Είναι αλήθεια πως αν έπρεπε να μαντέψεις το σκηνοθέτη αυτής της ταινίας, το όνομα του Ρον Χάουαρντ θα ήταν σχεδόν το τελευταίο που θα σου ερχόταν στο μυαλό. Καλός, με την κλασική έννοια του όρου και μέχρι εκεί, δημιουργός που μέσα στα χρόνια δοκίμασε όλα τα είδη αριστεύοντας σε κάτι που προσομοιάζει στην κοινωνική περιπέτεια για όλη την οικογένεια (βλ. «Απόλλων 13», «Ενας Υπέροχος Άνθρωπος» κλπ) που μετά από κάποια ώρα νιώθεις ότι έχεις ξαναδεί, υπογράφει εδώ μια αλλόκοτη αν και πραγματική ιστορία που σε μια πρώτη ματιά δεν θα γύριζε ποτέ.
Λίγη ώρα μέσα σε αυτό το «Νησί» και κάπου αρχίζεις να βρίσκεις δείγματα από αυτό που θα μπορούσε να είναι η - ας την πούμε ακαδημαϊκή και όχι ντε και καλά «βασική» - υπογραφή του Ρον Χάουαρντ, εδω στα πιο τολμηρά και φιλόδοξα του, αλλά ταυτόχρονα και σε ένα πραγματικό χάος αφήγησης και συνοχής που πλήττεται ανεπανόρθωτα από την έλλειψη ενός ιστού που θα συγκρατούσε τα (πολλά) επί μέρους ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία.
Η ιστορία του «Νησιού» είναι συναρπαστική. Οχι τόσο σε επίπεδο υπόθεσης, όσο στο επίπεδο του μύθου που μεταφέρει, αφού βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία για την οποία έχουν γραφτεί μαρτυρίες, έχουν γυριστεί βωβές ταινίες και ντοκιμαντέρ, μεταφέροντας μέσα στα χρόνια μια παραβολή για την αρχή - ή καλύτερα, το τέλος του κόσμου.
Βρισκόμαστε στο 1929 και στο νησί Φλοριάν των Γκαλαπάγκος του Εκουαδόρ, ένας Γερμανός γιατρός, ο Φρίντριχ Ρίτερ απαρνείται τα εγκόσμια προκειμένου να σχεδιάσει το νέο κόσμο - έναν Παράδεισο που θα μπορέσει να εμποδίσει την οικονομική και κρίση αξιών που έρχεται καταπάνω για να δώσει τη χαριστική βολή στην ανθρωπότητα. Μαζί του η γυναίκα του, Ντόρα που έχει θεραπευτεί από σκλήρυνση κατα πλάκας και ασχολείται με την αυτοσχέδια φάρμα του ζευγαριού καθώς ο Ρίτερ γράφει μανιωδώς στη γραφομηχανή το μανιφέστο που θα οδηγήσει τον πλανήτη στο επόμενο μεγάλο βήμα. Κάπου ανάμεσα σε δύο πρωτόπλαστους με επιρροή από Νίτσε και δύο γνήσιους πρόγονους μιας (σεξουαλικής) επανάστασης, ο Φρίντριχ και η Ντόρα θα δουν την «Εδέμ» τους να «καταστρέφεται» όταν θα έρθουν να μείνουν στο νησί ένα ζευγάρι με ένα παιδί που πάσχει από φυματίωση και μια Βαρόνη φαινομενικά και μόνο εκ Παρισίων, η οποία ονειρεύεται να χτίσει στο νησί το πιο πολυτελές ξενοδοχείο για εκατομμυριούχους στον κόσμο.
Οταν μιλάμε για καταστροφή, δεν μιλάμε φυσικά μόνο για κατανάλωση των ελάχιστων πρώτων υλών που προσφέρει το νησί, ούτε την ησυχία που εμποδίζει τον Φρίντριχ να γράφει και την Ντόρα να απολαύσει τη μοναξιά της και τη συντροφιά του αγαπημένου της γαϊδουριού. Μιλάμε για την ανθρώπινη κατάσταση που θα απλωθεί στο παρθένο αυτό μέρος, μολύνοντας (ξανά από την αρχή) τον κόσμο με μικρές και μεγάλες προσδοκίες, με συμβατικές και κοινωνικές ανάγκες, με συναισθήματα όπως αυτά της ζήλιας, του φθόνου και της ανάγκης για εκδίκηση. Μια μικρογραφία δηλαδή του κόσμου από τον οποίο ο Φρίντριχ Ρίτερ το ‘σκασε, απλά και μόνο για να επιβεβαιωθεί πως το μοντέλο του σύγχρονου κόσμου θα επαναλαμβανόταν (με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα) είτε βρισκόμαστε στη Βαϊμάρη είτε σε ένα νησί χωρίς τρεχούμενο νερό.
Οι λέξεις ξεγελούν και έτσι η παραπάνω αφήγηση φτάνει στην οθόνη συγκεχυμένη, μαζί με άλλες λέξεις - καθώς ο Χάουαρντ ντύνει την ταινία με το voice over του μανιφέστου του Ρίτερ που γράφεται - για να καταλήξει σε ένα φιλμ που είναι ταυτόχρονα πολλά είδη μαζί (ταινία τρόμου, ταινία επιβίωσης, πολιτική αλληγορία, σάτιρα, δράμα προς τη σαπουνόπερα) χωρίς να είναι τελικά τίποτα. Με φόντο το βαρύ vfx που κάνει την ατμόσφαιρα διαρκώς γκρίζα, πνιγηρή και ομιχλώδη, αναδύεται διαρκώς ένα γαϊτανάκι από χαρακτήρες που - προφανέστατα - αντηχούν αρχετυπικούς «ρόλους» μιας κοινωνίας αντικρουόμενων ιδεολογιών, με το αντισυμβατικό και διαρκώς «ανεξάρτητο» ζευγάρι των Ρίτερ να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια των Γερμανών που θα φέρουν στον κόσμο και το πρώτο παιδί αυτού του «νέου κόσμου», αλλά και την έκλυτη ζωή της Βαρόνης η οποία θα καταρρίψει κάθε ίχνος νομιμότητας ή ανθρώπινης αξιοπρέπειας προκειμένου να… ζήσει.
Μικρά ξεσπάσματα βίας (θαρραλέα για τον Ρον Χάουαρντ), αρκετό γυμνό (με το full frontal του Τζουντ Λο να κερδίζει τις εντυπώσεις) και μια σειρά από ερμηνείες που άλλοτε πατάνε και τον περισσότερο καιρό παραπατάνε πάνω σε ένα κείμενο που δεν ξέρει αν θέλει να είναι δραματικό, αποστασιοποιημένο, επίτηδες υπερρεαλιστικό ή τελικά απλά λάθος γραμμένο. Οι στιγμές της Σίντνεϊ Σουίνι (που είναι μάλλον η καλύτερη, αν και καταφανώς «βαριά» στην ταινία) και του Ντάνιελ Μπρουλ, εξουδετερώνονται από την υπερβολή του Τζουντ Λο και της Βανέσα Κίρμπι για να συναντηθούν όλες μαζί στην out of context ερμηνεία της Ανα Ντε Αρμας, σε έναν μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό (λόγω αφόρητων προφορών των αγγλικών υποτίθεται από Γερμανούς ή ό,τι άλλο είναι οι ήρωες…) Πύργο της Βαβέλ, που καταρρέει καθώς περνάει η ώρα σχεδόν χωρίς να κάνει θόρυβο, αλλά με την ίδια ανεξήγητη καθόλου συμπαθητική ματιά πάνω στους ήρωες, το περιβάλλον και την (συνταρακτική) εποχή. Κάθε ελπίδα για να λειτουργήσει το φιλμ ως μια παραβολή για το παρόν, μοιάζει χαμένη ήδη σχεδόν από τους τίτλους…