[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

O «Απόστρατος» ξεκινάει με ένα αυτοκίνητο που μεταφέρει το βιος του 30something Αρη, καθώς αυτός μετακομίζει «προσωρινά» στο σπίτι του παππού του στου Παπάγου. Κουτιά, χαρτιά, τσιγάρα, οι εισαγόμενες μηχανές εσπρέσσο που αποτελούν την start up που προσπαθεί να στήσει, ένα CD του Αντώνη Βαρδή και στα ηχεία να ακούγεται το «δρόμος σκοτεινός η ζωή του καθενός» από το μελοδραματικά και κολλητικά ναίφ «Που να Εξηγώ». Βρισκόμαστε στο 2012 και αυτή θα είναι μια ταινία εποχής, όχι μόνο γιατί ό,τι παρεμβλήθηκε μέχρι την πρώτη της προβολή, το 2019, μοιάζει για την Ελλάδα με ολόκληρη την πικρή της ιστορία από την αρχή, αλλά γιατί ο Αρης θα ζήσει, θα μεγαλώσει, θα ανακαλύψει τον εαυτό του και τη θέση του στον κόσμο σε ένα χώρο που συναντιούνται όλες οι εποχές μιας χώρας που επέλεξε και επιλέγει συστηματικά να ζει, να αναπνέει και να πεθαίνει χωρίς ποτέ να κοιτά κατάματα την αλήθεια.

Το σκονισμένο σπίτι του εδώ και χρόνια πεθαμένου παππού είναι γεμάτο από πράγματα, από τα υπολείμματα μιας ζωής που μοιάζει σαν να διακόπηκε απότομα ή σαν κανείς να μην θέλησε ποτέ να μπει και να διαταράξει την καθημερινότητά της. Πρώην στρατιωτικός ο κύριος Αριστείδης, με ένδοξη ιστορία στην Αντίσταση, αλλά και μια ιστορία που του στοίχισε την καριέρα του, τον έβγαλε πρόωρα απόστρατο και «λέρωσε» προς τιμήν του το όνομά του στην καλοσιδερωμένη γκαρνταρόμπα της ένδοξης κάποτε συνοικίας του Παπάγου. Χάρισε ένα σπίτι σε ένα φίλο του, συμμορίτη, και αυτό δεν του συγχωρέθηκε ποτέ. Από την κοινωνία των στρατιωτικών, την μετεμφυλιακή Ελλάδα, την ίδια τη χώρα που κάποτε του έδινε παράσημα, αλλά μόνο όταν το προσωπικό δεν μπλεκόταν ποτέ με το δημόσιο.

Σε αυτό το σπίτι, ο Αρης θα γίνει ο ίδιος μια αντίθεση. Θα στοιβάξει τις μοντέρνες μηχανές του εσπρέσο μέσα στην γεμάτη δερματόδετα «βαριά» βιβλία της βιβλιοθήκης του παππού, θα καπνίζει joints στα κιτς πορσελάνινα τασάκια που ο παππούς άφηνε τσιγάρα να καίνε επειδή του άρεσε η μυρωδιά, θα προσπαθήσει να ζήσει μια σύγχρονη ζωή σε ένα μέρος που μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος. Μέχρι που στην πόρτα του θα εμφανιστεί ο «συμμορίτης» και θα τον καλέσει για καφέ στη χόβολη. Μέχρι που το παρελθόν θα εισβάλλει με περισσότερους από έναν τρόπους στη ζωή του. Μέχρι που στο σπίτι που νομίζει ότι έχει μετακομίσει προσωρινά, αντιλαμβάνεται ότι έχει έρθει για να βρει μια αλήθεια που πριν από οποιονδήποτε θα γίνει δική του.

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής είναι σίγουρος για το συναισθηματικό εκτόπισμα της ιστορίας του. Είναι τολμηρός και μόνο που αποφάσισε να κάνει ταινία μια ηθελημένα αφανή (καταχωνιασμένη;) πλευρά της ελληνικής ιστορίας του εμφυλίου. Είναι αποφασισμένος αυτή εδώ να είναι μια ταινία για μια γενιά που προσπαθεί μάταια να επαναπροσδιορίσει μια σειρά από δύσκολες και χρωματισμένες με τσιμεντωμένη από τα χρόνια υποκρισία «αντίθετες» έννοιες, όπως Αριστερός - Δεξιός, επιτυχία - αποτυχία, ενηλικίωση - μόνιμη εφηβεία, ήρωας - αντιήρωας. Το κάνει με χιούμορ και το έμφυτο (ήδη από τον «Ξεναγό» του 2011) ταλέντο του στους κωμικούς διαλόγους, το κάνει με κλείσιμο ματιού στα κλισέ που θα αναζοπυρώνονταν τα χρόνια του «εθνικού» διχασμού που θα ακολουθούσε το 2012, το κάνει και με μια ζεστή τρυφερότητα που δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός πως το νιώθεις πως αυτή η ιστορία είναι με κάποιον τρόπο πολύ προσωπική, αλλά κυρίως από το μοναδικό τρόπο που υπάρχει για να δικαιώσεις ζωές (και αγάπες) που χάθηκαν κάτω από το πέπλο της διαρκούς, αδίστακτης, καταστροφικής ελληνικής υποκρισίας.

Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Μαυροειδής παίζει με τα σύμβολα. Τις στολές, τα παράσημα, τους φαντάρους που στέκονται σούζα μπροστά στους ανωτέρους τους στα σοκάκια του Παπάγου. Παίζει και με τις μεταμφιέσεις, τους ρόλους που επιβάλλεται να φέρουμε, τους άλλους που κρύβουμε και αυτούς που δεν τολμάμε να παίξουμε. Η ταινία του όμως δεν είναι «συμβολική», ούτε εγκεφαλική. Πατάει στο συναίσθημα, είναι χαμηλότονη (όπως χαμηλότονες είναι και οι ερμηνείες των Μιχάλη Σαράντη και Θανάση Παπαγεωργίου στους δύο κεντρικούς ρόλους), ακολουθεί μια λεπτή τρυφερότητα προκειμένου να μην προδώσει το δέος με το οποίο στέκεται απέναντι σε αυτό που τολμά να αποκαλύψει.

Ανοίγοντας το μεγάλο βιβλίο μιας ιστορίας που θέλει να μιλήσει για πάρα πολλά και πολύ δύσκολα πράγματα (και για τη γενιά της κρίσης και για την εποχή του καταναλωτισμού και για την «απουσία» της ενδιάμεσης μετεμφυλιακής γενιάς και για τους «ήρωες» του χθες και του σήμερα, για μια γενιά που αποτυγχάνει και μυρίζει «γεροντίλα» περισσότερο και από τους «απόστρατους» της ζωής κ.α.), ο «Απόστρατος» δεν χάνει το νήμα της συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα να σταθεί στο ύψος των μεγάλων φιλοδοξιών του. Ισως από ατολμία για να μην «σοκάρει», ίσως από υπερβολική διακριτικότητα απέναντι στους ήρωες και τους «ήρωές» του. Ισως γιατί τα μέσα που είχε στη διάθεσή του τον αναγκάζουν να προχωρήσει πιο γρήγορα εκεί που θα έπρεπε να σταθεί περισσότερο, να βιαστεί σε αντιδράσεις και χειρονομίες που δεν έχουν λογική συνέχεια, να ρίξει την συναισθηματική ένταση εκεί θα έπρεπε να ακούγονται λυγμοί, να είναι τελικά μια ταινία πιο μικρή από την μεγάλη ιστορία που προσπαθεί να αφηγηθεί.

Η διαδρομή των 100 λεπτών του όμως δεν χάνει την λυτρωτική της επίδραση και κινηματογραφικά (διαρκής - για παράσημο - προσπάθεια για ένα σινεμά καθαρό, αφηγηματικό, συναισθηματικό που λείπει πολύ από τον ελληνικό κινηματογράφο) και στο θυμικό του θεατή. Ο «Απόστρατος» τελειώνει, όπως ξεκίνησε, σε ένα αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά το φορτίο είναι μόνο έμψυχο και άρα πιο βαρύ, αλλά ταυτόχρονα πιο ελαφρύ από ψέματα, λανθασμένες έννοιες, ψεύτικους ρόλους. Και αυτή τη φορά στο ραδιόφωνο ακούγεται η αρχή του «Εισαι Παντού και Πουθενά» της Μαρινέλλας και του Κώστα Χατζή για έναν άλλο «σκοτεινό» δρόμο: «Ερημος δρόμος ξεκινά...».

Είναι όχι πονηρά, αλλά πραγματικά ανατριχιαστικά σοφά σχεδιασμένο να ξέρεις πόσο διχασμός και πόση υποκρισία ακολούθησε για την Ελλάδα μετά την τελική σκηνή της ταινίας του Ζαχαρία Μαυροειδή και πόσο διαφορετική θα ήταν αυτή η χώρα αν μαθαίναμε την Ιστορία σωστά από την αρχή. Ή τουλάχιστον αν συμφωνούσαμε όλοι πως τα πραγματικά παράσημα τα αξίζει μόνο η αγάπη.