Πρώτη ταινία για τον ως τώρα ηθοποιό Τζακ Χιούστον, (υπερβολικά) επιμελημένη αισθητικά, (υπερβολικά) μελοδραματική και διδακτική σεναριακά.
Ο Μάικι ο «Ιρλανδός» είναι αγαπητός σ' όλη τη γειτονιά του στο Μπρούκλιν. Είναι καλό παιδί, ακόμα κι όταν είναι κακό παιδί. Είναι πρώην πρωταθλητής πυγμαχίας που μοιάζει να έχει μέσα του έναν ακόμα αγώνα, παρότι έχει καταστρέψει το κορμί του, τη ζωή του και τη ζωή των κοντινότερών του ανθρώπων. Σ' αυτόν, τον τελευταίο αγώνα του, ο Μάικι θα ποντάρει όλα για όλα.
Ασπρόμαυρη φωτογραφία, φολκ και τζαζ μουσική, ατμοσφαιρική Νέα Υόρκη, ατμοσφαιρικές γωνίες λήψης του αντι-ήρωα στους πολυσύχναστους δρόμους, στα μικρά γραφικά ντάινερ και γυμναστήρια, στην πλευρά της μεγαλούπολης που δεν έχει λάμψη αλλά μικρούς ανθρώπους με μεγάλες ιστορίες, σ' ένα φιλμ που θέλει να διανύσει την απόσταση από το «Ρόκυ» ως το «Οργισμένο Είδωλο». Ολ' αυτά από την αρχή πριν, καν, συνδεθείς με τον ήρωα, πριν καταλάβεις τι θέλει ο Μάικι να κάνει και γιατί μας αφορά, καθώς εκείνος συναντά, στη διάρκεια της μέρας του σημαντικότατου, αυτού, αγώνα, όλα τα πρόσωπα με τα οποία θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς του, κυρίως υπαρξιακούς.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο όταν... καταλάβεις, μια και ο Χιούστον στήνει μια ιστορία αναίτιας αυτοθυσίας κι ενός παλαιάς κοπής, μάλλον ναρκισσιστικού ηρωισμού. Ο Μάικλ Πιτ βάζει τα δυνατά του και τσαλακώνει το πάλαι ποτέ χερουβειμ-ικό πρόσωπό του (το αγαλματένιο κορμί του παραμένει άθικτο), πλαισιωμένος από παλιούς γνώριμους σε τοσοδούλικους ρόλους, ο Στιβ Μπουσέμι, ο Ρον Πέρλμαν, ο Τζο Πέσι, σ' ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που θέλει να είναι όμορφο και θέλει να συμφωνήσει με το σύμπαν ενός παλιού Σκορσέζε, αλλά είναι υπερβολικά συμβατικό για να κερδίσει το γύρο στο ρινγκ.