόνια του 2015 - 2019 ως (έστω και άτυπο) σίκουελ του 2010 - 2014, αλλά ως μια ενιαία κρίσιμη στιγμή στην ιστορία μιας χώρας που ακόμη και σήμερα, εν έτει 2020 (και με την διαπραγμάτευση του 2015 να έχει ήδη και την ανώφελη μυθοπλασία της στη μορφή «Ενήλικων στην Αίθουσα») μοιάζει να νιώθει πιο βολικά και ήσυχη με τον εαυτό της όταν κατηγορεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της.