Το φετινό καλοκαίρι ανήκει (δικαιωματικά) στο σινεμά του τρόμου. Και παρόλο που ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος (βλ. «28 Χρόνια Μετά», «Mαζί» κ.ο.κ.), το «Weapons» του Ζακ Κρέγκερ κατάφερε να επισκιάσει τις υπόλοιπες κυκλοφορίες που άπτονται του πεδίου, λειτουργώντας ως το μεγαλύτερο plot twist της τρέχουσας σεζόν.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δε, δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε την απόφαση της ελληνικής διανομής περί ταυτόχρονης κυκλοφορίας δύο εκ των δημοφιλέστερων τίτλων του είδους (aka «Weapons» και «Φερ' την Πίσω»), τους οποίους μάλιστα το κοινό ανέμενε με ιδιαίτερη ανυπομονησία, καθώς - συμπωματικά - και οι δύο αποτελούν τους νέους σταθμούς δημιουργών, οι προηγούμενες ταινίες των οποίων προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στους φαν του κινηματογραφικού τρόμου, και όχι μόνο.
Ο Ζακ Κρέγκερ, μετά τον θρίαμβο του «Barbarian», επιστρέφει με μία κινηματογραφική άσκηση ύφους, επιστρατεύοντας υψηλών προδιαγραφών ιδέες που μετατρέπει σε (εντός πολλών εισαγωγικών) «ευτελούς» αισθητικής thrills, συνομιλώντας (σε καλλιτεχνικό επίπεδο) με τις αμιγώς ψυχαγωγικές καταβολές ενός είδους που τα τελευταία χρόνια τείνει να ταυτίζεται πλήρως με τις αισθητικές επιταγές του elevated horror.
Στο «Weapons», η μυστηριώδης εξαφάνιση μίας ολόκληρης τάξης ενός δημοτικού σχολείου που χάνεται την ίδια στιγμή μέσα στη νύχτα συγκλονίζει μία μικρή επαρχιακή κοινότητα. Η δασκάλα των παιδιών (Τζούλια Γκάρνερ) βρίσκεται αμέσως στο επίκεντρο των υποψιών, όμως αρνείται να δεχθεί τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Μαζί με τον πατέρα ενός εκ των αγνοούμενων μαθητών (Τζος Μπρόλιν), αποφασίζουν να ψάξουν μόνοι τους τι έχει συμβεί στα παιδιά, αποφασισμένοι να ρίξουν φως σε ένα αίνιγμα που φαίνεται να ξεπερνά κάθε λογική.
Δομώντας την ιστορία σε επί μέρους κεφάλαια που συγκροτούν τον κορμό της αφήγησης, τα οποία αφορούν διαφορετικούς χαρακτήρες που συμβάλλουν καθοριστικά στην πλοκή και αντιπαραβάλλοντάς τα μη γραμμικά, ο Κρέγκερ (μας) παρουσιάζει υποπλοκές που τέμνονται ή/και συγκρούονται, φέρνοντάς μας αναπόφευκτα στο μυαλό το «Magnolia» Πολ Τόμας Αντερσον. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η παραπάνω σύγκριση είναι μάλλον περισσότερο επιφανειακή παρά ουσιαστική, καθώς το «Weapons» δεν επιχειρεί να χωρέσει «Μεγάλες Ιδέες» σε μια ανθολογία χαρακτήρων, αλλά να συνθέσει σταδιακά το αφηγηματικό παζλ της σκοτεινής παραδοξότητας ενός κόσμου που μοιάζει απευθείας βγαλμένος από διήγημα του Στίβεν Κινγκ.
Σε ένα κράμα που αντλεί επιρροές από το σινεμά του Κιγιόσι Κουροσάβα και του Τζορτζ Α. Ρομέρο έως του Στάνλει Κιούμπρικ, ο Κρέγκερ αποφεύγει να πάρει (απόλυτα) στα σοβαρά τον εαυτό του, φροντίζοντας να ντύσει το φιλμ με μία διαρκώς παρούσα αίσθηση υποδόριου, συγκεκαλυμένου χιούμορ, αντίστοιχης λογικής με αυτό που διέπει τη φιλμογραφία του Τζόρνταν Πιλ, επιλέγοντας όμως να κινηθεί λιγότερο πρωτοεπιπέδα και εντέλει εξίσου - αν όχι περισσότερο - αποτελεσματικά, με την παραπάνω απόφαση να συνιστά ένα από τα πιο επιτυχημένα χαρακτηριστικά της ταινίας, προσδίδοντας έναν ιδιοσυγκρασιακό αέρα στο σύνολο.
Και κάπως έτσι, με το «Weapons», ο Κρέγκερ εδραιώνει επίσημα πλέον τη θέση του ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες φωνές του σύγχρονου σινεμά, έχοντας δημιουργήσει ένα φιλμ που κυριολεκτικά αποτελεί μάθημα για το χτίσιμο γνήσιου αφηγηματικού σασπένς, με αφηρημένα αλληγορική διάθεση, υπό το πρίσμα ενός απόλυτα προσωπικού ύφους και βλέμματος.