Ο κόσμος τελείωσε πριν χρόνια. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι σταμάτησε να ζει.

Στο «28 Χρόνια Μετά», ο Ντάνι Μπόιλ δεν επιστρέφει απλώς στο εφιαλτικό του σύμπαν – το ανασκάπτει σαν έναν παλιό οικογενειακό τάφο, βρίσκοντας μέσα του απομεινάρια τρόμου, οδύνης, αλλά κι αγάπης. Δεν πρόκειται για μια τυπική συνέχεια, είναι μια βιωματική κατάδυση στον τρόμο και την απώλεια, κινηματογραφημένη με έναν ριζοσπαστικό τρόπο: εξολοκλήρου με κινητό τηλέφωνο, που τρέμει σαν καρδιακός παλμός, με τον ίδιο να μην προσπαθεί απλώς να επαναλάβει τη φόρμουλα του παρελθόντος, αλλά να τη διαλύσει και να την ξαναχτίσει εκ των έσω.

Εχουν περάσει σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που ο ιός ξέφυγε από ένα εργαστήριο βιολογικών όπλων, και τώρα, κατά τη διάρκεια μιας επιβεβλημένης καραντίνας, κάποιοι έχουν βρει τρόπους να ζουν ανάμεσα στους μολυσμένους. Μια τέτοια ομάδα επιζώντων ζει σε ένα μικρό νησί που συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα με μια μοναδική, ισχυρά φυλασσόμενη γέφυρα. Οταν ένας από την ομάδα φεύγει από το νησί για μια αποστολή στην καρδιά της ηπειρωτικής χώρας, ανακαλύπτει μυστικά, θαύματα και φρικαλεότητες που έχουν μεταλλάξει όχι μόνο τους μολυσμένους αλλά και άλλους επιζώντες.

Η απόφαση του Ντάνι Μπόιλ να γυρίσει την ταινία εξολοκλήρου με κινητό, περισσότερο από τέχνασμα, λειτουργεί ως καλλιτεχνική δήλωση. Η κάμερα τρέμει, χάνεται, αγγίζει πρόσωπα και τοπία με έναν τρόπο σχεδόν ενοχλητικά οικείο. Η αποσπασματικότητα της εικόνας και η άγρια υφή των πλάνων δεν προσφέρουν «όμορφες» εικόνες, αλλά μια διαρκή αίσθηση κινδύνου και εγγύτητας που σε καθηλώνει. Η αγωνία εδώ δεν ξεκινά με ένα ξαφνικό «μπαμ», αλλά σιγοβράζει – σαν μια αργή, αναπόφευκτη εξάπλωση του ιού της ύπαρξης.

Στο κέντρο της ταινίας, ένα 12χρονο αγόρι μαθαίνει να σκοτώνει. Οχι μεταφορικά αλλά κυριολεκτικά. Ο πατέρας του τον οδηγεί στην ενδοχώρα για να τον σκληραγωγήσει, να τον διδάξει πώς να επιβιώσει, να του δείξει ότι η ζωή πια δεν χαρίζεται. Κι εκεί, ο Μπόιλ κάνει κάτι απρόσμενο: παρεμβάλλει ασπρόμαυρα αποσπάσματα από παλιές προπαγανδιστικές ταινίες, με νεαρούς άντρες που φεύγουν χαμογελαστοί για τον πόλεμο. Σαν να μας λέει, τίποτα δεν άλλαξε. Η ιδέα της ανδρικής μύησης στον θάνατο είναι πανάρχαια. Μόνο τα τέρατα αλλάζουν μορφή.

Και τότε, στη δεύτερη πράξη, το ίδιο αγόρι δεν πολεμά πια για να επιβιώσει. Πολεμά για να σώσει. Παίρνει τη μητέρα του, άρρωστη, εύθραυστη, σχεδόν ήδη χαμένη και διασχίζει έναν κόσμο ερειπωμένο, επικίνδυνο, εχθρικό. Οχι για να ξεφύγουν, αλλά για να πάει προς την ελπίδα. Κι εκεί το Memento Mori βρίσκει το ταίρι του: Memento Amori. Μην ξεχνάς τον θάνατο – αλλά ούτε την αγάπη που σε έκανε να βαδίσεις ενάντια στον θάνατο εξ αρχής. Ο Μπόιλ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τη βία. Τον νοιάζει πώς η βία αλλάζει την παιδική ηλικία, πώς γράφεται πάνω στα σώματα και τις μνήμες. Και κυρίως, πώς ο φόβος του θανάτου μπορεί να γεννήσει, κόντρα σε κάθε λογική, μια παράλογη, συγκινητική μορφή στοργής.

Ωστόσο, δεν είναι όλα καλοζυγισμένα. Η πλοκή συχνά μοιάζει να προσπαθεί να χωρέσει πολλά: πολιτικά σχόλια, προσωπικά δράματα, κοινωνικές αλληγορίες και σκηνές τρόμου υψηλής έντασης. Το αποτέλεσμα είναι μια αφήγηση που, ενώ ξεκινά με ελεγχόμενη ένταση, καταλήγει σε σημεία να μπουκώνει, να πνίγει την ίδια της την καθαρότητα. Το συναίσθημα παραμένει ισχυρό, αλλά η δομή κάποιες φορές υπονομεύει την επίδρασή του. Ο Μπόιλ, ωστόσο, παραμένει ένας σκηνοθέτης με ξεκάθαρο όραμα. Ακόμα κι όταν η ταινία του χωλαίνει στην ισορροπία, δεν παύει να είναι ένα φιλμ τολμηρό, που κουβαλά το στίγμα ενός δημιουργού που δεν φοβάται να πειραματιστεί.

Φυσικά δεν θα ήταν ταινία του Ντάνι Μπόιλ χωρίς μουσική που να ουρλιάζει αντί να εξηγεί. Όπως και στο πρωτότυπο «28 Μέρες Μετά», εδώ το soundtrack διατρέχεται από βρετανική πανκ – ωμή, ηλεκτρική, σχεδόν επιθετική – που δεν συνοδεύει απλώς τη δράση, αλλά την ορίζει. Οταν ξεκινά μια σκηνή καταδίωξης, δεν είναι η αγωνία που σε πιάνει πρώτη· είναι το riff της κιθάρας που προειδοποιεί πως κάτι άγριο έρχεται.

Και στο κέντρο όλων, ο Αλφι Γουίλιαμς. Μόλις 14 χρόνων στην πραγματικότητα, ερμηνεύει τον 12χρονο Σπάικ με μια ωμότητα που δεν κραυγάζει, αλλά σε διαλύει σιωπηλά. Το βλέμμα του δεν αναζητά την κάμερα, τη διαπερνά. Φέρει πάνω του το βάρος μιας παιδικής ηλικίας που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να είναι παιδική, και ταυτόχρονα το πείσμα εκείνου που ακόμα ελπίζει, χωρίς να ξέρει γιατί. Ο Γουίλιαμς δεν παίζει τον ήρωα: τον ζει, τον κουβαλάει στα κόκκαλά του. Και δίπλα του στιβαρά ονόματα όπως Τζόντι Κόμερ, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον και Ρέιφ Φάινς οι οποίοι συμπληρώνουν με τη δυναμική τους το εξαιρετικό αυτό καστ.

Στο τέλος του «28 Χρόνια Μετά», δεν θυμάσαι τόσο τα ζόμπι, τη δράση, το σασπένς ή το αίμα. Θυμάσαι ένα βλέμμα παιδιού που έμαθε να σκοτώνει για να μπορέσει να σώσει. Θυμάσαι τη σιωπή πριν από μια τελευταία λέξη. Ο Μπόιλ δεν ενδιαφέρεται πια για το πώς καταρρέει ο κόσμος, αλλά για το τι απομένει όταν όλα έχουν σβήσει και ποιος έχει μείνει να το θυμάται. Ή, καλύτερα, ποιος επιμένει ακόμα να το αγαπά.