Σικάγο, Συνέδριο των Δημοκρατικών, 1968. Εξω από το Χίλτον, στους δρόμους, οι αντι-πολεμικές διαδηλώσεις για όσα συνέβαιναν στο Βιετνάμ παίρνουν μεγάλες διαστάσεις (όπως σήμερα οι αντίστοιχες του #BlackLivesMatter) και η κυβέρνηση του Λίντον Τζόνσον δίνει το σήμα για πλήρη καταστολή από τις αστυνομικές δυνάμεις- κάτι που τις μεταμορφώνει σε εξέγερση. Επί πέντε μέρες και πέντε νύχτες, το Σικάγο καίγεται. Ακολουθούν συλλήψεις. Η επόμενη κυβέρνηση, του Ρίτσαρντ Νίξον, αποφασίζει μία κίνηση που θα δώσει ένα μάθημα παραδειγματισμού στους μελλοντικούς διαδηλωτές: εφαρμόζοντας το Αρθρο Χ (που καθιστά παράνομες τις εξεγέρσεις) του Νομοσχεδίου για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1968, συλλαμβάνει και κατηγορεί 7 (αρχικά 8) πολιτικούς αρχηγούς κινημάτων και τους χαρακτηρίζει «τρομοκράτες»: «με σχέδιο και στόχο κατεύθυναν τον όχλο σε βίαιη εξέγερση». Η Δίκη των 7 του Σικάγου μένει ιστορική, καθώς οι κατηγορίες συνωμοσίας και τρομοκρατίας δεν μπόρεσαν τελικά να σταθούν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το σύστημα να προσπαθήσει.
Δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Ααρον Σόρκιν (μετά το «Molly's Game»), όμως πολλαπλή σεναριακή κατάθεση πάνω σε... ζητήματα τιμής. Από το «A Few Good Men» μέχρι το «The West Wing» κι από το «The Newsroom» μέχρι το «The Social Network», ο Σόρκιν είναι πιστός σε όσα τον προβληματίζουν. Ενας πολιτικός και κοινωνικός ανατόμος των (εκάστοτε) καιρών που χρησιμοποιεί την πέννα του για να μελετήσει και να αφυπνίσει πάνω σε καίρια ζητήματα. Η διαχείριση της Δημοκρατίας, τα δικαιώματα και η ευθύνη της, η πλάνη της ισότητας απέναντι στους νόμους, τα πολιτικά ιδεώδη σε σύγκρουση με το ακλόνητο οικονομικό σύστημα, η θέση του ενός (πολίτη) απέναντι στους θεσμούς (κράτος). Ο Σόρκιν είναι αθεράπευτα ρομαντικός: ψάχνει πάντα τη δικαιοσύνη, μέσα σε χώρους εξουσίας.
Κι αν με το «Social Network» προέβλεψε το μέλλον, με την προπέρσινη παράσταση του «To Kill a Mockingbird» στο Μπρόντγουεϊ, απέδειξε ότι μπορεί να πάει πίσω στο παρελθόν, όταν έχει κάτι επιτακτικό να πει για το παρόν. Αυτό κάνει κι εδώ. Ανατρέχει στα 60ς για να μιλήσει για το τώρα. «Η Δίκη των 7 του Σικάγου» είναι μία μελανή σελίδα της αμερικανικής πολιτικής Ιστορίας, και δυστυχώς κάτι που επαναλαμβάνεται σ' έναν πλήρη φαύλο κύκλο, 50 χρόνια μετά. Κι όχι μόνο στην Αμερική.
Ηταν μία πολιτική δίκη. Ηταν μία δίκη συνωμοσίας. Ηταν ένα τσίρκο, ένα θέατρο παραλόγου. Ηταν νόμιμη. Αν ο Σόρκιν επιλέγει ένα δικαστικό δράμα είναι γιατί θέλει να θέσει την ερώτηση: είναι το «νόμιμο» και «ηθικά σωστό»; Ο φρεσκοδιορισμένος Εισαγγελέας του Νίξον, Τζον Μίτσελ, αποφασίζει μία εκδικητική αποστολή. Συλλαμβάνει, σχεδόν συμβολικά (μάλιστα υπάρχει και η ατάκα «δεν μάς συνέλαβαν, μάς επέλεξαν») τους Τομ Χέιντεν και Ρένι Ντέιβις (Πρόεδρο κι Αντιπρόεδρο του Φοιτητικού Κινήματος των Δημοκρατικών), τους Αμπι Χόφμαν και Τζέρι Ρούμπιν (τους χίπηδες αντιστασιακούς του Μπέρκλεϊ, ιδρυτικά μέλη του κινήματος των Yippies - Youth International Party), τον 55άχρονο πασιφιστή Ντέιβ Ντέλιντζερ (ταγμένο ακτιβιστή κατά του πολέμου στο Βιετνάμ), τον Μπόμπι Σιλ (αρχηγό των Black Panthers, ο οποίος δεν ήταν καν παρών στις εξεγέρσεις «αλλά ήθελαν ένα νέγρο να τρομάξει τους ενόρκους») και δύο ασήμαντους nerds, τους Τζον Φρόιντς και Λι Γουίνερ («καθώς η εξουσία θέλει να δείξει κατανόηση, να αθωώσει και κάποιους, για να μπορέσει να καταδικάσει με μένος τους υπόλοιπους»). Το σύστημα θέλει να συντηρηθεί. Να αποφασίζει για πολέμους, νομοσχέδια, οικονομικά και πολιτικά καθεστώτα. Και δε θέλει αντιρρήσεις. Θα σε πατάξει, κι αν μιλήσεις, αν αντισταθείς, θα χρησιμοποιήσει τις εικόνες βίας για να τρομάξει όσους παρακολουθούν από τα σπίτια τους τα βραδινά δελτία ειδήσεων – μολότοφ, ξύλο, καταστροφές σε περιουσίες. «Αυτοί σε απειλούν, εγώ σε προστατεύω». Και θα τους κλείσω φυλακή. Αυτό πρεσβεύει κι ο διαβόητος Πρόεδρος της Δίκης, Τζούλιους Χόφμαν (μετά από αυτή τη δίκη, τον καθαίρεσαν). Γεννημένος το 1895, απαιτεί ευγένεια, πειθαρχία, ευπρέπεια. Απέναντι στους χούλιγκανς που του έφεραν απέναντί του. Αυτούς που θέλουν αλλαγές και αναστατώνουν κάτι νοικοκυρεμένο.
Ναι, ο Σόρκιν, στην αφήγηση των γεγονότων, παίρνει θέση απέναντι στη βία. Καταδικάζοντάς την από όπου κι αν αυτή προέρχεται. Αλλά μάς προειδοποιεί να προσέχουμε πώς χρησιμοποιούμε αυτή τη φράση. Είναι βία μια κυβέρνηση να στέλνει 50 χιλιάδες νέους τον μήνα (με κλήρωση!) σ' έναν πόλεμο; Είναι βία το Κράτος να αγνοεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και να διώκει όσους διαφωνούν; Είναι βία το οικονομικό περιθώριο (μεγαλύτερο παράδειγμα του, οι αφροαμερικανοί) να μην έχει καμία τύχη να ορθοποδήσει; Κι αν κατέβει στους δρόμους οργισμένο, είναι βία η αστυνομία να ανοίγει αδιακρίτως κεφάλια και να το ονομάζει «νόμο και τάξη»; 50 χρόνια μετά, το #BlackLivesMatter κίνημα είναι η απόδειξη ότι αυτή η ερώτηση δεν συμφέρει κανέναν να απαντηθεί.
Η μεγαλύτερη επιτυχία στο σενάριο του Σόρκιν είναι ότι οι πιο σημαντικοί διαξιφισμοί πάνω σε όλα αυτά τα θέματα δεν γίνονται εντός δικαστηρίου, αλλά εκτός. Σ' ένα σαλόνι, σ' ένα χωλ, στις σκάλες. Εκεί που βρισκόμαστε συνήθως κι εμείς όταν κάτι προκύπτει και πρέπει να πάρουμε θέση. Κανείς δεν είναι απαραίτητα σωστός, κανείς δεν είναι αθώος. Ο Σόρκιν περνά από γενεές δεκατέσσερις κι όσους στέκονται «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Ο ευπρεπής Τομ Χέιντεν - αγωνιστής ή κολλεγιόπαιδο με πολιτική φιλοδοξία; Ο χίπης Αμπι Χόφμαν – αντικαθεστωτικός διανοούμενος ή καρικατούρα/μπαχαλάκιας; Και, πάνω από όλα, γιατί όλες αυτές οι διαφορές μεταμορφωνόνται σε αντιθέσεις, κόντρες μέσα στην Αριστερά, κι αντί να την ενώνουν σ' ένα πολυσχιδές ισχυρό σπέκτρουμ, χρόνια τώρα τη διασπούν και την νικούν; Και πόσο μεγάλη η ευθύνη της για αυτό;
Ο Σόρκιν ξεκινά έναν πολύ σημαντικό διάλογο, την εποχή που η Αμερική βρίσκεται προ των πυλών των πιο σημαντικών εκλογών της σύγχρονης Ιστορίας της (είναι ανίκητος ένας Ντόναλντ Τραμπ - το σύμπτωμα μιας ενδοχώρας που σηκώνει φασιστικές δάδες στο Σάρλοτσβιλ, σκοτώνει μαύρους και αθωώνεται, προάγει τα αναχρονιστικά ιδεώδη των Ευαγγελιστών στο Ανώτατο Δικαστήριο;). Την εποχή που η Ευρώπη διαλύεται, ένα κομμάτι της τη φορά. Την εποχή που Ελλάδα παρακολουθεί παρόμοιες δίκες με το ηθικό τσακισμένο: η δικαιοσύνη έχει αποδειχθεί (όντως) τυφλή.
Πόσο όμως το κάνει επιτυχημένα, κινηματογραφικά; Προσπαθεί. Ο τρόπος που βάζει και βγάζει την κάμερα εντός κι εκτός δικαστηρίου, το μοντάζ φιξιόν κι αρχειακού υλικού, η παρουσίαση των ηρώων προσπαθεί να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο και τον πολιτικό λόγο, πρωταγωνιστή. Δεν τα καταφέρνει πάντα. Ο ρυθμός του είναι απείθαρχος και χαλαρός, οι ισορροπίες του γνωστού φλεγματικού του χιούμορ και της σοβαρότητας όσων εκδικάζονται άνισα χαριτωμένες, και η έμφυτη τάση του για κήρυγμα, σε στιγμές αχαλίνωτη. Παρακολουθείς τα τεκτενώμενα κι αναρωτιέσαι πώς θα αποτυπωνόταν η ιστορία (και η Ιστορία) στα χέρια του Σπίλμπεργκ – μέχρι που διαβάζεις ότι όντως εκείνος ήταν να το σκηνοθετήσει (ως συνέχεια των «Λίνκολν», «Η Γέφυρα των Κατασκόπων» και «The Post»), αλλά αποχώρησε. Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του Σπίλμπεργκ – κάτι που δίνει βαρύτητα, άξονα, και πραγματικό μεγαλείο. Ο Σόρκιν είναι πιο αναλυτικός, σύνθετος, ευφυής. Αλλά, ταυτόχρονα, αμετροεπής.
Κάνει όμως εξαιρετική δουλειά με τους ηθοποιούς του. Από την επιλογή τους, μέχρι την ελευθερία που τους δίνει στις ερμηνείες. Από τον Εντι Ρεντμέιν που φοράει καλοσιδερωμένη τη φορεσιά της πολιτικής φιλοδοξίας και τον Τζέρεμι Στρονγκ που ανταλλάσσει το κουστούμι του «Succession» με τη στολή του μαστουρωμένου ταγμένου χίπη, μέχρι τον Μαρκ Ράιλανς ως τον Ιρλανδό δικηγόρο υπεράσπισης με τα πνιχτά ξεσπάσματα οργής και τον Τζον Κάρολ Λιντς που προσφέρει μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές ήττας στην ταινία – όλοι οι πρωταγωνιστές είναι εξαιρετικοί. Τρεις όμως κλέβουν την παράσταση: ο Γιάχια Αμπντούλ-Μάτιν ΙΙ προσωποποιώντας αγέρωχα τη λαβωμένη αξιοπρέπεια του Μαύρου (κι όχι μόνο) Πάνθηρα στην πιο δυνατή σκηνή της ταινίας, ο Φρανκ Λαγκέλα που ενσαρκώνει τον συστημικό δεινόσαυρο δικαστή με φιδίσια βλέμματα και κυρτή αλαζονεία, κι ο Σάσα Μπάρον Κοέν, στην πιο δυνατή κι αξιομνημόνευτη ερμηνεία της καριέρας του, δικαιώνοντας την πολύπλευρη υπόσταση του Αμπι Χόφμαν. Δεν χρειάζεσαι γραβάτα για να είσαι διανοούμενος. Ούτε κούρεμα για να είσαι αθώος. Χρειάζεσαι ένα μικρόφωνο για να εκθέσεις τις ιδέες σου, να επικαλεστείς το Σύνταγμα και να θυμήσεις ότι ο πολίτης έχει κάτι παραπάνω από τη λαϊκή νομιμοποίηση να αμφισβητεί. Εχει την υποχρέωση.