Αναρεν, Τέξας, 1951. Μία κωμόπολη στη μέση του πουθενά. Ενας ξεχασμένος τόπος, με ξεχασμένους ανθρώπους. Οι νέοι, όπως ο Σάνι κι ο Ντουέιν (δύο κολλητοί φίλοι που αποφοιτούν φέτος από το Γυμνάσιο) δεν έχουν καμία άλλη τύχη παρά να ακολουθήσουν τα χνάρια των γονιών τους: μια αδιέξοδη δουλειά μεροκάματου, έναν αδιέξοδο γάμο συμβιβασμού. Ο Ντουέιν βέβαια είναι ερωτευμένος με την Τζέσι - την μοναδική κούκλα συμμαθήτρια, κόρη της μοναδικής εύπορης οικογένειας της περιοχής. Θα πείσει τους γονείς της να της επιτρέψουν να τον παντρευτεί; Αμφίβολο. Το μέλλον της είναι προδιαγεγραμμένο - δίπλα σε κάποιον άλλον γόνο, κάπου μακριά από το μισοπεθαμένο οικισμό τους.

Μία διέξοδο έχουν οι νέοι άνθρωποι - το «Royal», τον κινηματογράφο της πόλης, που προβάλει από το απόγευμα κλασικά γουέστερν (τα «Wagon Master», «Ταχυδρομική Αμαξα» του Τζον Φορντ, ή το «Κόκκινο Ποτάμι» του Χάουαρντ Χοκς). Στη γαλαρία της κινηματογραφικής αίθουσας τα νιάτα σκοτώνουν τη βαρεμάρα τους, ανταλλάζουν κλεμμένα φιλιά μιας άγαρμπης ενηλικίωσης, κοιτούν στην μεγάλη οθόνη μια ένδοξη Αμερική που τώρα κανείς δεν αναγνωρίζει.

Μόλις βγουν από το σινεμά, το θρυλικό Φαρ Ουέστ δεν υπάρχει. Και στο δικό τους Τέξας κανείς δεν είναι καουμπόης ήρωας όπως ο Τζον Γουέιν ή ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ολοι είναι απελπισμένοι υποκριτές που ζουν διπλές ζωές - η όμορφη μητέρα της Τζέσι που κάθε βράδυ έχει αγκαλιά ένα μπουκάλι μπέρμπον κι έναν διαφορετικό εραστή, η καταθλιπτική γυναίκα του σχολικού γυμναστή που ερωτεύεται και βρίσκει χαρά στον μαθητή του άντρα της, Σάνι. Μόνο ο Σαμ «Το Λιοντάρι», ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, του μπιλιαρδάδικου και του τοπικού diner μοιάζει να πατά γερά στη γη. Ο Σαμ δεν παγιδεύτηκε στο Αναρεν. Επέλεξε να μείνει και να χτίσει τη ζωή του εκεί. Για να είναι κοντά στον παιδικό του έρωτα - ακόμα κι αν αυτή παντρεύτηκε κάποιον άλλον.

Ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (πάλαι ποτέ σημαντικός κριτικός κινηματογράφου και μελετητής του έργου σκηνοθετών όπως οι Τζον Φορντ, Ορσον Γουέλς, Φριτς Λανγκ) επιχειρεί με τη δεύτερη ταινία του (μετά το «Targets») τον δικό του «Πολίτη Κέιν». Ενα φιλμ που θα ξεπερνά την πλοκή και τους χαρακτήρες του για να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο, σημαντικότερο. Μέσα από τις ιστορίες του θα γίνεται ανατόμος της Ιστορίας.

Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Λάρι ΜακΜάρτρι (ο οποίος τον βοήθησε και στην σεναριακή του μεταφορά), ο Μπογκντάνοβιτς κοιτά με άβολη ειλικρίνεια το μισοπεθαμένο αμερικανικό όνειρο, το οποίο ήταν πάντα γεωγραφικό και ταξικό - δεν είχε καμία τύχη στην καρδιά μιας αχανούς, άνισης χώρας. Σ' έναν ξερότοπο που τα μόνα που μετακινούνται είναι τα άγρια χόρτα, που κουτρουβαλούν τους σκονισμένους χωματόδρομους από τον άνεμο. Και τα σαράβαλα φορτηγάκια των νέων που (τόσο στο σινεμά, όσο και στην μουσική) στέκονται ως σύμβολα διαφυγής από τον εφιάλτη. Πατήστε γκάζι, φύγετε, αποδράστε, αναζητήστε μια καλύτερη τύχη.

Ο Μπογκντάνοβιτς επιτυγχάνει ένα αριστούργημα - αυτόματα κλασικό, αλλά πολύ διαφορετικό από τα έπη του ήρωά του Ορσον Γουέλς. Το ασπρόμαυρο του Μπογκντάνοβιτς δεν είναι λαμπερό, επιδειξιομανές, φανταχτερό. Μοιάζει με ταφόπλακα.

Βρισκόμαστε στο 1971, οι επαναστάτες κινηματογραφιστές σπάνε τη φόρμα («Easy Rider», «Κουρδιστό Πορτοκάλι», «Αγρια Σκυλιά»), όμως ο Μπογκντάνοβιτς (κι ο διευθυντής φωτογραφίας του Ρόμπερτ Σάρτις) επιλέγει να ακολουθήσει τους κανόνες μίας απλής, στρέιτ κινηματογράφησης που δίνει βαρύτητα στους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους. Με αυτοπεποίθηση κι εμπιστοσύνη στα πρώτα υλικά, γυρίζει μία ταινία για τα 50ς, σαν να την γύριζε στα 50ς. Εχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς μία ταινία μέσα στην ταινία - κάτι που θα έβλεπαν τα γυμνασιόπαιδα στο «Royal».

Κι αυτό της χαρίζει μία αφοπλιστική αυθεντικότητα, αμεσότητα, μελαγχολία. Δεν είναι μόνο η προσοχή στις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας, της ενδυματολογίας, του σάουντρακ που κατακλύζεται από τη φολκ θλίψη του Χανκ Γουίλιαμς. Είναι η απομόνωση των ήχων (ο αέρας που λυσσομανά, οι ανάσες στο σεξ που εντείνουν μια αγωνία για να αρπάξει κανείς χαρά - όπου τη βρει). Είναι η οριζόντια κίνηση της κάμερας που καταγράφει την μοναξιά των άδειων δρόμων. Είναι το παλιομοδίτικο μοντάζ που σε εγκλωβίζει στον περιβάλλοντα χώρο. Είναι η καθοδήγηση των ηθοποιών που κουβαλούν αθωότητα και απελπισία στο ίδιο βλέμμα.

Υπέροχη επιλογή για τον Σαμ (που γεφυρώνει τις «δύο Αμερικές» του ονείρου και της πραγματικότητας) ο Μπεν Τζόνσον - ένας όντως πάλαι ποτέ καουμπόης του Τζον Φορντ. Συγκλονιστική στην μοναξιά της παρατημένης, ανέραστης νοικοκυράς η Κλόρις Λίτσμαν (αυτοί οι δύο έφυγαν και με Οσκαρ Β' ρόλων). Εκρηκτική, τολμηρή, απροκάλυπτα πραγματίστρια η Ελεν Μπέρστιν ως μοιραία γυναίκα στα μικρά γεωγραφικά όρια (που διδάσκει, κυνικά, στην όμορφη κόρη της πώς θα τα υπερβεί). Φρέσκος, αμούστακος, λαμπερός μέσα στην αφέλειά του ο Τζεφ Μπρίτζες σε ρόλο που τον καθόρισε. Θλιμμένος, τρυφερός, σπαρακτικός, σαν κουτάβι που ξέρει πολύ καλά ότι θα πεθάνει στους δρόμους, ο Τιμ Μπότομς («Ο Τζόνι Πήρε τ' Οπλο του») που προσφέρει τις μοναδικές στιγμές - αν όχι ελπίδας, τουλάχιστον ανθρωπιάς.

Γιατί αυτό σώζει το σύμπαν του Μπογκντάνοβιτς από τη βουτιά στην ατέρμονη απελπισία. Η καλοσύνη, η ανθρωπιά. Ετσι όπως μια γκαρσόνα θα σε κεράσει ένα μπέργκερ κι ας μην έχεις να το πληρώσεις. Ή εσύ θα πάρεις κάτω από τη φτερούγα σου ένα αγόρι με νοητική καθυστέρηση, γιατί για σένα είναι απλά ο φίλος σου. Με τέτοιες κλεμμένες στιγμές ο Μπογκντάνοβιτς μοιάζει να χτυπάει ένα καμπανάκι σε έναν κοινωνικό ιστό που αργοπεθαίνει: «τα χάσαμε όλα, ας μην χάσουμε και το καλό». Ας μη χάσουμε τα σινεμά μας.

Για αυτό κι ο τίτλος σπαράζει. Για αυτό και η ιδέα είναι πολύ μεγαλύτερη, συμβολικότερη. Ενα σινεμά που κλείνει δεν είναι απλώς ένα σινεμά που κλείνει. Δεν είναι μόνο το ραντεβού σου τα Σαββατόβραδα που παύει να υφίσταται. Είναι η έξοδος κινδύνου - όχι μόνο από μικρές πόλεις χωρίς διεξόδους, αλλά και μητροπόλεις που σε αφήνουν μόνο. Ο μαγικός τόπος που ανάβει το φως στα όνειρά σου. Οταν πεθαίνει ένα σινεμά, πεθαίνουν και τα όνειρα. Σβήνουν τα φώτα, αργοσβήνουν και οι άνθρωποι.