[Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Αν, ωστόσο, για οποιονδήποτε λόγο δεν θέλετε να γνωρίζετε λεπτομέρειες για την υπόθεση, μην διαβάσετε την παρακάτω κριτική, παρά μόνο μετά τη θέαση της ταινίας.]

Ας κρατήσουμε μια περίοπτη θέση στην πινακοθήκη των εμβληματικών αντιηρώων της φιλμογραφίας του Κλιντ Ιστγουντ για τον Ρίτσαρντ Τζούελ. Οχι μόνο γιατί αυτός - σε αντίθεση με τους περισσότερους - υπήρξε πραγματικός ήρωας έστω και για τρεις ολόκληρες ημέρες, αλλά γιατί η ταινία που αφηγείται την ιστορία του, φέρει με περηφάνια σε κάθε της πτυχή της την παράδοση του κλασικού αμερικανικού σινεμά που φιλοδοξεί να ψυχαχωγήσει και να προβληματίσει μαζί - εδώ με το απαραίτητο twist που ακούει διαχρονικά στο όνομα του Κλιντ Ιστγουντ, στην καλύτερη από τις ταινίες των υπερπαραγωγικών τελευταίων χρόνων του.

Βασισμένη στο άρθρο «American Nightmare: The Ballad of Richard Jewell» της Μαρί Μπρένερ που δημοσιεύτηκε στο Vanity Fair (σε δικό της άρθρο βασίστηκε και το «Insider» του Μάικλ Μαν), η «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» αφηγείται την τραγική αληθινή ιστορία του Ρίτσαρντ Τζούελ, ενός υπεύθυνου ασφαλείας στο Ολυμπιακό Πάρκο της Ατλάντα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων που έγιναν στην αμερικανική πόλη το 1996. Ο Τζούελ, που το όνειρό του από παιδί και η σχεδόν παθολογική εμμονή του όταν έγινε ενήλικος ήταν να γίνει αστυνομικός, έγινε ο ήρωας της ημέρας όταν σε μια από τις περιπολίες του, ανακάλυψε ένα σακίδιο με εκρηκτικό μηχανισμό κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στο Ολυμπιακό Πάρκο, η οποία κόστισε σε 1 ανθρώπινη ζωή και παραπάνω από 100 τραυματίες. Η απότομη εκτίναξη της φήμης του όμως ως τοπικού, αλλά και αναπάντεχου εθνικού ήρωα, θα σταματούσε απότομα τρεις μέρες αργότερα, όταν το FBI θεώρησε πως το προφίλ του, «λευκός άντρας που θέλει διακαώς να γίνει αστυνομικός», τον μετατρέπει στο νούμερο ένα ύποπτο για την τρομοκρατική ενέργεια.

Ο,τι ακολουθεί αυτό το… γύρισμα της τύχης είναι λιγότερο ένας αγώνας για την απόδειξη της αθωότητας του Ρίτσαρντ Τζούελ, όσο μια αφορμή για να ανοίξουν σε όλο τους το εύρος οι ομόκεντροι κύκλοι ενός συστήματος που αποτελείται από την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ειρωνικά και οι τρεις θεσμοί - πυλώνες πάνω στους οποίους στήριξε την κοσμοθεωρία του ο Ρίτσαρντ Τζούελ, ένας πειθήνιος πατριώτης που θεωρούσε πως ήξερε να κάνει το σωστό. Και (με τον δικό του τρόπο) το έκανε.

Με επίκεντρο της δράσης το σπίτι στο οποίο ζούσε ο Τζόυελ μαζί με την μητέρα του, μια ιδανική μικρογραφία μιας ολόκληρης Αμερικής που ζει - ακόμη και σήμερα - με το αμερικάνικο όνειρο προσεκτικά τοποθετημένο μέσα σε δεκάδες τάπερ, το βλέμμα στραμμένο συνεχώς σε μια ανοιχτή τηλεόραση και με ένα ολόκληρο οπλοστάσιο στην ντουλάπα «για το κυνήγι», ο Ιστγουντ ανοίγει το πλάνο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν το «θέμα» από το ένα στρατόπεδο η τοπική εφημερίδα της Ατλάντα και το FBI και από το άλλο η μητέρα του Ρίτσαρντ Τζούελ και ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπεράσπισή του.

Και παρά τα φαινόμενα, τη δημόσια εδώ και χρόνια πολιτική του θέση ως Ρεπουμπλικάνου, αλλά και την τελική ετυμηγορία της Ιστορίας για την αθωότητα του Τζούελ, ο Κλιντ Ιστγουντ στέκεται κάπου στη μέση.

Σε εποχές πονηρές, από κάθε άποψη, για τη συζητήση γύρω από την κατάχρηση της αστυνομικής βίας και των κατασταλτικών μηχανισμών, ο Ιστγουντ απεικονίζει το FBI - με οδηγό τον ασθενικό ήρωα του Τζον Χαμ - ως μια αφελή ομάδα πεισματάρηδων πρακτόρων που δεν μπορούν να δεχθούν ότι έχουν κάνει λάθος και που παραβιάζουν με κάθε πιθανό τρόπο την ιδιωτική ζωή ενός υπόπτου, προσπαθώντας μέχρι και να κατασκευάσουν ψευδή στοιχεία κατηγορίας, προκειμένου να δικαιώσουν τη φήμη τους.

Παρόμοια και η ματιά του απέναντι στην αδηφάγο «δημοσιογραφία του πρωτοσέλιδου», με οδηγό εδώ την ρεπόρτερ Κάθι Σκραγκς της Atlanta Journal που αποκάλυψε το «θέμα» και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ερευνήσει βαθύτερα την υπόθεση ή να γνωρίσει από κοντά το «θύμα» της αποκάλυψής της.

[Στην επιλογή του σεναρίου και του Ιστγουντ, η Σκραγκς να λαμβάνει την πληροφορία για τον Τζούελ μετά από ανταλλαγή σεξ με τον πράκτορα του FBI, στηρίχθηκε και μια ολόκληρη πολεμική απέναντι στην ταινία - από τη διεύθυνση της Atlanta Journal που διέψευσε το γεγονός και δημοσιογράφους της εφημερίδας που απαίτησαν να αναφερθεί στην ταινία ότι έχει γίνει μυθοπλαστική παραποίηση των γεγονότων. Αδικο απέναντι σε μια υπέροχη ηρωίδα, όπως την υποδύεται η Ολιβια Γουάιλντ, που δείχνει όλον τον αμοραλισμό της εποχής αλλά και τη φιλοδοξία και ελεύθερη φύση μιας γυναίκας που στην αληθινή ζωή πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία από overdose, σε μια διαδρομή που περιείχε κατά πολύ το εφήμερο που παρουσιάζεται στην ταινία.]

Στις ίδιες αυτές πονηρές εποχές, η ματιά του Ιστγουντ απέναντι στον Ρίτσαρντ Τζούελ είναι γεμάτη από συμπάθεια για την κοσμική αδικία που έχει πέσει πάνω στους ώμους του, αλλά γυμνή από κάθε είδους ωραιοποίηση όταν στην πραγματικότητα αποδεικνύει το ανύπαρκτο κενό που υπάρχει ανάμεσα στα υλικά που δημιουργούν έναν ήρωα και αυτά που γεννούν έναν τρομοκράτη. Η σκηνή με τα (πολλά) όπλα του Τζούελ απλωμένα στο κρεβάτι του, αλλά και η - ναι προφανής, αλλά τόσο συμβολική - αντανάκλαση του μέσα στην καδραρισμένη εικόνα του ως αστυνομικού που δεν ήταν ποτέ, είναι μια καίρια πολιτική θέση κατά της οπλοχρησίας και μαζί η αρχή μιας τεράστιας συζήτησης για το πώς μια ολόκληρη χώρα διαμορφώνει τις κοινωνικές και ταξικές δυναμικές της - εκρηκτικές σε κάθε περίπτωση από όποια πλευρά κι αν το δεις.

Πολυεπίπεδη ταινία παρά το φαινομενικά απλό ακαδημαϊκό της στιλιζάρισμα, η «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» δεν αργεί να μετατραπεί και σε ένα θρίλερ, αφού - γνωρίζοντας την τελική έκβαση, αρχίζεις μέσα σου να διαπραγματεύεσαι έντονα την αμφιβολία γύρω από την αθωότητα του Τζούελ. Και καθώς η ώρα προχωράει, δεν αργεί να γίνει και μια πλατφόρμα γύρω από τον εφιάλτη που μπορεί να προκαλέσουν τα «fake news», ένα μωσαϊκό από ήρωες που ζητούν τα 5 λεπτά της δημοσιότητάς τους με κάθε κόστος, ένα - με αφορμή ένα αληθινό γεγονός του παρελθόντος - απόλυτα σημερινό σχόλιο για την «εκδίκηση» που θέλει να πάρει ο αδικημένος πολίτης δεύτερης διαλογής και για την αέναη σύγκρουση του με το αδιάλλακτο παντοδύναμο κράτος.

Μαζί και πρίν απ’ όλα αυτά, η ταινία του Κλιντ Ιστγουντ είναι ένα κομμάτι υπέροχου μυθοπλαστικού σινεμά που διαθέτει μια από τις πιο ανατριχιαστικές ανδρικές ερμηνείες που είδαμε τελευταία στο σινεμά (δεν θα καταλάβει ποτέ κανείς γιατί ο Πολ Γούόλτερ Χάουζερ όχι δεν είναι μόνο υποψήφιος, αλλά γιατί δεν είναι το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το 2020), μια - καταναγκαστική, αλλά τόσο μαεστρική - Κάθι Μπέιτς στο ρόλο της μητέρας του (υποψήφια για Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου), έναν απίθανο Σαμ Ρόκγουελ στο ρόλο του loser, ανένταχτου δικηγόρου της οικογένειας, μια σχεδόν συγκινητική Ολίβια Γουάιλντ (που δεν χρειάζεται να απολογηθεί για τον ίσως καλύτερο ρολο που της δόθηκε ποτέ στο σινεμά).

Μια ταινία από αυτές που γυρίζονται σπάνια και εκτιμώνται ακόμη σπανιότερα. Οχι τυχαία, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιστορικά αποτυχία του Κλιντ Ιστγουντ στο αμερικανικό box office. Σημάδι και σημαινόμενο πως ακόμη και με τις ατέλειες της old school λογικής της, είναι μια ταινία που θέλει τον θεατή της άγρυπνο, με κριτική σκέψη, έτοιμο να συζητήσει γύρω από μεγάλα θέματα. Αυτά που συνήθως σε ξεβολεύουν και σε αναγκάζουν να αναρωτηθείς για όλα αυτά που μέχρι σήμερα θεωρούσες δεδομένα, αμετακίνητα, σωστά.