Δώδεκα ένορκοι αποσύρονται για να συνεδριάσουν και να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Ενας 18χρονος λατινοαμερικάνος κατηγορείται ότι σκότωσε τον βίαιο πατέρα του μαχαιρώνοντάς τον. Υπάρχουν δύο μάρτυρες - ο γέρος του από κάτω διαμερίσματος που θεωρεί ότι άκουσε την απειλή και τον γδούπο του πτώματος και η απέναντι γειτόνισσα που πιστεύει ότι είδε το φόνο ανάμεσα από τα βαγόνια του διερχόμενου τρένου. Η δουλειά των ενόρκων μοιάζει εύκολη: ο νεαρός προέρχεται από το γκέτο των πιο βίαιων συνοικιών της Νέας Υόρκης. Είναι μετανάστης. Το έκανε. Του αξίζει η ηλεκτρική καρέκλα. Ολοι ψηφίζουν λοιπόν υπέρ της ενοχής του, εκτός από τον 8ο ένορκο, ο οποίος δεν είναι πεπεισμένος ότι ο νεαρός είχε μία δίκαιη δίκη. Ολα έγιναν πολύ εύκολα, γρήγορα, απλοποιημένα μέσα από τα στερεότυπα του συστήματος - εισαγγελέων, μαρτύρων, ακόμα και δικηγόρων υπεράσπισης. Κανείς δεν προσπάθησε να καταρρίψει το «πέραν πάσης αμφιβολίας» δικαίωμα του κατηγορουμένου. Κι αποφασίζει να το κάνει ο ίδιος, παραθέτοντας τα στοιχεία ξανά στην μικροκοινωνία των ενόρκων που, αρχικά, δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση να ακούσει. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι προκατειλημμένος, παρά να αμφισβητείς την πραγματικότητα μία κοινωνική διάκριση τη φορά.

Βλέποντας ξανά το αριστουργηματικό ντεμπούτο του Σίντνεϊ Λιούμετ, μισό αιώνα μετά την πρεμιέρα του, είναι σοκαριστικό πόσο αγέραστο, επίκαιρο και πολιτικά αναγκαίο είναι. Το σενάριο του Ρέτζιναλντ Ρόουζ (στην ουσία πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά θεατρικού έργου για την κρατική τηλεόραση) ανατομεί με τέτοια ακρίβεια όλους τους κοινωνικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς λόγους που οδηγούν τους ανθρώπους στο να βρουν καταφύγιο στις μικροπρεπείς δοξασίες και τις εσχατολογίες τους, ώστε κανείς θα μπορούσε να δανειστεί ατόφιους διαλόγους και να τους χρησιμοποιήσει στην πολιτική ανάλυση των ημερών μας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο αυθεντικός τίτλος είναι «12 οργισμένοι άνθρωποι», καθώς αυτή η οργή είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια. Το τυχαίο δείγμα των ανθρώπων που καλούνται να κρίνουν τη ζωή ή το θάνατο ενός νεαρού παιδιού, περιλαμβάνει μεσήλικες άντρες που θεωρούν ότι εκείνοι τα ξέρουν όλα, ενώ στην πραγματικότητα κρύβουν μεγάλο θυμό για τη δική τους προσωπική κατάντια. Ο βίαιος πατέρας που φτύνει μίσος για τον κατηγορούμενο ενώ κι ο ίδιος έχει να δει το γιο του δύο χρόνια, ο ξενοφοβικός γκαραζιέρης που κατηγορεί συνεχώς τους μετανάστες για οτιδήποτε συμβαίνει, ο τζογαδόρος τυχοδιώκτης που ενδιαφέρεται μόνο να μη χάσει το παιχνίδι μπέιζμπολ, ο νεόπλουτος νεαρός «Ντον Ντρέιπερ» - διαφημιστής της Μάντισον Αβενιου που δεν κοιτάει πέρα από τα στενά όρια του εαυτού του και την ματαιόδοξη επιφάνεια των πραγμάτων. Ο Ρόουζ αφιερώνει μικρές και μεγαλύτερες σκηνές σε όλους, αποδεικνύοντας ότι το σύνολο των ανθρώπινων κοινωνιών απαρτίζεται από τους πληγωμένους εγωισμούς, τη φιλοδοξία, τις ανασφάλειες και την εκδίκηση που θέλουμε να πάρουμε από τη ζωή που δεν πραγματοποίησε τα όνειρά μας. Κι αυτό, με την πρώτη ευκαιρία εξουσίας, θα μεταφραστεί σε ανεγκέφαλο ξέσπασμα, οργή, τυφλό ρατσισμό.

Παρόλο όμως το αριστοτεχνικό σενάριο, ο Λιούμετ είχε να ξεπεράσει μία μεγάλη παγίδα: αυτή της κλειστοφοβικής θεατρικής φόρμας. Εκτός από 3-4 λεπτά δράσης στο προαύλιο του δικαστηρίου, τα υπόλοιπα 93 της ταινίας διαδραματίζονται μέσα σ' έναν περιορισμένο χώρο. Αυτό έχει αποδειχτεί καταστροφικό για το σινεμά (πολλοί και μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν αποτύχει στην πρόκληση). Ο Λιούμετ όμως, με σύμμαχο έναν συγκλονιστικό οπερατέρ (τον οσκαρικό Μπόρις Κάουφμαν) και την προσωπική του δαιμόνια αντίληψη στην κίνηση της κάμερας που κυκλώνει όχι μόνο τη δράση, αλλά και τους ίδιους τους ήρωες καταλήγοντας σε ασφυκτικά, αποκαλυπτικά κοντινά, καταφέρνει να δημιουργήσει απαράμιλλη ένταση, ρυθμό και εναλλαγές που δεν εγκλωβίζουν τη δράση σε τέσσερις τοίχους. Αντιθέτως, η ψυχολογική χρήση της κινηματογράφησης μπορεί να οδηγεί την προσοχή μας σε λεπτομέρειες εντός οθόνης, αλλά, κυρίως, μεταφέρει τον πύρηνο διάλογο εκτός: διαδραματίζεται μέσα μας. Στον καθρέφτη μας.

Τίποτα από όλα αυτά δε θα ήταν βέβαια εφικτό αν ο Λιούμετ δε διέθετε αυτό το καστ. Από τον Χένρι Φόντα σ' έναν από τους σημαντικότερους και εμβληματικότερους ρόλους της καριέρας του να κουβαλά στο υγρό του βλέμμα όχι μόνο το αναφαίρετο δικαίωμα, αλλά και την αναγκαιότητα του μέσου ανθρώπου για δικαιοσύνη, μέχρι τον Λι Τζέι Κομπ που βουτά με το κεφάλι στον ρατσιστή, εκκρηκτικό, φωνακλά, ηττημένο από τη ζωή ήρωά του και οι 12 ηθοποιοί επιτυγχάνουν να φορέσουν κουστούμι την οργή και τη θλίψη της ανθρώπινης φύσης. Αλλά και σε στιγμές, το μεγαλείο της.

Υπάρχει μία σκηνή που μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια όσων παρακολουθούν με βουλιαγμένη την καρδιά όσα διαδραματίζονται γύρω μας, σήμερα, στην Ελλάδα. Μετά από ώρες αντιπαραθέσεων, επιχειρημάτων και στοιχείων, ο γκαραζιέρης συνεχίζει να φτύνει ρατσιστικό μίσος, ανίκανος να επεξεργαστεί με ανοιχτό μυαλό τη συζήτηση του συνόλου. Τοξικός για όλους τους υπόλοιπους. Ο Λιούμετ σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του να σηκώνονται ένας ένας από το τραπέζι και να του γυρίζουν την πλάτη, κοιτώντας από τα ανοιχτά παράθυρα. Συμβολικά και κυριολεκτικά αγνοώντας τον. Αποκόβοντάς τον από το διάλογο. Ο ρατσιστής σοκάρεται, γκρεμίζεται, παίρνει μόνος του την καρέκλα του και κάθεται απομονωμένος.

Αυτές είναι οι στιγμές που το σινεμά μπορεί να φωτίσει το δρόμο για τις προσωπικές και συλλογικές μας ετυμηγορίες.