Γεννημένος στην Ιταλία, αλλά μόνιμος κάτοικος Αμερικής από το 2000, ο Ρομπέρτο Μινερβίνι είναι γνωστός σε όσους έχουν συναντήσει κάποια από τις ταινίες του στα φεστιβάλ εντός και εκτός συνόρων, για τον τρόπο με τον οποίο παίζει με την ανοχή της μυθοπλασίας πάνω στην τεκμηρίωση και το αντίθετο, φτιάχνοντας σπουδαία υβρίδια που αποτυπώνουν το κάθε ένα με το δικό του τρόπο τα ανοιχτά τραύματα της αμερικανικής κοινωνίας.
Η πιο γνωστή του ταινία μέχρι σήμερα είναι το «What You Gonna Do When the World’s on Fire?» του 2018 που ήρθε μετά από την τριλογία του Τέξας («The Passage», «Low Tide», «Stop The Pounding Heart») και το «Louisiana: The Other Side» για να συμμετάσχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας και μέσα από τρεις ιστορίες να χαρτογραφήσει σχεδόν από την αρχή και με ανατριχιαστικό τρόπο μια Νέα Ορλέανη που φλέγεται από τη μισαλλοδοξία, το διαφυλετικό μίσος, αλλά και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Ολοκληρώνοντας έτσι μια σειρά από ταινίες τεκμηρίωσης που, στη μεγάλη συνάντηση τους με τη μυθοπλασία, κοιτάζουν κατάματα την άγρια πλευρά του Αμερικανικού Ονείρου μέσα από το βλέμμα και τις ιστορίες των ταπεινών και καταφρονεμένων του αμερικανικού Νότου.
Οι «Καταραμένοι», νομοτελειακά η πρώτη του ταινία που βαραίνει περισσότερο προς την πλευρά της μυθοπλασίας, μπορεί να επιστρέφει στο παρελθόν (το χειμώνα του 1862), αλλά δεν κάνει τίποτα λιγότερο από όλες τις προηγούμενες ταινίες του, αφού ο Μινερβίνι κινηματογραφεί τον Αμερικανικό Εμφύλιο σαν να βρισκόταν εκεί, με μια επιτηδευμένη αληθοφάνεια που όχι μόνο καταφέρνει να κάνει την πραγματικότητα να αποκολληθεί από την Ιστορία, αλλά κυρίως την Ιστορία να μπορέσει να συναντήσει την αλήθεια μιας εμπόλεμης ζώνης που καθόρισε (τώρα το αντιλαμβανόμαστε ακόμη περισσότερο) την χώρα ως και σήμερα και μάλλον και για πάντα.
Με το βλέμμα του καρφωμένο σε μικρά στιγμιότυπα ανάμεσα στους στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν όμως δεν υπάρχει ακριβώς δράση, αλλά η μόνη υποψία κίνησης είναι η αναμονή, η βασανιστική αγωνία και η ανάγκη για επιβίωση, ο Μινερβίνι δίνει στην ταινία του διαστάσεις ταινίας τεκμηρίωσης - σχεδόν και ιμπρεσιονιστικού πίνακα που «φωτογραφίζει» στιγμές, τολμώντας την υπόθεση του πώς θα έμοιαζε η ζωή στα χαρακώματα για νέα παιδιά που βρέθηκαν σε έναν αναίτιο πόλεμο, ρισκάροντας ζωές, μέλλον και κάθε υπόνοια ελπίδας.
Δύο στοιχεία ορίζουν τους «Καταραμένους», λίγο πριν το ανατριχιαστικό φινάλε έρθει να θυμίσει τι σημαίνει «δράση» στη μορφή εδώ μιας από τις πιο όμορφες σκηνές μάχης που είδαμε τελευταία. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι όταν η κάμερα σταθεί, μέσα στα ανοίκεια τοπία του πολέμου, τίποτα εκτός από τις στολές (και αυτές ραμμένες με πρόσημο την αναφορά και όχι την πιστότητα) δεν θυμίζει το παρελθόν. Αχρονες λέξεις και κυρίως άχρονες συζητήσεις, μοιάζουν με κουβέντες που ειπώθηκαν σήμερα (ή και αύριο) ανάμεσα σε νέους που αναρωτιούνται, απαντούν, προσπαθούν να απαντήσουν, σχολιάζουν, ακούν, αφουγκράζονται ήχους και σιωπές που τους κάνει διηνεκείς. Το δεύτερο είναι ότι δεν υπάρχει εχθρός. Ακόμη και στην τελική μάχη δεν κατονομάζεται κανείς, δίνοντας την αίσθηση της απειλής και του κακού που βρίσκεται πρωτίστως μέσα μας, σε πολέμους που ο νικητής και ο ηττημένος είναι πάντα ο ίδιος.
Πικρή αλλά ταυτόχρονα και αποκαλυπτική κατακλείδα μιας σε slow motion διαδρομής που ο Μινερβίνι χτίζει μεθοδικά, περισσότερο αργά και ακίνητα απ’ όσο επιτρέπει η εμπλοκή του θεατή, πολλές φορές με ροπή προς την «καλλιτεχνία», ωστόσο με τη μελαγχολία, τον κυνισμό και το ιστορικό άδειασμα ενός πολέμου που δίδαξε το διχασμό - πεντακάθαρος καθρέφτης για τις (αμερικανικές) κοινωνίες σήμερα. Σε μια ταινία που αξίζει το χρόνο, την υπομονή του θεατή και - υπό συνθήκες - το πέρασμα από το art cinema σε μια πιο mainstream αποδοχή ενός οραματιστή, άγνωστου, δημιουργού που εδώ δείχνει ότι πλησιάζει σε μια πραγματικά «μεγάλη» ταινία.