Ο Φρανκ Γκάλβιν είναι κοράκι. Ενας μεσήλικος, γλοιώδης δικηγόρος μικροϋποθέσεων, κυρίως ιατρικής αμέλειας, ο οποίος μοιράζει την κάρτα του σε θλιμμένες χήρες και ψαρεύοντας πελάτες σε ολονύχτιες δεήσεις και κηδείες. Κοράκι.

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Οταν ήταν νέος είχε ιδανικά και φιλοδοξίες. Μέχρι που η μεγάλη δικηγορική εταιρία που δούλευε τού φόρτωσε ένα σκάνδαλο κακοδικίας - παραλίγο να χάσει την άδειά του, έχασε το γάμο του, έχασε τον εαυτό του. Σήμερα, αλκοολικός, κυνικός, παρατημένος περνάει τις μέρες του περισσότερο στο μπαρ της γειτονιάς, παρά στο γραφείο του. Οταν ο συνεργάτης του τού βρίσκει μία υπόθεση όπου μία νεαρή γυναίκα έμεινε φυτό, από λάθος αναισθησιολόγου και χειρούργου στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της Βοστώνης, η διαδικασία μοιάζει απλή: ούτε οι έγκριτοι γιατροί, ούτε η Εκκλησία (γιατί πρόκειται για το νοσοκομείο της Αγίας Αικατερίνης) θέλουν να πάνε σε δίκη και να αποκτήσει κακή δημοσιότητα το γεγονός. Το μόνο που έχει ο Φρανκ να κάνει είναι να διαπραγματευτεί εξωδικαστικά το ποσό της αποζημίωσης και να τσεπώσει ένα ποσοστό από το παχυλό τσεκ.

Μόνο που κάνει ένα λάθος. Επισκέπτεται το θύμα. Κι όπως κοιτά το νεαρό κορίτσι στον αμετάκλητο, ακίνητο ύπνο της, κάτι μετακινείται μέσα του. Ποιος θα την υπερασπιστεί πραγματικά; Ποιος θα τη δικαιώσει για αυτή την τραγική αδικία; Πόσο παχυλό πρέπει να είναι το τσεκ για να σωπάσει κανείς, πόσο αξίζει η ζωή της; Ο Φρανκ αποφασίζει, κόντρα σε όλους και σε όλα (και κυρίως στην κοινή λογική) να αρνηθεί το διακανονισμός και να φέρει την υπόθεση σε δίκη.

Ισως, γιατί υπερασπιζόμενος το δίκαιο που έπεσε σε κώμα, έχει μία τελευταία ευκαιρία να βγει από το δικό του.

Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Μπάρι Ριντ, ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει ένα στιβαρό, παραδοσιακό δικαστικό θρίλερ, έντασης κι ανατροπών, το οποίο γίνεται αυτόματα κλασικό γιατί στηρίζεται σ’ ένα διαφορετικό εύρημα. Το σασπένς δεν πηγάζει από την αδημονία μας για την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης και μόνο - αυτό είναι το “McGuffin”. O Mάμετ ενορχηστρώνει μία παρτιτούρα αγωνίας, και πατάει όλες τις ευαίσθητες χορδές μέσα μας για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική διάσταση αυτής της Δαβίδ εναντίον Γολιάθ αντιδικίας - γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι πολύ μεγαλύτερο, σημαντικότερο και συμβολικότερο. Η πραγματική σύγκρουση είναι του ανυπεράσπιστου ανθρώπου απέναντι σ’ ένα αδιάβλητο σύστημα. Είναι η δικαιοσύνη τυφλή, είναι δίκαιη; Ή δεν υπάρχει καμία περίπτωση ένας ισχυρός γιατρός, προσλαμβάνοντας έναν διάσημο μεγαλοδικηγόρο, έχοντας το back up κράτους και ιδρυμάτων να χάσει;

Το ξύπνημα της συνείδησης του Φρανκ (οι πιο κυνικοί άνθρωποι άλλωστε είναι οι πάλαι ποτέ προδομένοι ρομαντικοί) ενεργοποιεί και την απαίτηση του θεατή για ακεραιότητα των θεσμών, απόδοση ευθύνης, αμερόληπτη ορθοκρισία. «Αν δεχθώ τα χρήματα, θα χάσω για πάντα τον εαυτό μου» εξηγεί ο μέχρι τώρα βολεμένος αλκοολικός δικηγοράκος την (παράλογη; ) απόφαση του να φέρει την υπόθεση μπροστά σε δικαστή κι ενόρκους. Αν ο Μάμετ δεν παλέψει με τους κοφτερούς διαλόγους του σεναρίου (κάποιοι ακόμα ευφυείς, κάποιοι μέσα στο πέρασμα των χρόνων μελοδραματικά παλιομοδίτικοι) θα χάσουμε κι εμείς μία πολύτιμη βεβαιότητα: οι αδικίες της ζωής είναι σίγουρες, αλλά ευτυχώς έχουμε το σινεμά για να τις διορθώνει.

Μπροστά σε αυτό το μελετημένο σενάριο, ο Σίντνεϊ Λιούμετ παίρνει μία πολύ σωστή απόφαση και απόσταση. Οτιδήποτε υπογραμμισμένο σκηνοθετικά (πολλά κοντινά, ή κόλπα με τα κάδρα και την κάμερα) θα βάραινε την ταινία σε μία φτηνή υπερβολή. Αντιθέτως, εκείνος ανοίγει το φακό του κι επιτρέπει στη συνθήκη των χώρων (φουαγιέ και διάδρομοι δικαστηρίων, βιβλιοθήκες, γραφεία, σπίτια, μπαρ) να αφηγούνται υπόκωφα και διακριτικά τη δική τους ιστορία. Φωτίζει βαριά, σκοτεινά κι έτσι δίνει βαρύτητα σε όσα διαδραματίζονται. Πολλές φορές η δράση και οι διάλογοι γίνονται στο βάθος πεδίου. Η κάμερα μένει εκτός - όπως κι ο θεατής που παρατηρεί ανήμπορος, χωρίς πραγματική συμμετοχή τους παίκτες ενός στημένου παιχνιδιού.

Παράλληλα, ο Λιούμετ εμπιστεύεται το (εξαιρετικό) κάστινγκ του. Το ensemble των ηθοποιών του επιτυγχάνει ερμηνευτική τελειότητα - και το κάνουν να φαίνεται απλό. Ο Τζέιμς Μέισον σκιαγραφεί με χειρουργική ακρίβεια και αδίστακτο σαρκασμό το πορτρέτο του συστημικού και στοχοπροσηλωμένου στο κέρδος μεγαλοδικηγόρου. Ο Τζακ Γουόρντεν, για μία ακόμα φορά, δίνει μία γήινη, ζηλευτής αμεσότητας, ερμηνεία στον δευτεροχαρακτήρα συνέταιρο. Ο Μάιλο Ο’ Σία με το χαρακτηριστικά σκληρό πρόσωπο συγκρατεί τη φιγούρα του πληρωμένου δικαστή από το να ξεφύγει σε καρικατούρα, ενώ η Σάρλοτ Ράμπλινγκ (με τον πιο κακογραμμένο ρόλο της παγερής γυναίκας αράχνης που «δικαιωματικά» αξίζει τα χαστούκια του αδικημένου αρσενικού) εξανθρωπίζει με τη μελαγχολία της το σχήμα της femme fatale.

Δικαιωματικά όμως, όλα τα φώτα πέφτουν στον Πολ Νιούμαν (και κανονικά αυτός θα έπρεπε να είναι ο ρόλος που θα του χάριζε το ήδη αργοπορημένο του Όσκαρ). Είναι η πρώτη φορά που ο φακός τον αποτυπώνει γερασμένο, κουρασμένο, οριακά ηττημένο. Ρυτίδες χαρακώνουν το εκφραστικό του πρόσωπο, σκιές σκοτεινιάζουν το βαθύ μπλε των ματιών του. Ομως το βλέμμα του ραπίζει την οθόνη αμείωτα ηλεκτρικό και σπινθηροβόλο, μην αφήνοντας καμία αμφιβολία για το ποιος είναι ο (αντί)ήρωας αυτής της ιστορίας. Αν κάποιος μπορεί να παίξει, ασυμβίβαστα, τον μοναχικό, ξεπεσμένο, θλιβερό άντρα, αλλά να του δώσει ψυχή και γοητεία, είναι ο Νιούμαν.

Τον κοιτάς και τον πιστεύεις (και για αυτό πιστεύεις και την ίδια την ιστορία). Στο τέλος της μέρας, ο Φρανκ θα κεράσει τον γερόλυκο εαυτό του ένα ακόμα ποτήρι ουίσκι στην μοναξιά του ακατάστατου αχουριού που αποκαλεί το γραφείο του. Και η γλυκιά νίκη θα αφήνει ξεκάθαρο στον ουρανίσκο μία πικρή επίγευση ήττας. Δεν αλλάζουν πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο - ακόμα κι αν φωτίσει μία μικρή αναλαμπή δικαιοσύνης.

Και οι Μάμετ-Λιούμετ-Νιούμαν θέλουν το κοινό να φύγει από την αίθουσα με αυτή την Ετυμηγορία.